| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 22/01/25

 
                                 

Παραγωγικό μοντέλο

 

Είχαμε αναφερθεί την προηγούμενη εβδομάδα, με δικό μας σχόλιο στο σχετικό ζήτημα. Γενικά αναφερόμαστε στο προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, λέγοντας πάντα πως παρά τα όσα περάσαμε στα χρόνια της κρίσης, ελάχιστα έχουνε αλλάξει. Ας δούμε τα όσα έγραψε για το ζήτημα σε αναλυτικό της άρθρο η “Κ” παρουσιάζοντας τη σχετική έκθεση στην οποία αναφερθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα.

 

Ένα δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, την έλλειψη ενός αναπτυξιακού μοντέλου με υγιείς επενδύσεις και εξωστρέφεια, τόσο στον πρωτογενή όσο και στον δευτερογενή τομέα, κυρίως δε στον μεταποιητικό τομέα, και ιδιαίτερα στις νέες τεχνολογίες, περιγράφει η ΓΣΕΕ στην πρόσφατη, ενδιάμεση έκθεσή της για την ελληνική οικονομία.

 

Στην έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Συνομοσπονδίας επισημαίνεται ότι κατά το γ΄ τρίμηνο του 2024 ο συνολικός όγκος της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται μειωμένος κατά 305.200 άτομα σε σύγκριση με το γ΄ τρίμηνο του 2009.

 

Το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής, ως προς τον συνολικό όγκο της απασχόλησης, περιορίστηκε το διάστημα αυτό κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες και συγκεκριμένα από 21,4% το γ΄ τρίμηνο του 2009 σε 16,7% το γ΄ τρίμηνο του 2024, ενώ στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από 11,2% σε 10,2%).

 

Αντίθετα, το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών ενισχύθηκε από 67,4%, που ήταν το γ΄ τρίμηνο του 2009, στο 73,1% το γ΄ τρίμηνο του 2024.

 

Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις και όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε δυναμικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Το ποσοστό αυτό το 2023 διαμορφώθηκε στο 3,4%, τιμή που, αν και αυξημένη σε σχέση με το 2009 και το 2019, είναι σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ η δεύτερη χαμηλότερη στο σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των ατόμων που απασχολούνταν το 2023 στην Ελλάδα σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας ανήλθε μόλις στο 0,8% του συνόλου των απασχολουμένων, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα μας, μαζί με τη Ρουμανία και την Κροατία, στην πέμπτη θέση από το τέλος μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.

 

Αναλυτικά, στην έκθεση αναφέρεται πως το διάστημα γ΄ τρίμηνο 2019 – γ΄ τρίμηνο 2024, τα άτομα που απασχολούνταν σε κλάδους του τριτογενούς τομέα αυξήθηκαν κατά 205.600, έναντι αύξησης της συνολικής απασχόλησης κατά 312.300 άτομα. Αντίθετα, και παρά την ανοδική τάση που εμφανίζει μεσοσταθμικά από το β΄ τρίμηνο του 2021 και ύστερα ο συνολικός αριθμός των θέσεων απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα, το γ΄ τρίμηνο του 2024 ανερχόταν μόλις στο 72,6% του αντίστοιχου αριθμού το γ΄ τρίμηνο του 2009. Η μεταβολή αυτή ισοδυναμεί με απώλεια 264.300 θέσεων εργασίας. Υποχώρηση του αριθμού των θέσεων εργασίας κατά 75.100 (ή 14,9%) καταγράφηκε το ίδιο διάστημα και στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Αντίθετα, οι θέσεις απασχόλησης σε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας που ανήκουν στον τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκαν την ίδια περίοδο κατά 33.000 (ή 1,1%).

 

Αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών ήταν το γ΄ τρίμηνο του 2024 ο συνολικός όγκος της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία να είναι μειωμένος κατά 305.200 άτομα σε σύγκριση με το γ΄ τρίμηνο του 2009, με το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής στον συνολικό όγκο της απασχόλησης να περιορίζεται το εν λόγω διάστημα κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 21,4% το γ΄ τρίμηνο του 2009 σε 16,7% το γ΄ τρίμηνο του 2024), ενώ στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από 11,2% σε 10,2%).

 

Παρά το γεγονός ότι αντίστοιχη δυναμική παρατηρείται και στο σύνολο της Ε.Ε., με το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών στη συνολική απασχόληση να έχει αυξηθεί εις βάρος των άλλων δύο τομέων παραγωγής, το ιδιαίτερο στοιχείο αναφορικά με τη χώρα μας είναι ότι η μεταβολή αυτή ήταν εντονότερη παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα ποσοστά απασχολουμένων στον δευτερογενή τομέα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.

 
                               

Στεγαστικό πρόβλημα

 

Σε μέγα θέμα για τα ελληνικά νοικοκυριά αναδεικνύεται η στέγαση. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως οι τιμές των ενοικίων και των κατοικιών στην Ελλάδα αυξάνονται με υπερδιπλάσια ταχύτητα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

 

Το τέταρτο τρίμηνο του 2024 οι μέσες ζητούμενες τιμές πώλησης κατοικιών σημείωσαν άνοδο 7,9% σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2023 και αύξηση 2,2% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2024. Οι μέσες ζητούμενες τιμές ενοικίασης παρουσίασαν αύξηση 5,8% σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023, ενώ κινήθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2024.

 

Τα «καμπανάκια» της έκθεσης ΓΣΕΕ για το στεγαστικό πρόβλημα

 

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, οι Έλληνες πληρώνουν κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 19,7%. Στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία το κόστος στέγασης ανέρχεται στο 19% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος – κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

 

Έρευνες από ειδικούς αναλυτές δείχνουν ότι στην Αττική, το μεγαλύτερο μέρος του μισθού πηγαίνει στα ενοίκια. Οι τιμές σήμερα είναι σχεδόν 90% πάνω από ό,τι το 2017, όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη της αγοράς.  Πλέον έχουν ξεπεράσει κατά 4% το ιστορικό υψηλό του 2008, όταν οι τιμές ακινήτων βρίσκονταν στο ζενίθ.

 

Μείζον κοινωνικό πρόβλημα

 

Οι διαστάσεις του ζητήματος είναι πολυδιάστατες και σχετίζονται με φαινόμενα όπως η έλλειψη διαθέσιμων και κατάλληλων κατοικιών για σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, χαμηλή ποιότητα και προβληματικό σχεδιασμό των κτιρίων, απουσία βιώσιμου και περιβαλλοντικά υπευθύνου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ανεπάρκεια, ελλιπή συντήρηση και παλαιότητα υποδομών, αυξημένα περιστατικά αυθαιρεσιών και μη τήρηση των πολεοδομικών κανονισμών.

 

Κάπως έτσι, το στεγαστικό πρόβλημα έχει αναδειχτεί σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα ιδιαίτερα εξαιτίας της αύξησης που καταγράφουν οι δαπάνες στέγασης. «Η άνοδος του κόστους στέγασης και η σημαντική επιβάρυνση που αυτή προκαλεί στο εισόδημα και στις συνθήκες διαβίωσης πολλών νοικοκυριών δεν συμβάλλουν μόνο στην περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας ζωής και του επιπέδου ευημερίας τους. Μεταβάλλοντας τη διάρθρωση της δαπάνης των νοικοκυριών και τις ροές ρευστότητας μεταξύ των βασικών υποσυστημάτων της οικονομίας επηρεάζουν, επίσης, και βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες της, αλλά και την ίδια τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα» αναφέρεται στην Ενδιάμεση Έκθεση (2024) του Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία το στεγαστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης) ανερχόταν στο 28,5%. Η τιμή αυτή, αν και μειωμένη συγκριτικά με το 2019, παραμένει με διαφορά η υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

 
                            

Επιδρά στην ευημερία των πολιτών

 

Επιπρόσθετα, το κόστος στέγασης στη χώρα μας έχει δυσανάλογη επίδραση στην ευημερία των πολιτών διαφορετικής εισοδηματικής κατάστασης. Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην ΕΕ), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην ΕΕ).

 

Αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις παρουσιάζει το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανάλογα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΓΣΕΕ, το 2023 το ποσοστό αυτό για τους ενοικιαστές ανερχόταν στο 40,5% (τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ήταν 23,7% (το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).

 

Σε επίπεδο περιφερειών, το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης εμφάνισαν το 2023 οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης κατέγραψαν οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%), ακολουθούμενες από τις περιφέρειες Θεσσαλίας (23,9%), Νοτίου Αιγαίου (25%), Ηπείρου (25,6%) και Δυτικής Μακεδονίας (25,7%). Κοντά στον μέσο όρο της χώρας (28,5%) κυμάνθηκαν, τέλος, τα αντίστοιχα ποσοστά στην Αττική (27,9%) και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου (27,7%).

 

Τονίζεται ότι οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021, στοιχείο ενδεικτικό της όξυνσης του προβλήματος στέγασης σε αυτές το εν λόγω διάστημα.

 

Αυξήσεις φωτιά

 

Η στεγαστική κρίση αποτελεί εφιάλτη για την πλειοψηφία των εργαζομένων στην Ελλάδα και όχι μόνο, πλήττοντας τα χαμηλότερα εισοδήματα και ακόμα περισσότερο τους ενοικιαστές.

 

Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από την ιστοσελίδα spitogatos.gr, που καταγράφουν αυξήσεις φωτιά, στις τιμές πώλησης και ενοικίασης κατοικιών.

 

Σύμφωνα με αυτά κατά τη διάρκεια του Ιουλίου-Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2024, η μέση τιμή για τα σπίτια προς πώληση ήταν υψηλότερη στα νότια προάστια της Αθήνας, με 3.818€ ανά τετραγωνικό μέτρο και χαμηλότερη στην Καστοριά με 588€ ανά τετραγωνικό μέτρο. Η μεγαλύτερη αύξηση σε αυτό το τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καταγράφηκε στον Πειραιά με +27,80%, ενώ η μεγαλύτερη μείωση στη Θεσπρωτία και στο Λασίθι με -7,40%.

 

Όσο για τις ενοικιάσεις, η χαμηλότερη τιμή καταγράφεται στο Κιλκίς με 4,17€/τ.μ. και η υψηλότερη τιμή στη Χαλκιδική με 30,00€/τ.μ.

 

 
                      

Γερμανία: Όλο και λιγότεροι αντέχουν οικονομικά να έχουν το δικό τους σπίτι

 

Με πάσα από τα παραπάνω για την κατάσταση στη χώρα μας, πάμε να δούμε τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουνε τα γερμανικά νοικοκυριά σε ένα πολύ σοβαρό διεθνές πρόβλημα.

 

Για τους περισσότερους ανθρώπους στη Γερμανία, το όνειρο να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι παραμένει ακριβώς αυτό: ένα όνειρο.

 

Σύμφωνα με τα τρέχοντα στοιχεία απογραφής, το ποσοστό ιδιοκτησίας έχει πλέον πέσει κάτω από 44%, στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 15 χρόνια.

 

Η πτωτική πορεία είναι σταθερή.

 

Την καταγράφει η νέα σχετική μελέτη του γερμανικού ερευνητικού Ινστιτούτου Pestel, με φόντο τα δεινά της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.

 

Υπό τον τίτλο «Η ιδιοκτησία κατοικίας στη Γερμανία», εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Ένωσης Γερμανικού Εμπορίου Οικοδομικών Υλικών (BAU).

 

Τα συμπεράσματά της παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη Τύπου στο Μόναχο, ενώ απομένει περίπου ένας μήνας μέχρι τις πρόωρες, κρίσιμες ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, στις 23 Φεβρουαρίου.

 

Το καμπανάκι που κρούουν οι ειδικοί είναι ηχηρό

 

Το γερμανικό κράτος, τονίζουν, έχει μετατρέψει την ηλικιακή ομάδα μεταξύ 25 και 45 ετών σε μια γενιά ενοικιαστών. Ακόμη και για τους Γερμανούς με μέσο εισόδημα, η πιθανότητα να αποκτήσουν σπίτι είναι σήμερα μηδενική.

 

Κατά τους συντάκτες της μελέτης -και όχι μόνο- αυτό πρέπει άμεσα να αλλάξει και η «ατμομηχανή» της ΕΕ να μετατραπεί, από χώρα ενοικιαστών, σε χώρα ιδιοκτητών κατοικίας, χωρίς αποκλεισμούς.

 

«Αυτό θα έφερνε κοινωνική σταθερότητα», υπογράμμισε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Pestel και επικεφαλής της μελέτης, οικονομολόγος Ματίας Γκίντερ, «δείχνοντας» προς την ανησυχητική διεύρυνση των ανισοτήτων.

 

Με τους νέους, τις γυναίκες, τις μονογονεϊκές οικογένειες και τους συνταξιούχους να συγκαταλέγονται στις πλέον ευάλωτες ομάδες, στη μελέτη επισημαίνεται με νόημα μια καίρια διαπίστωση.

 

Ένας συγκριτικός υπολογισμός μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών δείχνει ότι οι δεύτεροι έχουν γενικά λιγότερα χρήματα στη διάθεσή τους.

 

Ενώ κατά μέσο όρο ένας ενοικιαστής στη Γερμανία έχει 1.450 ευρώ καθαρά το μήνα διαθέσιμα, ο ιδιοκτήτης έχει 2.200 ευρώ, ένεκα λιγότερων εξόδων.

 

Σε βάθος χρόνου, η ανισότητα αυτή συνεπάγεται μια εντεινόμενη φτωχοποίηση, παρατηρούν, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και στα σχέδια μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.

 

Μια πολυπαραγοντική στεγαστική κρίση

 

Από τα βασικά σημεία της μελέτης είναι ότι ο πήχης της ιδιοκατοίκησης στη Γερμανία πρέπει να ανέβει «στο 50% ή περισσότερο, όπως στην Αυστρία, την Ολλανδία και τη Σουηδία».

 

Προσώρας, οι συντάκτες της χρεώνουν ως «πολιτική αποτυχία» των κυβερνήσεων του Βερολίνου για τη συνεχή πτώση του ποσοστού ιδιόκτητης κατοικίας στη Γερμανία.

 

«Η απογοήτευση για αυτό είναι τεράστια», καταγράφουν.

 

Στο μέλλον, η όποια ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει την ιδιοκατοίκηση ως αναπόσπαστο μέρος της παροχής συντάξεων», παρατηρούν.

 

Διαφορετική προσέγγιση, προειδοποιούν, θα είναι «μοιραία».

 

«Όταν στο εγγύς μέλλον η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα συζητήσει την αναμενόμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση», παρατηρούν, θα πρέπει «η στέγαση στην τρίτη ηλικία και ειδικότερα η ιδιοκατοίκηση να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο».

 

Πολλώ μάλλον όταν «όσοι συνταξιοδοτούνται συχνά πλήττονται από το σοκ του ενοικίου».

 

«Με άλλα λόγια, η φτώχεια στα γηρατειά είναι φτώχεια των ενοικιαστών», υπογραμμίζει ο Ματίας Γκίντερ.

 

Αλλά δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι που ωθούνται στο χείλος της εξαθλίωσης.

 

Το υψηλό κόστος στέγασης αυξάνει εν γένει τον κίνδυνο φτώχειας, κατέδειξε πρόσφατη μελέτη του Paritätische, μιας ένωσης ανεξάρτητων οργανισμών πρόνοιας, ιδρυμάτων και ομάδων κοινωνικής προσφοράς.

 

Έχοντας ως γνώμονα τα κριτήρια της ΕΕ -όπου ως όριο φτώχειας ή «κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού» ορίζεται το εισόδημα κάτω του 60% του διάμεσου (ισοδύναμου) εισοδήματος- αναφέρει ότι σχεδόν 12 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία, βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων που αφορούν το 2023.

 

Πρόκειται για περίπου έναν στους επτά (14,3%) επί συνόλου του εθνικού πληθυσμού.

 

Όμως «λαμβάνοντας υπόψη το κόστος στέγασης, μια προηγουμένως αόρατη ομάδα 5,4 εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στο όριο της φτώχειας και κάτω από αυτό γίνεται πλέον ορατή», επισημαίνει η μελέτη της Paritätischer.

 

Ο αντίκτυπος για πολλούς ενοικιαστές είναι πολύ πιο σοβαρός από ό,τι θεωρούνταν έως τώρα, σύμφωνα με την Μάργκιτ Μπερντλ, στέλεχος της  οργάνωσης.

 

Κοντολογίς, παρατηρεί, «το υψηλό κόστος στέγασης επιδεινώνει την κοινωνική ανισότητα».

 

                                               

 

Πηγή: Eurostat

 

Διευρυνόμενες ανισότητες εντός και εκτός εθνικών συνόρων

 

Στους κόλπους της Ευρώπης των «27» υπάρχουν μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις -συνήθως μη αναμενόμενες- ως προς το μέγεθος, το είδος και την ποιότητα της στέγασης, είτε πρόκειται για ενοικιαστές, είτε για ιδιοκτήτες κατοικίας.

 

Βάσει της τελευταίας σχετικής έκθεσης της Eurostat, που αφορά στο 2024, συνολικά πάνω από τα δύο τρίτα (69%) των ανθρώπων που ζουν σε νοικοκυριά της ΕΕ έχουν το δικό τους σπίτι.

 

Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης καταγράφονται ωστόσο στη Ρουμανία -όπου το 96% του πληθυσμού ζει σε νοικοκυριό με δικό του σπίτι- στη Σλοβακία (94%), την Κροατία και την Ουγγαρία (91% αμφότερες).

 

Για την ακρίβεια, σε όλες τις χώρες της ΕΕ, πλην της Γερμανίας, τα ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικίας ξεπερνούν το 50%.

 

Αλλά ακόμη και εντός της γερμανικής επικράτειας υπάρχουν αντιθέσεις.

 

Ενώ είναι υψηλότερα τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στο νότο της από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα, οι αξίες των ακινήτων είναι ιδιαίτερα χαμηλότερες στην περιοχή του Ρουρ και στα ανατολικά.

 

Ένας από τους κύριους λόγους τόσο για αυτές τις διαφορές, όσο κυρίως για τη σταθερή πτώση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης στη Γερμανία -παρατηρεί το Ινστιτούτο Pestel- είναι η στρεβλή στεγαστική πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και το κλείσιμο της «κάνουλας» χρηματοδότησης στην αγορά κατοικίας.

 

Πολλά από τα προγράμματα επιδοτήσεων που έληξαν, αντικαταστάθηκαν από άλλα μη συγκρίσιμα.

 

Εκτιμάται ότι τέθηκαν σε εφαρμογή κυρίως για το… θεαθήναι.

 

Το αποτέλεσμα, επισημαίνεται στη μελέτη, είναι το 2023 να καταγραφεί αρνητικό ρεκόρ επιδοτήσεων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας.

 

Το θέμα έχει μοιραία βρεθεί στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου.

 

Όπως ωστόσο επεσήμανε και η πρόεδρος της ένωσης BDB, Καταρίνα Μέτζγκερ, τα γερμανικά κόμματα «πρέπει να δώσουν στους ανθρώπους ξανά την προοπτική να έχουν ένα δικό τους σπίτι, όχι μόνο ως προεκλογική υπόσχεση, αλλά ως απόφαση για το μελλοντικό κυβερνητικό έργο».

 

Ζήτημα προτεραιοτήτων

 

Τούτων λεχθέντων, οι ειδικοί καλούν τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις κάλπες του επόμενου μήνα να προχωρήσει σε μια επιθετική πολιτική για την ιδιοκατοίκηση.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, στη μελέτη του Ινστιτούτου Pestel επισημαίνονται τέσσερις βασικές προτεραιότητες, προκειμένου να αντιστραφεί η καταγραφόμενη πτωτική τάση στη Γερμανία.

 

Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη ασφάλεια και αξιοπιστία όσον αφορά τη στεγαστική πολιτική, «χωρίς εκπλήξεις, λόγω ad hoc απαιτήσεων περιβαλλοντικής προστασίας».

 

Η αβεβαιότητα είναι «δηλητήριο για την αγορά ακινήτων», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Ματίας Γκίντερ.

 

Πολλώ μάλλον εν μέσω οικονομικής κρίσης και κλίματος εργασιακής επισφάλειας.

 

Ως εκ τούτου, χρειάζεται αποτελεσματική υποστήριξη της κοινωνικής στέγης, έτσι ώστε τα πράγματα να πάνε ξανά προς την κατεύθυνση που ίσχυε «από την αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, όταν η προώθηση της ιδιοκτησίας κατοικίας ήταν ένα σημαντικό εργαλείο της στεγαστικής πολιτικής για δεκαετίες», εξηγεί ο Γκίντερ.

 

Κρίνεται συνεπώς απαραίτητη η κρατική πίστωση ως υποκατάστατο του ιδίου κεφαλαίου, μέσω χαμηλότοκων δανείων -«με σταθερό επιτόκιο περίπου στο 2%», σύμφωνα με το Ινστιτούτο Pestel.

 

Προτείνεται τέλος η κατάργηση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων στην αγορά πρώτης κατοικίας.

 

Ένα ουχί ευκαταφρόνητο βάρος στη Γερμανία, που κυμαίνεται από 3,5% στη Βαυαρία έως 6,5% στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, το Σλέσβιχ-Χολστάιν, το Βραδεμβούργο και το Σάαρλαντ.

 

Ο στόχος, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι να δοθεί η δυνατότητα σε 500.000 νοικοκυριά ετησίως να αγοράζουν πρώτη κατοικία για ιδία χρήση.

 

Αλλά ακόμη κι έτσι, επισημαίνεται, η Γερμανία θα συνεχίσει να είναι πολύ πίσω σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

 

Κακά τα ψέματα, τόνισε η Καταρίνα Μέτζγκερ.

 

«Χρειαζόμαστε περισσότερη κοινωνική στέγαση, πιο οικονομικά ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, αλλά και περισσότερη ιδιοκατοίκηση».

                              

Το shopping list της Κύπρου από τις ΗΠΑ με ελικόπτερα και πλωτά μέσα

 

Όπως τώρα έγραψε ο Βηματοδότης. Η Κύπρος ετοιμάζεται να υλοποιήσει την υπόσχεση που έδωσε προς αυτήν ο προηγούμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντενγια αμυντική συμφωνία κι έτσι, παρ’ ότι άλλαξε ο ένοικος του Λευκού Οίκου, ετοιμάζει την περιβόητη shopping list σε οπλικά συστήματα για να την αποστείλει στην Ουάσιγκτον.

 

Ένα οπλικό σύστημα που φαίνεται να καλοβλέπει η Λευκωσία, είναι η απόκτηση αμερικανικών ελικοπτέρων. Στο στόχαστρο βρίσκονται ελικόπτερα τα οποία χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιήθηκαν από την αμερικανική ακτοφυλακή.

 

Η κυπριακή κυβέρνηση θέλει παράλληλα να έχει στη διάθεσή της ελικόπτερα, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για σκοπούς πυρόσβεσης. Η Λευκωσία θα στοχεύει αρχικά σε συστήματα, τα οποία μπορεί να αποκτήσει δωρεάν ή με πολύ χαμηλό κόστος. Στην κατηγορία αυτή φαίνεται να βρίσκονται και συγκεκριμένοι τύποι ελικοπτέρων.

 

Παράλληλα, στη λίστα μπαίνουν και πλωτά μέσα ακτοφυλακής. Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε στο παρελθόν τις δύο κυβερνήσεις, χωρίς να έχει προχωρήσει προς υλοποίηση ένεκα (προφανώς) και του περιορισμού που έθετε το αμερικανικό εμπάργκο. Οι ΗΠΑ είχαν τότε εμφανιστεί διατεθειμένες να βοηθήσουν την Κύπρο στην απόκτηση πλωτών μέσων.

 

Με τα νέα δεδομένα αναμένεται ότι η όλη συζήτηση θα αναθερμανθεί.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum