Όπως έγραψε ο επικεφαλής
οικονομολόγος της Berenberg Bank όλοι πρέπει να
προσέχουν τι εύχονται. Επί δεκαετίες, η Γερμανία πίστευε με
ζέση στη σταθερότητα των τιμών και στην ανεξαρτησία της
κεντρικής τράπεζας. Η μοίρα και η ΕΚΤ τής είχαν χαρίσει και
τα δύο. Οι τιμές είναι πιο σταθερές από ποτέ. Και η ΕΚΤ
υπερασπίζεται τόσο σθεναρά την ανεξαρτησία της ώστε
απορρίπτει κάθε έκκληση να αλλάξει τη νομισματική της
πολιτική για να εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς όπως η
δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας στη Γαλλία ή να
εγγυηθεί εισόδημα από τόκους αλλά χωρίς ρίσκο για τους
Γερμανούς αποταμιευτές. Παρ’ όλα αυτά οι Γερμανοί
παραπονιούνται σχετικά με την κεντρική τράπεζα περισσότερο
από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν. Προ ημερών, ο κ. Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε είχε πει στον κ. Μάριο Ντράγκι ότι η νομισματική του
πολιτική είναι αυτή που ευθύνεται τουλάχιστον για τη μισή
άνοδο που καταγράφει στη Γερμανία το ριζοσπαστικό δεξιό
κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Ο πρώην υπουργός
Εσωτερικών της Γερμανίας κ. Φρίντριχ απαίτησε, μέσω
συνέντευξης στην Bild, ο επόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ να είναι
Γερμανός προκειμένου να επαναφέρει την ΕΚΤ στον ορθό δρόμο.
Πόσο επικίνδυνη είναι η διαφωνία μεταξύ ΕΚΤ και σημαντικού
τμήματος της γερμανικής συντηρητικής-φιλελεύθερης ελίτ;
Μήπως έχουν δίκιο οι Γερμανοί επικριτές της ΕΚΤ;
Οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ ενός μεγαλομετόχου (Γερμανία)
και της ανώτατης διοίκησης (EKT) εγκυμονεί κινδύνους. Θα
μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την κεντρική τράπεζα και να
αμβλύνει το μήνυμά της. Η τρέχουσα διαφωνία είναι κάτι
παραπάνω από μια αδέξια ενόχληση. Στη χειρότερη περίπτωση θα
μπορούσε να περιορίσει ελαφρώς το περιθώριο κινήσεων της ΕΚΤ
και να καταστήσει λίγο λιγότερο αποτελεσματική τη
νομισματική της πολιτική. Ωστόσο, αυτές οι επιπτώσεις θα
είναι μικρές και δεν θεωρούμε ότι η διαφωνία αποτελεί
πραγματική απειλή. Η γερμανική συντηρητική-φιλελεύθερη ελίτ
φαίνεται ότι είναι διχασμένη μεταξύ δύο απόψεων που έχουν
εντυπωθεί για τα καλά στη γερμανική κοινή γνώμη: τον ισχυρό
φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό και μια πολύ συντηρητική άποψη
για τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αν δεν
υπάρξει –κάτι εξαιρετικά απίθανο– απότομη άνοδος του
πληθωρισμού στη Γερμανία, είναι σαφές ότι θα επικρατήσει ο
φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός επί της ανησυχίας που
προκαλεί η μη συμβατική νομισματική πολιτική. Οι
συγκεκριμένες ανησυχίες των Γερμανών για τη νομισματική
πολιτική δεν έχουν απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης
και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν μειοψηφία στο διοικητικό
της συμβούλιο. Ωστόσο η διαφωνία θα μπορούσε να πλήξει την
εμπιστοσύνη, βασικό στοιχείο της επεκτατικής νομισματικής
πολιτικής. Οσο ανεξάρτητη και να είναι η ΕΚΤ, δεν λειτουργεί
σε πολιτικό κενό. Ενδεχόμενη ισχυρή πολιτική αντίσταση και ο
κίνδυνος ότι η αναταραχή θα μπορούσε να περιορίσει την
αποτελεσματικότητα των μέτρων ενίσχυσης της οικονομίας θα
κάνουν πιο δύσκολη τη ζωή της ΕΚΤ. Τέλος, η αντίδραση
Γερμανών πολιτικών κατά της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ
θα οδηγήσει το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στο να
ερμηνεύσει στενότερα πότε μπορεί μια κεντρική τράπεζα να
αγοράζει κρατικά ομόλογα κατά την απόφαση που αναμένεται να
εκδώσει στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι ότι οι Γερμανοί επικριτές της ΕΚΤ δεν έχουν
δίκιο. Το χοντροκομμένο παράπονο πως η ΕΚΤ απαλλοτριώνει την
περιουσία των Γερμανών αποταμιευτών είναι απλούστατα
λανθασμένο. Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι αποδόσεις των
ομολόγων και των τραπεζικών αποταμιεύσεων είναι τόσο χαμηλές
στη Δύση είναι η ασθενική ζήτηση για πιστώσεις τη στιγμή
μάλιστα που αυξάνονται οι αποταμιεύσεις. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν
έχει εντολή να εγγυηθεί στους αποταμιευτές κάποιο εισόδημα
χωρίς ρίσκο. Αντιθέτως, έχει εντολή να αποτρέψει την
απομείωση που θα υφίσταντο οι ίδιες αυτές αποταμιεύσεις από
τον υψηλό πληθωρισμό. Η ΕΚΤ έχει επιτύχει μεγαλύτερη
σταθερότητα τιμών από οποιαδήποτε γερμανική κεντρική τράπεζα
στο παρελθόν. |