Οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο με φρέσκες και
ξεκούραστες μονάδες υπό τη διοίκηση του
στρατηγού Πέρσιγκ, οι οποίες έκαναν τη διαφορά
στο δυτικό μέτωπο και ανάγκασαν τη Γερμανία να
ζητήσει ανακωχή στις αρχές Νοεμβρίου του 1918.
Ετσι ισοφαρίστηκε η χωριστή ειρήνη με τη
Γερμανία που υπέγραψε η Σοβιετική Ρωσία στο
Μπεστ Λιτόφσκ τον Φεβρουάριο του 1918. Ως
αποφασιστικός παράγων έκβασης του πολέμου ο
Ουίλσον πρωταγωνίστησε στη διάσκεψη της ειρήνης
στο Παρίσι, το πρώτο εξάμηνο του 1919, όπου
επέβαλε την Κοινωνία των Εθνών ως θεσμό εγγύησης
και επιβολής της παγκόσμιας σταθερότητας. Τη
συνθήκη και συμμετοχή των ΗΠΑ στην ΚΤΕ απέρριψε
η Γερουσία το καλοκαίρι του 1920 και από τότε
μέχρι την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ
τον Δεκέμβριο του 1941 οι ΗΠΑ παλινδρόμησαν στον
απομονωτισμό.
Είχε προηγηθεί ως πρόβα τζενεράλε ο πόλεμος
ΗΠΑ-Ισπανίας, το 1898, με αφορμή την παραβίαση
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κούβα από την
ισπανική αποικιακή διοίκηση, μια ανέξοδη
επίδειξη πυγμής, με θύμα μια σε ακραίο βαθμό
παρηκμασμένη ευρωπαϊκή δύναμη. Το πρώτο βήμα
προβολής ισχύος των ΗΠΑ ήταν λίγο μετά το 1820
το Δόγμα Μονρόε -από το όνομα του τότε προέδρου-
που διακήρυττε ότι η αμερικανική ήπειρος είναι
ζώνη επιρροής της Ουάσιγκτον και απαγορευμένη
περιοχή στις παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων
της Ευρώπης.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, το βήμα της
αμερικανικής υπερδύναμης προβάλλει μετέωρο, στο
πλαίσιο μιας συνολικής κρίσης του πολιτικού
συστήματος της χώρας: Η Ουάσιγκτον προβάλλει να
παραπαίει μεταξύ ενός νεοαπομονωτισμού και ενός
μονομερούς παρεμβατισμού, χωρίς κανείς να μπορεί
με τα σημερινά δεδομένα να προβλέψει αν θα
παραταθεί η παντοδυναμία της που προέκυψε με το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή αν θα διαμορφωθεί ένα
μέτωπο δυσαρεστημένων, κυρίως από τις
αναδυόμενες ισχυρές οικονομίες, που θα επιβάλει
το πλαίσιο μιας μετααμερικανικής εποχής.
Γιώργος Καπόπουλος (Έθνος) |