Μπορεί, όμως, μία λάθος κίνηση ενός πολιτικού
ηγέτη σε αυτό το ζήτημα να του κοστίσει ακριβά.
Μην ξεχνάμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγκάσθηκε
να πει το περίφημο mea culpa όταν κατηγορήθηκε
ότι έβαλε το Κυπριακό στο ράφι στη συνάντησή του
με τον Τούρκο πρόεδρο Οζάλ στο Νταβός.
Στην περίπτωση των Σκοπίων, το συναίσθημα
επικράτησε τη δεκαετία του 1990 και παρέσυρε την
πολιτική ηγεσία του τόπου. Οχι ότι δεν
καταλάβαιναν πως ήταν λάθος. Κάθε άλλο. Στις
περίφημες συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών οι
φωνές του ρεαλισμού υπερτερούσαν, με πρωταρχικό
παράδειγμα την Αλέκα Παπαρήγα. Κανείς όμως δεν
ήθελε να αναλάβει το κόστος και να τον
κατηγορήσει κάποιος άλλος για μειοδοσία. Μου
είχε μείνει, μάλιστα, πάντοτε η απορία πώς
κατέληξε η ιστορική σύσκεψη στην ανακοίνωση που
ανέγνωσε ο Πέτρος Μολυβιάτης, η οποία τόνιζε ότι
η Ελλάδα δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο τη χρήση
του όρου «Μακεδονία». Οσοι γνωρίζουν τα
παρασκήνια την αποδίδουν στον Ανδρέα, ο οποίος
επέμενε στη μαξιμαλιστική αυτή θέση, που
μπλόκαρε επί χρόνια οιαδήποτε συμβιβαστική λύση.
Αυτά ανήκουν στην Ιστορία. Τώρα χρειάζεται
προσοχή. Ο ελληνικός λαός νιώθει κουρασμένος και
ταπεινωμένος. Η θεωρία ότι τα μνημόνια ήταν ένα
εργαλείο για να μας λυγίσουν στα εθνικά θέματα
είναι εξωφρενική, αλλά, ίσως επειδή είναι
εξωφρενική, είναι και πολύ δημοφιλής. Ο κ.
Τσίπρας ποτέ δεν θα επέλεγε να πάει κόντρα στο
ρεύμα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδέχεται
να αποδειχθεί υπεραισιόδοξος.
Ο κίνδυνος είναι σαφής. Αυτή η κρίση αναζητούσε
από καιρό έναν αυθεντικό λαϊκιστή, ίσως και
εθνικιστή, ηγέτη. Το ζήτημα των Σκοπίων μπορεί
εύκολα να προσφέρει την αφορμή και την πλατφόρμα
για να εμφανισθεί κάποιος που θα το
εκμεταλλευθεί και θα υπερκεράσει τα μεγάλα
κόμματα. Το παγκόσμιο περιβάλλον, όπως βλέπουμε
σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις ΗΠΑ και αλλού,
το ευνοεί. Ζούμε άλλωστε στην εποχή των τεράτων,
των άκρων, των θεωριών συνωμοσίας.
Αλέξης Παπαχελάς (Καθημερινή)
|