Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο είχε προσφάτως στη στήλη του στους
New York Times, ο διάσημος, βραβευμένος, οικονομολόγος
Paul Krugman.
Όπως έγραψε πριν από μερικές ημέρες
οι υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία
των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον και Μπέρνι Σάντερς, διαφώνησαν
δημοσίως για το κανονιστικό πλαίσιο στην τραπεζική
βιομηχανία. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους των
Ρεπουμπλικανών, η διαφωνία των Δημοκρατικών δεν αφορούσε
πόσες μεταρρυθμίσεις θα ακυρώσουν αν εκλεγούν, αλλά πώς θα
κάνουν αυστηρότερο το κανονιστικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τον
Krugman
καλύτερη ήταν η πρόταση της κ. Κλίντον ενώ ο κ. Σάντερς
επικεντρώθηκε κυρίως στην επαναφορά του νόμου Glass-Steagall,
ο οποίος επέβαλλε τον διαχωρισμό των εμπορικών από τις
επενδυτικές τράπεζες.
Η άρση του εν λόγω νόμου ήταν όντως λανθασμένη αλλά δεν ήταν
αυτή η αιτία για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η
οποία ξέσπασε εξαιτίας των λεγόμενων «σκιωδών» τραπεζών όπως
η Lehman Brothers. Η κ. Κλίντον δεσμεύτηκε να ακολουθήσει
σκληρή γραμμή έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά είναι
αξιόπιστη η δέσμευσή της; Ή μήπως μόλις εκλεγεί θα
επιστρέψει στις φιλικές προς τις τράπεζες πολιτικές της
απορρύθμισης της δεκαετίας του 1990; Αν κρίνουμε από τη
στάση και τη χρηματοδότηση που δίνει η Wall Street, οι ίδιοι
οι τραπεζίτες θεωρούν πως οποιοσδήποτε Δημοκρατικός πρόεδρος
θα προσπαθήσει στα σοβαρά να ελέγξει τις υπερβολές της
τραπεζικής βιομηχανίας. Και για αυτό κάνουν ό,τι μπορούν
ώστε να εκλέξουν έναν Ρεπουμπλικανό υποψήφιο.
Βέβαια, υπήρχε μια εποχή όπου η Wall Street και οι
Δημοκρατικοί τα πήγαιναν περίφημα, πράγμα που αντανακλούνταν
και στις χρηματικές προσφορές για προεκλογικές εκστρατείες.
Μετά όμως ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και
άλλαξαν όλα. Πολλοί Φιλελεύθεροι αισθάνονται ότι η κυβέρνηση
Ομπάμα ήταν υπερβολικά επιεικής απέναντι στον
χρηματοπιστωτικό τομέα μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Στο κάτω
κάτω οι απερίσκεπτοι τραπεζίτες ήταν αυτοί που γονάτισαν την
οικονομία προκαλώντας την απόλυση εκατομμυρίων ανθρώπων και
την πτώση της αγοράς ακινήτων.
Στο τέλος διασώθηκαν οικονομικά οι τράπεζες, οι μεγάλες
τράπεζες γλίτωσαν τη διάσπαση και κανένας τραπεζίτης δεν
μπήκε φυλακή.
Παρ’ όλα αυτά οι τραπεζίτες δεν ήταν ευγνώμονες που τη
γλίτωσαν τόσο φθηνά. Ισως γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο
πολύ συνηθισμένοι στο να τους υπερασπίζονται οι πολιτικοί,
ώστε να θεωρούν ως ασυγχώρητη προσβολή ακόμη και ήπια
επικριτικά σχόλια εναντίον τους. Επιπλέον ο νόμος Dodd-Frank
(νομοθετικό πλαίσιο για αποτελεσματικότερο έλεγχο και
μεγαλύτερη διαφάνεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που
ψηφίστηκε ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση το 2010)
μπορεί να ήταν πολύ πιο ήπιος απ’ όσο θα επιθυμούσαν πολλοί
μεταρρυθμιστές, ωστόσο εξακολουθεί να έχει «δόντια».
Καλά νέα για τους φορολογουμένους και την οικονομία, ωστόσο
οι τραπεζίτες είναι μνησίκακοι έναντι όσων περιορίζουν την
ευχέρειά τους να τζογάρουν με τα λεφτά των άλλων. Οι
μεγιστάνες του χρηματοπιστωτικού τομέα ξεχωρίζουν μεταξύ της
μικρής ομάδας πλούσιων οικογενειών που κυριαρχεί στην
προεκλογική χρηματοδότηση υποψηφίων και κομμάτων, μιας
ομάδας που ψηφίζει κυρίως Ρεπουμπλικανούς.
Τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου συνήθιζαν να προσφέρουν
την πλειονότητα της χρηματοδότησής τους στους Δημοκρατικούς,
αλλά από το 2010 και μετά έχουν στραφεί σχεδόν πλήρως στους
Ρεπουμπλικανούς. Εξέλιξη που αποτελεί ένδειξη ότι οι
τραπεζίτες παίρνουν στα σοβαρά τις δεσμεύσεις των
Δημοκρατικών περί ελέγχου των υπερβολών του
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πράγμα που σημαίνει επίσης ότι
αν νικήσει ένας Δημοκρατικός υποψήφιος, δεν θα χρωστάει
πολλά στη χρηματοπιστωτική βιομηχανία.
Οποιοσδήποτε Δημοκρατικός είναι πιθανό ότι θα διατηρήσει σε
ισχύ τις μεταρρυθμίσεις του 2010 και ότι θα προσπαθήσει να
τις κάνει αυστηρότερες όπου μπορεί. Ωστόσο, σοβαρές νέες
μεταρρυθμιστικές προσπάθειες δεν θα εφαρμοστούν μέχρι να
ανακτήσουν οι Δημοκρατικοί τον έλεγχο του Κογκρέσου. |