Στην πράξη, όμως: «Περιορισμένη είναι η χρήση
των τερματικών για συναλλαγές με πιστωτικές ή
χρεωστικές κάρτες από τη συντριπτική πλειονότητα
των επαγγελματιών» («Κ» 28/7). Σύμφωνα με το
ρεπορτάζ, λοιπόν, τα στοιχεία από τις τράπεζες
δείχνουν ότι «μόλις ένας στους είκοσι δικηγόρους
και ένας στους τέσσερις γιατρούς, από αυτούς που
εγκατέστησαν τερματικά το τελευταίο τρίμηνο,
πραγματοποίησαν έστω μία συναλλαγή το
συγκεκριμένο διάστημα». Μεγάλος αριθμός
επαγγελματιών, «από τις κατηγορίες στις οποίες
εντοπίζεται υψηλή φοροδιαφυγή, τοποθέτησε POS
προκειμένου να είναι σύννομος και να αποφύγει το
πρόστιμο και όχι γιατί έχει διάθεση να το
χρησιμοποιήσει».
Κάπως σαν τα δύο πλυντήρια, δηλαδή. Αγοράζονται
για να εκσυγχρονιστεί το νοικοκυριό, αλλά η
σκάφη παραμένει πιο βολική λύση. Τα POS είναι
ένας πόλεμος που μαίνεται. Αφού δαιμονοποιήθηκαν,
αναλύθηκε διεξοδικά ποιοι κερδίζουν από την
τοποθέτησή τους και ποιοι χάνουν, γεννήθηκαν και
νέα αντάρτικα από όσους (κυρίως) επιθυμούν να
φοροδιαφεύγουν, οι περισσότεροι υποχώρησαν στο
τέλος, υπό την απειλή του προστίμου, και
αναγκάζονται να τα αποκτήσουν. Oμως μόλις
νομίζει κανείς ότι κλείνει ένα πεδίο
παραβατικότητας, πριν η ανακούφιση κάνει την
εμφάνισή της στο προσκήνιο, ανοίγει το επόμενο
ρήγμα: χαμηλά τα ποσοστά χρήσης από
επαγγελματικές ομάδες (εντελώς) απρόθυμες να
κόβουν αποδείξεις. Δεν αποκλείεται δε να
παρατηρείται και το εξής παράδοξο: γιατροί,
δικηγόροι, υδραυλικοί, οδηγοί ταξί κ.ο.κ., να
απαιτούν να πληρώνουν με POS όταν πηγαίνουν σε
ένα εστιατόριο, για παράδειγμα, αλλά οι ίδιοι να
θεωρούν εντελώς άδικο να το χρησιμοποιούν στις
δικές τους επαγγελματικές συναλλαγές.
Συμπέρασμα: Τα μέτρα οφείλουν να εφαρμόζονται,
αρκεί να μη μας συμπεριλαμβάνουν! Φροντίζει και
η κυβέρνηση με την υπερφορολόγηση να επιτίθεται
στις εστίες νομιμότητας, όσες έχουν απομείνει
στη χώρα, τροφοδοτώντας με επιχειρήματα την
παραβατικότητα, αλλά ο πόλεμος στα POS είναι
δομικός, συνυφασμένος με τον ελληνικό
αντισυστημισμό, την κοινωνική υποκρισία και τη
λατρεία των εξαιρέσεων. Oλοι κατακρίνουν δημόσια
την αρπαχτή, αλλά πόσοι αντιστέκονται στις
ιδιωτικές περιπτύξεις;
Μαρία Κατσουνάκη (Καθημερινή)
|