Οι καταναλωτές σήμερα δεν αναβάλλουν τις αγορές τους
προεξοφλώντας ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες θα καταστούν
φθηνότερα, όπως συμβαίνει σε περιόδους αποπληθωρισμού. Αντ’
αυτού, αυξάνουν τις δαπάνες τους, αξιοποιώντας τις
ευεργετικές επιπτώσεις της πτώσης της τιμής του πετρελαίου
στην αγοραστική τους δύναμη. Όπως έγραψε ο Michael Heise,
επικεφαλής οικονομολόγου της Allianz, παρά την επεκτατική
νομισματική πολιτική που εφαρμόζει εδώ και χρόνια, η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέτυχε να οδηγήσει τον
πληθωρισμό κοντά στον στόχο του «κάτω, αλλά κοντά στο 2%». Η
τελευταία δέσμη μέτρων-μηδενικό επιτόκιο χορηγήσεων, η
αύξηση του πλαφόν για τις μηνιαίες αγορές τίτλων από τα 60
στα 80 δισ. ευρώ και το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων (-0,4%)
μάλλον δεν θα αλλάξουν ουσιωδώς την κατάσταση. Γι’ αυτό και
ορισμένοι οικονομολόγοι συστήνουν στην ΕΚΤ να πάει ακόμα
παραπέρα, με τη ρίψη «χρήματος από το ελικόπτερο»
(helicopter money), δηλαδή τη χρηματοδότηση της ιδιωτικής
κατανάλωσης μέσω εκτύπωσης χρήματος.
Η ιδέα του helicopter money αποδίδεται στον νομπελίστα
οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν και χρονολογείται από τη
δεκαετία του ’60. Ομως, αυτό που μέχρι τώρα ήταν θεωρητική
αντίληψη μοιάζει να μετατρέπεται σε απτή πιθανότητα.
Πρακτικά, τα «χρήματα από το ελικόπτερο» θα έφταναν με τη
μορφή ενός εφάπαξ στα νοικοκυριά ή τη χορήγηση κουπονιών για
αγορές, με αποκλειστική χρηματοδότηση από τις κεντρικές
τράπεζες.
Μεταξύ των υπέρμαχων του helicopter money συμπεριλαμβάνονται
εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο πρώην επικεφαλής της Fed
Μπεν Μπερνάνκε και ο Αντέρ Τέρνερ, πρώην πρόεδρος της Αρχής
Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Μ. Βρετανίας. Αν και ο
πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει αναδείξει τα τεχνικά,
νομικά και λογιστικά προβλήματα που εμποδίζουν τις ρίψεις
χρημάτων από το ελικόπτερο από τη Φρανκφούρτη, δεν τις έχει
αποκλείσει κατηγορηματικά.
Είναι δικαιολογημένο ένα τέτοιο ακραίο μέτρο; Η απάντηση
είναι όχι. Μπορεί το helicopter money να αποτελούσε βιώσιμη
επιλογή εάν υπήρχε σπιράλ αποπληθωρισμού όπως συνέβη στο
τέλος της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας
του 1930. Ομως, αυτό δεν ισχύει σήμερα, ούτε στην Ευρωζώνη,
ούτε πουθενά αλλού. Η ζήτηση είναι πράγματι ασθενική μετά το
ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008.
Τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά ακόμα εξυγιαίνουν τους
ισολογισμούς τους και προσπαθούν να διαχειριστούν τα υψηλά
χρέη που συσσώρευσαν. Εχουν ήδη πετύχει σημαντική πρόοδο,
άρα ο αρνητικός αντίκτυπος στους ρυθμούς ανάπτυξης βαθμιαία
θα μειωθεί.
Οι καταναλωτές σήμερα δεν αναβάλλουν τις αγορές τους
προεξοφλώντας ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες θα καταστούν
φθηνότερα, όπως συμβαίνει σε περιόδους αποπληθωρισμού. Αντ’
αυτού, αυξάνουν τις δαπάνες τους, αξιοποιώντας τις
ευεργετικές επιπτώσεις της πτώσης της τιμής του πετρελαίου
στην αγοραστική τους δύναμη. Και τα στοιχεία για τα εταιρικά
κέρδη, εξάλλου, αντικρούουν τους φόβους ότι βυθιζόμαστε σε
αποπληθωρισμό. Σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες τα κέρδη
προσεγγίζουν επίπεδα-ρεκόρ, εν πολλοίς χάρη στο μειωμένο
κόστος παραγωγής.
Σε αυτό το περιβάλλον, η χορήγηση «δώρων» από τις κεντρικές
τράπεζες θα είχε επικίνδυνες συνέπειες για το
χρηματοοικονομικό σύστημα μακροπρόθεσμα, δημιουργώντας
στρεβλά κίνητρα για όλους τους εμπλεκόμενους. Οι αρχές θα
έμπαιναν στον πειρασμό να «ανέβουν στο ελικόπτερο» κάθε φορά
που η ανάπτυξη είναι ασθενέστερη του επιθυμητού, αντί να
υλοποιούν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν
στη ρίζα του το πρόβλημα των αναιμικών οικονομικών επιδόσεων.
Ολα αυτά δημιουργούν προσδοκίες ότι οι κεντρικές τράπεζες
και οι κυβερνήσεις πάντα θα παρεμβαίνουν για να
διαχειρίζονται τις πιστωτικές «φούσκες» και να αμβλύνουν τις
παρενέργειες όταν αυτές σπάνε. Η αντίληψη του ρίσκου θα
διαστρεβλωνόταν και ο ρόλος των ασφαλίστρων κινδύνου θα
εξασθενούσε.
Προσθέστε σε αυτά και τον αντίκτυπο της απίσχνανσης των
διαθεσίμων και τον κίνδυνο των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων -εξελίξεις
που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των
κεντρικών τραπεζών και των νομισμάτων που εκδίδουν- και
είναι σαφές ότι η ρίψη χρημάτων από το ελικόπτερο θα πρέπει
να αποτελέσει αποκλειστικά αντικείμενο ακαδημαϊκού διαλόγου-
προς το παρόν τουλάχιστον... |