Εχθές, η Morgan Stanley
-μία άλλοτε «bull» για
την εταιρεία του Elon
Musk- προχώρησε στην πιο
απαισιόδοξη πρόβλεψη για
τη μετοχή της Tesla, με
την αμερικανική τράπεζα
να μειώνει δραματική την
τιμή-στόχο για το «πιο
δυσμενές σενάριο», σε
μόλις 10 (!) από 97
δολάρια.
Η Morgan Stanley
επικαλείται μεταξύ άλλων
το αυξημένο χρέος και τη
γεωπολιτική έκθεση της
εταιρείας.
«Το προς τα κάτω
αναθεωρημένο αρνητικό
σενάριο υποθέτει ότι η
Tesla δεν ανταποκρίνεται
στις προβλέψεις μας για
τις πωλήσεις στην Κίνα
σχεδόν κατά το ήμισυ,
εξαιτίας των συνθηκών
εμπορικής μεταβλητότητας
στην περιοχή και
ειδικότερα στους τομείς
τεχνολογίας, όπου
πιστεύουμε ότι υπάρχει
υψηλός και εντεινόμενος
κίνδυνος προσοχής από
την κυβέρνηση και τις
ρυθμιστικές αρχές»,
αναφέρουν οι αναλυτές
της Morgan Stanley,
μεταξύ των οποίων ο Adam
Jonas.
Σύμφωνα
πάντα με το
Bloomberg.
η
Morgan Stanley αναμένει
ότι η Tesla θα πωλήσει
κατά μέσο όρο 165.000
οχήματα στην Κίνα
ετησίως στο διάστημα
μεταξύ 2020 και 2024,
γεγονός που οδηγεί σε
έκθεση περίπου 9 δισ.
δολαρίων ετησίως εάν το
προϊόν αξίζει 55.000
δολάρια.
Ωστόσο, στο δυσμενές
σενάριο προβλέπεται ότι
η Tesla χάνει έσοδα με
συρρίκνωση των
περιθωρίων κέρδους και
απώλειες 16,4 δισεκ.
δολαρίων.
Η Tesla επέστρεψε στις
ζημίες το πρώτο τρίμηνο
του 2019, έπειτα από δύο
συνεχόμενα -αναπάντεχα-
τρίμηνα, με το ποσό να
διαμορφώνεται σε 702
εκατ. ευρώ.
Οι απώλειες ήταν
υψηλότερες σε σύγκριση
με τις εκτιμήσεις των
αναλυτών.
Σε όρους EBITDA, οι
ζημίες ανήλθαν σε 494
εκατ. δολάρια.
Οι απώλειες-μαμούθ
οφείλονται κατά πολύ
στις μειωμένες
παραδόσεις οχημάτων και
τις συνεχείς αλλαγές στο
κόστος και τις τιμές των
αυτοκινήτων της
αμερικανικής εταιρείας.
Tα έσοδα για την ίδια
χρονική περίοδο ανήλθαν
σε 4,5 δισεκ. δολάρια,
έναντι 3,4 δισεκ. το
αντίστοιχο χρονικό
διάστημα του περασμένου
έτους.
Μιλώντας με τους
επενδυτές, ο κ. Musk
εξέφρασε μεταξύ άλλων το
όραμά του για μία Tesla
των 500 δισεκ. δολαρίων
χρηματιστηριακής αξίας.
Νωρίτερα αυτό τον μήνα,
ο Elon Musk είχε
προειδοποιήσει ότι
αναμένεται τα κέρδη του
πρώτου τριμήνου να
επηρεαστούν αρνητικά από
τους χαμηλότερους
ρυθμούς παράδοσης και
από διάφορες προσαρμογές
που έγινα σε πολλαπλά
επίπεδα τιμών,
επισημαίνεται.
|