Δεν ήταν μόνον οι έχοντες που εκμεταλλεύθηκαν
καταστάσεις και οι κυβερνήσεις της Νέας
Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που ενδιαφέρονταν
πρωτίστως για την παραμονή τους στην εξουσία και
όχι για την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας και την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ήταν και το
εργατικό κίνημα και οι συνδικαλιστές με τις
συνεχείς απαιτήσεις για αυξήσεις, οι οποίες δεν
αντανακλούσαν βελτίωση της παραγωγικότητας. Αλλά
και οι συνταξιούχοι, που επιβάρυναν υπερβολικά
το ασφαλιστικό σύστημα, με πιο προκλητική πτυχή
του προβλήματος την πρόωρη συνταξιοδότηση
κάποιων σε ηλικίες ακόμη και 35 ή 45 ετών, εις
βάρος των υπολοίπων. Ετσι, δημιουργήθηκε μια
τεράστια τρύπα, που απειλεί τις επόμενες γενιές.
Για να κλείσει χρειάζεται ανάπτυξη και αυτή δεν
έρχεται με υπερφορολόγηση. Σήμερα, η κυβέρνηση
επιχειρεί να αναδιανείμει την πίτα, πριν αυτή
αυξηθεί. Υπάρχουν αδικίες και επιβάλλεται σωστός
επιμερισμός των βαρών, ισορροπημένος. Η πολιτική
των υψηλών φόρων πνίγει την οικονομία, με ό,τι
αυτό συνεπάγεται και για τους μη έχοντες.
Αφορμή για τις παραπάνω επισημάνσεις αποτελεί η
δημοσίευση, στην Κυριακάτικη «Καθημερινή», των
στοιχείων που δείχνουν ότι το 19% των πολιτών
καταβάλλει το 83% των φόρων (σε σύνολο 8,8
εκατομμυρίων φυσικών προσώπων, τα 7,1
εκατομμύρια πληρώνουν από τίποτα έως και 100
ευρώ τον μήνα).
Ακόμη και αν στόχος είναι η κοινωνική δικαιοσύνη,
το τελικό αποτέλεσμα πλήττει τους μη έχοντες
διότι απλούστατα οι έχοντες και οι ικανοί είτε
θα φύγουν οι ίδιοι ή θα μεταφέρουν τις
επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στο
εξωτερικό, είτε δεν θα έχουν κίνητρο να παράγουν
πλούτο και άρα δεν θα προσλάβουν υπαλλήλους,
είτε θα φοροδιαφύγουν.
Γι’ αυτό απαιτείται μια λελογισμένη προσέγγιση,
που δεν θα πνίγει τη μεσαία τάξη, αλλά και δεν
θα διώχνει τους έχοντες, τις δύο κατηγορίες της
κοινωνίας που αποτελούν την ατμομηχανή της
οικονομίας. Αυτοί θα φέρουν την ανάπτυξη που θα
οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και βιώσιμη
αύξηση των δημοσίων εσόδων, όχι το κράτος.
Οπως ζητούν επίμονα εδώ και χρόνια οι θεσμοί,
χρειάζεται διεύρυνση, όχι συρρίκνωση της
φορολογικής βάσης.
Αθανάσιος Έλλις (Καθημερινή) |