Όπως σχολιάζει η
Καθημερινή, μετά την
έκδοση 5ετούς ομολόγου
το καλοκαίρι του 2017
και 7ετούς τον
Φεβρουάριο του τρέχοντος
έτους, το οικονομικό
επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ
έχουν πέσει σε... τοίχο
σε ό,τι αφορά το
εγχείρημα μιας τρίτης
έκδοσης. Οι αναταραχές
στις διεθνείς αγορές και
ειδικά σε Ιταλία και
Τουρκία, καθώς και οι
εγχώριες προκλήσεις,
έχουν κρατήσει τους
επενδυτές σε απόσταση
από τα ελληνικά
περιουσιακά στοιχεία.
Ενδεικτικό του αρνητικού
κλίματος που υπάρχει
αυτή τη στιγμή είναι ότι
οι ξένοι επενδυτές είναι
πωλητές και στα έντοκα
γραμμάτια, ενώ δεν
συμμετέχουν σε νέες
εκδόσεις, υποχρεώνοντας
έτσι τις ελληνικές
τράπεζες να απορροφήσουν
αυτό το «πλεόνασμα»
τίτλων, με αποτέλεσμα να
πλησιάζουν τα όρια που
έχουν θέσει οι εποπτικές
αρχές για τη διακράτηση
εντόκων.
Ανεξάρτητα από τους
λόγους, το γεγονός
παραμένει πως η Ελλάδα
είναι στην ουσία εκτός
αγορών εδώ και οκτώ
μήνες και –λαμβάνοντας
υπόψη τη σχετική αναφορά
στο σχέδιο του
προϋπολογισμού– δεν έχει
προγραμματιστεί κάποια
νέα έκδοση για φέτος,
ενώ έως τον Δεκέμβριο
αναμένεται το πρόγραμμα
εκδόσεων του 2019.
Σύμφωνα με πληροφορίες,
το επόμενο έτος η Ελλάδα
προγραμματίζει να
αντλήσει από τις αγορές
περίπου 7 δισ. ευρώ,
προσβλέποντας παράλληλα
και σε επιστροφές κερδών
ύψους 1,8 δισ. ευρώ από
τις θέσεις της ΕΚΤ και
των ευρωπαϊκών κεντρικών
τραπεζών στα ελληνικά
ομόλογα (SMPs και ANFAs).
Αν και η έκδοση ενός
10ετούς ομολόγου –την
οποία και προτιμούν
αμερικανικά funds καθώς
αναζητούν υψηλές
αποδόσεις– αποτελεί τον
«μεγάλο στόχο» και το
μεγάλο «σήμα» επιστροφής
στην κανονικότητα, καθώς
και κάτι που σύμφωνα με
τις δηλώσεις του
υποδιοικητή της Τράπεζας
της Ελλάδος Ιωάννη
Μουρμούρα «είναι θέμα
χρόνου», ωστόσο ένα
ομόλογο μικρότερης
διάρκειας, όπως ένα
5ετές ή 3ετές, θεωρείται
πιο εφικτό να προηγηθεί.
Οπως χαρακτηριστικά
σημειώνουν στην «Κ»
τραπεζικές πήγες, η
Ελλάδα είναι «No man’s
land» αυτή τη στιγμή και
δεν μπορεί να προχωρήσει
σε μεγάλες εκδόσεις.
Η «στρατηγική» του ΟΔΔΗΧ
βασίζεται στο σκεπτικό
ότι τα 34 δισ. ευρώ που
έχουν συγκεντρωθεί από
τα ταμειακά διαθέσιμα
της χώρας, και από το «μαξιλάρι»
που συμφωνήθηκε στο
Eurogroup του Ιουνίου,
είναι αρκετά για να
επιτρέψουν στην Ελλάδα
να μη διακινδυνεύσει
κάποια έξοδο στις αγορές
με ακριβό τίμημα. Οπως
δήλωσε και ο Ευκλείδης
Τσακαλώτος πριν από
μερικές ημέρες, η
κυβέρνηση θα περιμένει
να καταλαγιάσει η
αναστάτωση στην αγορά
που έχει προκληθεί από
την Ιταλία και την
Τουρκία πριν κάνει
οποιαδήποτε κίνηση.
Ωστόσο, σύμφωνα με
πληροφορίες, ο ΟΔΔΗΧ
είναι έτοιμος να
προχωρήσει σε μια έκδοση
εάν προκύψει κάποια
ευκαιρία, ενώ στις
προτεραιότητες που έχει
θέσει ο υπουργός των
Οικονομικών είναι η
αποπληρωμή νωρίτερα των
δανείων του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου και
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας. Αξίζει να
σημειώσουμε πως η
κυβέρνηση επιδιώκει την
αγορά 5 δισ. ευρώ από το
σύνολο των περίπου 10
δισ. ευρώ του χρέους
προς το Ταμείο, τα οποία
επιβαρύνονται με
επιτόκιο 4,9%. Αν και
μπορεί να χρησιμοποιηθεί
το «μαξιλάρι» διαθεσίμων
για αυτό τον σκοπό,
ωστόσο δεν μπορεί να
αποκλειστεί –αν και
εφόσον το επιτρέψει το
διεθνές κλίμα και ειδικά
η κατάσταση στην Ιταλία–
η έκδοση ενός ομολόγου
μικρής διάρκειας, όπως
ένα 5ετές ομόλογο με
στόχο επιτόκιο κάτω από
το 3,5%. Ετσι θα
αντληθεί ένα μέρος από
τις αγορές και θα
χρησιμοποιηθεί ένα μέρος
από τα διαθέσιμα για την
πληρωμή των 5 δισ. ευρώ
προς το ΔΝΤ.
Σύμφωνα με την
Καθημερινή, οι
διαχειριστές κεφαλαίων
θεωρούν ότι η Ελλάδα θα
μπορέσει, μόλις το
επιτρέψει το κλίμα στις
αγορές, να προχωρήσει σε
μια νέα έκδοση
βραχυπρόθεσμου τίτλου.
«Η έκδοση ενός ομολόγου
μικρής διάρκειας είναι
εφικτή για την Ελλάδα
κάποια στιγμή το επόμενο
διάστημα, ωστόσο όχι
ακόμη, καθώς οι συνθήκες
της αγοράς δεν είναι
ευνοϊκές, με τα ιταλικά
spreads να ξεπερνούν τις
330 μονάδες βάσης», όπως
σημειώνει στην «Κ» ο
Αλμπέρτο Γκάλο,
διαχειριστής κεφαλαίων
στην Algebris. Ανάλογες
είναι και οι εκτιμήσεις
του Γενς Πίτερ Σόρενσεν,
επικεφαλής αναλυτή της
Danske Bank, ο οποίος
προσθέτει μιλώντας στην
«Κ» πως η έκδοση ενός
3ετούς ομολόγου θα είχε
περισσότερο νόημα, καθώς
δεν υπάρχουν αποπληρωμές
ομολόγων το 2021, ή
εναλλακτικά ενός 5ετούς
(«αλλά μπορεί να είναι
ακριβή μια τέτοια έκδοση»).
Οι αποδόσεις των
ελληνικών ομολόγων έχουν
αυξηθεί λιγότερο από τις
ιταλικές αποδόσεις,
γεγονός που αντανακλά το
ότι η ελληνική κυβέρνηση
«συμπεριφέρεται πολύ
καλύτερα» στα μάτια των
επενδυτών από τη νέα
ιταλική κυβέρνηση, κάτι
που δείχνει ότι η ζήτηση
για ένα νέο ελληνικό
βραχυπρόθεσμο ομόλογο «τη
σωστή στιγμή και στη
σωστή τιμή» θα είναι
αρκετά ισχυρή, σημειώνει
στην «Κ» ο Ολιβερ Αντλερ,
επικεφαλής οικονομολόγος
της Credit Suisse.
Μια άλλη εναλλακτική,
για να ανακτήσει τη
χαμένη επαφή με τις
αγορές η ελληνική
κυβέρνηση, είναι να
στραφεί στην έκδοση
ομολόγου με «στήριγμα»
τις ελληνικές τράπεζες.
Το τελευταίο διάστημα
γίνονται προσπάθειες από
την ελληνική πλευρά να
πειστεί η ΕΚΤ να
χαλαρώσει τα όρια που
έχει επιβάλει από το
2015 για τις θέσεις που
πρέπει να διατηρούν οι
εγχώριες συστημικές
τράπεζες στα ελληνικά
ομόλογα, με τον Αλέξη
Τσίπρα να το θέτει στη
συνάντηση που είχε με
τον Μάριο Ντράγκι στις
Βρυξέλλες και τον
Ευκλείδη Τσακαλώτο να
αναφέρει σε επενδυτές
και ξένους αξιωματούχους
κατά τη σύνοδο του ΔΝΤ
στο Μπαλί πως, δεδομένου
ότι η χώρα είναι εκτός
QΕ, το να επιτραπεί στις
τράπεζες να αγοράσουν
περισσότερα ελληνικά
ομόλογα είναι λογικό.
Οι ελληνικές τράπεζες θα
μπορούσαν έτσι να
ενισχύσουν τα έσοδα από
τόκους, καθώς θα μπορούν
να αγοράσουν μια έκδοση
με απόδοση κοντά στο
3,5% και στη συνέχεια να
μετατρέψουν τις θέσεις
αυτές σε repos τα οποία
έχουν επιτόκιο κάτω της
μονάδας, κερδίζοντας
έτσι από τη διαφορά
επιτοκίου. Οι τράπεζες,
οι οποίες έχουν σχεδόν
εξαντλήσει τα όρια που
έχει θέσει η ΕΚΤ, είναι
θετικές σε αυτό, τη
στιγμή που, λόγω του
σημαντικού περιορισμού
των θέσεων των ξένων
επενδυτών στα ελληνικά
έντοκα γραμμάτια,
πλησιάζουν επίσης στα
όρια αγορών αυτών των
τίτλων τα οποία έχει
θέσει ο SSM. |