Όπως έγραψε προσφάτως ο
Julie
Verhage
στο
Bloomberg,
τέσσερις είναι οι βασικές πηγές προβληματισμού για τα
κορυφαία στελέχη των κεντρικών τραπεζών και των διεθνούς
εμβέλειας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτές
συζητήθηκαν στην πρόσφατη διάσκεψη του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στη Λίμα του Περού.
Όπως ανέφερε στο άρθρο του το
Bloomberg,
ένας εξ αυτών είναι ο ανώτατος οικονομολόγος του
αμερικανικού κολοσσού Citigroup, Γουίλεμ Μπέτερ, ο οποίος σε
αναφορά του από τη συνάντηση κατέγραψε τα βασικά ζητήματα
που απασχολούν τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους
συναδέλφους του, αλλά που προβληματίζουν και τους πελάτες
τους αντίστοιχα. Πρώτο θέμα εμφανίζεται αυτό της οικονομίας
της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε μια κοινή προσέγγιση πως
αναμένεται σταθεροποίηση της οικονομίας σε βραχυπρόθεσμο
ορίζοντα, αν και έγινε μνεία σε μικρή πιθανότητα κινδύνου
μιας δραστικής επιδείνωσής της προ της λήξης του έτους. Σε
μεσοπρόθεσμο ορίζοντα διατυπώθηκε περιορισμένη αισιοδοξία. Ο
κ. Μπέτερ ανέφερε ότι ορισμένοι συνάδελφοί του,
επικαλούμενοι την αναποτελεσματική κρατική παρέμβαση σε
ορισμένες περιπτώσεις, προβλέπουν τα επόμενα χρόνια ακόμα
πιο σοβαρή επιβράδυνση. Και αυτό σχετίζεται με το ότι η Κίνα
θα έλθει αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις σε επίπεδο επιλογής
πολιτικών.
Το αμέσως επόμενο πρόβλημα το οποίο προξενεί ανησυχία στους
διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κύκλους είναι ο κίνδυνος να
ξεσπάσει κρίση στις αναδυόμενες αγορές. Προσφάτως, όπως
αναφέρει στην έκθεσή του ο οικονομολόγος της Citi, η πιο
αργή οικονομική ανάπτυξή τους συζητήθηκε ευρέως. Αντίστοιχα
το ίδιο συνέβη και στη σύνοδο ΔΝΤ - Παγκόσμιας Τράπεζας, με
τους περισσότερους από όσους συζήτησε ο Γουίλεμ Μπέτερ να
εκτιμούν πως επίκειται κρίση στις προαναφερθείσες οικονομίες
αναφορικά με τη λειτουργία της οικονομίας τους, όχι του
χρηματοπιστωτικού τους συστήματος. «Σε πολλές αναδυόμενες
οικονομίες χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να
τους δοθεί η δυνατότητα να επιστρέψουν σε μια ανάπτυξη κάπως
ανάλογη του παρελθόντος, αλλά εξαιρουμένων ορισμένων κρατών
και της Ινδίας κυρίως, χαμηλές είναι οι προσδοκίες για μια
ουσιαστική δέσμη μεταρρυθμίσεων με στόχο την ανάπτυξη»,
επισημαίνει στην έκθεσή του ο κ. Μπέτερ.
Τρίτη πηγή προβληματισμού είναι οι ενδεχόμενες συνέπειες από
μία κρίση σε επίπεδο αναδυόμενων στις ανεπτυγμένες αγορές.
Οι αναδυόμενες οικονομίες από το ξέσπασμα της κρίσης και
μετά λειτουργούν ως κινητήριοι μοχλοί της διεθνούς
οικονομίας, οπότε μια επιβράδυνσή τους θα είχε σοβαρό
αντίκτυπο. Ωστόσο, υπήρξε η αίσθηση, όπως τόνισε ο Γουίλεμ
Μπέτερ, «πως οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα επηρεαστούν
μετρίως από την κάμψη των αναδυόμενων και ότι θα είναι
εντάξει, εξαιρώντας εν μέρει τις μεγάλες παραγωγούς πρώτων
υλών, και συγκεκριμένα την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα
Ζηλανδία.
Τέταρτο θέμα, το οποίο απασχόλησε τους εκπροσώπους του
χρηματοπιστωτικού τομέα στη Λίμα, ήταν τα επιτόκια και οι
κεφαλαιακές εισροές. Με αφορμή τη σχετικά πρόσφατη υποτίμηση
του γουάν από το Πεκίνο, η συζήτηση για τον νομισματικό
πόλεμο έχει ανοίξει και πάλι, ενώ έπεται και η αναφορά στα
επιτόκια. Οι συνομιλητές του Γουίλεμ Μπέτερ, στην
πλειονότητά τους, δεν έδειχναν ανήσυχοι με τις μέχρι σήμερα
κινήσεις των κεντρικών τραπεζών, αν και εξέφρασαν ορισμένα
ερωτήματα για τις εισροές. «Λιγότερος προβληματισμός υπήρξε
για τις δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις μιας αστάθειας στα
επιτόκια από εκείνον, που περιμέναμε εμείς στη Citigroup»,
αναφέρει ο κ. Μπέτερ. «Αντιθέτως, διατυπώθηκε γενικά η άποψη
ότι οι διεθνείς κεφαλαιακές ροές αποτελούν πηγή αδυναμίας
για την παγκόσμια οικονομία και ορισμένες επιμέρους χώρες.
Πολλοί συμμετέχοντες στη σύνοδο του ΔΝΤ είπαν πως η Κίνα θα
λάβει κατάλληλες συστάσεις, προκειμένου να βάλει
προτεραιότητες στην αποκατάσταση μεγάλων ανισορροπιών,
προτού αποδυθεί σε περαιτέρω απελευθέρωση των κεφαλαιακών
ροών». |