Από τις τρεις αυτές συναντήσεις κορυφαίων
αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ με συνομιλητές
από την Ευρώπη και όχι μόνον, είναι βέβαιο ότι
θα σχηματισθεί μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις
πραγματικές προθέσεις, για τις αλλαγές και
ανατροπές που είναι αποφασισμένος να προωθήσει
ως προς τη θέση και τον ρόλο των ΗΠΑ στους
διατλαντικούς αλλά και παγκόσμιους συσχετισμούς
ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου.
Οι παραπάνω επαφές των επικεφαλής του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου και του αντιπροέδρου
έγιναν, γίνονται και θα γίνουν στη σκιά μιας
σκληρής αντιπαράθεσης της ομάδας Τραμπ με τους
θεσμούς και μηχανισμούς που συνδιαμορφώνουν την
εξωτερική και αμυντική πολιτική των ΗΠΑ, μιας
αντιπαράθεσης η οποία δεν έληξε με τον
εξαναγκασμό σε παραίτηση του Συμβούλου Εθνικής
Ασφαλείας Φλιν. Μιας αντιπαράθεσης επικίνδυνης
καθώς ενοχοποιείται προκαταβολικά ως ύποπτη κάθε
σκέψη και πρόταση για αλλαγή γραμμής πλεύσης
απέναντι στη Μόσχα, μια ατμόσφαιρα που
παραπέμπει στην περίοδο των εκκαθαρίσεων του
Στάλιν στην ΕΣΣΔ και του Μακαρθισμού στις ΗΠΑ.
Μέχρι στιγμής ο Τραμπ δεν έχει δώσει δείγματα
γραφής ότι βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση
απέναντι σε όλα τα κέντρα, θεσμικά και
εξωθεσμικά, που θέλουν διαβεβαιώσεις συνέχειας
στις βασικές επιλογές έτσι όπως αυτές είχαν
διαμορφωθεί στη δεύτερη θητεία Ομπάμα.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό της
υπόθεσης Φλιν, ο Λευκός Οίκος κινήθηκε όχι για
να πείσει ότι υποβαθμίζει την επιδίωξη συνολικής
προσέγγισης με τη Μόσχα που είχε προεκλογικά και
μετεκλογικά αναδειχθεί σε απόλυτη προτεραιότητα,
αλλά για να διαμηνύσει ότι αν η σύγκρουση με
τους θεσμούς και μηχανισμούς είναι αναπόφευκτη,
αυτή θα γίνει την κατάλληλη χρονική στιγμή, και
με τους όρους της ομάδας Τραμπ.
Γιώργος Καπόπουλος (Έθνος) |