Αυτήν τη φορά ο… πόλεµος
επικεντρώνεται µεταξύ
των αναδιανεµητικών και
κεφαλαιοποιητικών µοντέλων,
ενώ η µητέρα των µαχών
αναµένεται να δοθεί για
ένα µεικτό σύστηµα µε
αναβαθµισµένο τον ρόλο
του ιδιωτικού τοµέα στον
δεύτερο πυλώνα.
Σύμφωνα με το Έθνος, μπροστά
σε αυτό το ενδεχόµενο,
οι «σοφοί» του Ασφαλιστικού ακονίζουν
τα επιχειρήµατά τους.
Από τη µια πλευρά, οι
υπέρµαχοι των
αναδιανεµητικών
συστηµάτων και της
δηµόσιας υποχρεωτικής
επικουρικής ασφάλισης
κατακεραυνώνουν τη µετάβαση
σε ένα κεφαλαιοποιητικό
µοντέλο µε εµπλοκή του
ιδιωτικού τοµέα,
υποστηρίζοντας πως
απαιτείται µεγάλο κόστος
µετάβασης µε το οποίο
κάποιος θα πρέπει στο
τέλος να επιβαρυνθεί. Η
ίδια πλευρά κάνει λόγο
για «σύγχυση της
κοινωνικής ασφάλισης µε
την αποταµίευση» και
υπενθυµίζει τα φαινόµενα
κατάρρευσης της
οικονοµικής κρίσης του
2008, επισηµαίνοντας πως
τα κεφαλαιοποιητικά
συστήµατα, ιδίως στο µεικτό
µοντέλο εµπλοκής και του
ιδιωτικού τοµέα, ενέχουν
υψηλό επίπεδο ρίσκου για
τους ασφαλισµένους που
φέρουν τον κίνδυνο
αξιοποίησης του
κεφαλαίου των εισφορών
τους, όπως επίσης και
για τον κρατικό
προϋπολογισµό.
Οι περισσότερες χώρες
Στην αντίπερα όχθη, οι
υπέρµαχοι των
κεφαλαιοποιητικών
συστηµάτων δείχνουν την
πλειονότητα, όπως λένε,
των χωρών του
ανεπτυγµένου κόσµου όπου
λειτουργούν τέτοια
συστήµατα συµπληρωµατικά
στα διανεµητικά, µε
κυρίαρχο στόχο να
επιµερίζεται ο κίνδυνος
µεταξύ του δηµόσιου και
του ιδιωτικού τοµέα. Οι
χώρες που έχουν κάνει
τέτοιες µεταρρυθµίσεις,
υποστηρίζει η ίδια
πλευρά, κατοχύρωσαν τη
βιωσιµότητα των εθνικών
συστηµάτων συντάξεων και
διασφάλισαν ότι το
ασφαλιστικό δεν θα
υπονοµεύει την
απασχόληση, την
ανταγωνιστικότητα και το
δηµόσιο χρέος.
Αντίθετα στην Ελλάδα,
συνεχίζει η ίδια «σχολή»,
οι κίνδυνοι επιβάρυναν
τον κρατικό
προϋπολογισµό, µε
αποτέλεσµα την
κατάρρευση του κρατικού
συστήµατος, γεγονός που
συνέβαλε στην πτώχευση
της χώρας. Σε κάθε
περίπτωση, η εξίσωση δεν
ήταν και δεν είναι
εύκολη, καθώς ο γρίφος
του ασφαλιστικού που
ταλανίζει την Ευρώπη
είναι πολυπαραγοντικός.
Βασικά επίδικα είναι η
επάρκεια των παροχών και
η βιωσιµότητα των
συστηµάτων, ενώ δεν
είναι τυχαίο ότι η
συνταξιοδοτική δαπάνη
βαίνει διαρκώς µειούµενη
ως ποσοστό του ΑΕΠ σε
όλη την Ευρώπη.
Η συνταξιοδοτική δαπάνη
βαίνει διαρκώς µειούµενη
ως ποσοστό του ΑΕΠ σε
όλη την Ευρώπη
Στο σύστηµα που
εφαρµόζεται η κύρια
παροχή χτίζεται από την
εθνική σύνταξη των 384
ευρώ, αλλά και από το
ανταποδοτικό τµήµα που
εξαρτάται από τις
εισφορές και τον
ασφαλιστικό βίο του
εργαζόµενου. Το σύστηµα
αποδίδει 15,87%
αναπλήρωση στην
ανταποδοτική για 20 έτη
ασφάλισης, 26,37% για 30
έτη, ενώ φτάνει στο
46,80% για 42 έτη
ασφάλισης.
Ειδικοί έχουν κατά
καιρούς επισηµάνει την
υποανταποδοτικότητα των
µεσαίων και ανώτερων
συντάξεων, αλλά και τη
σηµαντική
ανταποδοτικότητα στις
χαµηλές συντάξεις. Στην
επικουρική εφαρµόζεται
σύστηµα νοητής
κεφαλαιοποίησης και η
αναπλήρωση κυµαίνεται
στο 0,45% ετησίως. Το
ποσό διαµορφώνεται µε
βάση τα δηµογραφικά
δεδοµένα (πίνακες
θνησιµότητας) και ένα «πλασµατικό
ποσοστό επιστροφής» που
εφαρµόζεται στις
καταβληθείσες εισφορές.
Η ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ
είναι υποχρεωτική για
τους µισθωτούς, αλλά και
για όσους µη µισθωτούς
είχαν υποχρέωση. Η µέση
κύρια σύνταξη κυµαίνεται
στα 724 ευρώ και η µέση
επικουρική στα 172 ευρώ
(συνολικά 896 ευρώ). Το
2070 υπολογίζεται πως τα
αντίστοιχα ποσά
διαµορφώνονται σε
σταθερές τιµές (σε
σηµερινές συγκρίσιµες
τιµές): σε 895 ευρώ για
την κύρια και 272 για
την επικουρική (συνολικά
1.167 ευρώ).
Οσον αφορά στο ποσοστό
αναπλήρωσης εισοδήµατος
κατά τη συνταξιοδότηση,
αυτό θα κυµαίνεται στο
66,5% το 2020 – αρκετά
πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσο
όρο (46,3%) µε προοπτική
να φτάσει το 2070 στο
53,7%, ποσοστό που
εκτιµάται πως θα είναι
τότε το τρίτο υψηλότερο
στην ΕΕ µετά το
Λουξεµβούργο και την
Πολωνία (38,1% ο µ.ο.
της ΕΕ το 2070).
Ταυτόχρονα, η
συνταξιοδοτική δαπάνη µειώνεται
σταδιακά, ώστε να φτάσει
στο 10,6% του ΑΕΠ το
2070, δηλαδή κάτω από
τον µέσο όρο της ΕΕ.
«Αγκάθι» το δηµογραφικό
Βασικό πρόβληµα
παραµένει το δηµογραφικό,
καθώς, σύµφωνα µε τις
αντίστοιχες προβολές (γήρανση
και υπογεννητικότητα),
διαφαίνεται µείωση του
πληθυσµού κατά 3,09 εκατ.
άτοµα έως το 2070 (από
10,75 εκατ. άτοµα το
2016 σε 7,66 εκατ. άτοµα
το 2070). Η δηµογραφική
γήρανση είναι, άλλωστε,
βασικό επιχείρηµα για
τους υπέρµαχους των
κεφαλαιοποιητικών
συστηµάτων. Οι σηµερινές
ρήτρες ασφαλείας, πάντως,
προβλέπουν ανά τριετία
αναλογιστικές µελέτες
που επικυρώνονται από
την ΕΕ για «διόρθωση»,
εφόσον χρειάζεται, της
συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Πρόσφατες εκθέσεις της
ΕΕ, ωστόσο, αποφαίνονται
ότι η Ελλάδα
αντιµετωπίζει µε τη µεταρρύθµιση
του 2016 τις επιπτώσεις
της γήρανσης,
εξασφαλίζει τη
βιωσιµότητα του
συστήµατος και την
επάρκεια των συντάξεων.
|