|
|
|
Περίληψη:
Παρά την πρόοδο που
σημειώθηκε στον τομέα
της τεχνολογίας της
Κίνας, υποστηρίζουν
κάποια μέλη της
κινεζικής ελίτ, η
βασισμένη στο κράτος
προσέγγισή της και ο
αυστηρότερος πολιτικός
έλεγχος έχουν προκαλέσει
γραφειοκρατική
αρτηριοσκλήρυνση,
σπατάλη και
αναποτελεσματική
διαχείριση.
|
|
|
|
|
|
----------------------
Δεν ήταν πολύ καλές
αυτές οι πρόσφατες
εβδομάδες για την Huawei,
τον κινεζικό
τηλεπικοινωνιακό γίγαντα
και μια από τις
τεχνολογικές εταιρίες «εθνικές
πρωταθλήτριες» του
Πεκίνου. Την 1η
Δεκεμβρίου, οι καναδικές
Αρχές στο Βανκούβερ
συνέλαβαν την οικονομική
διευθύντρια της
εταιρείας, Meng Wanzhou,
με εντολή των Ηνωμένων
Πολιτειών. Στις 11
Ιανουαρίου, μεταδόθηκε η
είδηση ότι Πολωνοί
αξιωματούχοι είχαν
συλλάβει [1] έναν
υπάλληλο της Huawei με
κατηγορίες περί
κατασκοπείας. Στις 28
Ιανουαρίου, το Υπουργείο
Δικαιοσύνης των ΗΠΑ
αποκάλυψε κατηγορητήριο
εναντίον της εταιρείας
ότι συστηματικά
παραβίασε τις κυρώσεις
των ΗΠΑ εναντίον του
Ιράν και κλέβει εμπορικά
μυστικά από τον εμπορικό
εταίρο της στις ΗΠΑ, την
T-Mobile.
Μια γυναίκα έξω από ένα
κατάστημα της Huawei στο
Πεκίνο, τον Δεκέμβριο
του 2018. THOMAS
PETER/REUTERS
----------------------------------------------------------------
Η σύλληψη της Meng ήρθε
ακριβώς την ώρα που η
Ουάσινγκτον και το
Πεκίνο έφταναν σε μια
εκεχειρία 90 ημερών για
να σταματήσουν την
πρόσφατη κλιμάκωση των
δασμών τους ενώ οι
εμπορικές συνομιλίες
συνεχίζονταν. Αυτή η
συγκυρία –και η πρόταση
του προέδρου των ΗΠΑ,
Donald Trump, ότι θα
μπορούσε να
χρησιμοποιήσει τη Meng
ως διαπραγματευτικό
χαρτί στις
διαπραγματεύσεις-
προκάλεσε μια κατακραυγή
από τους Κινέζους
αξιωματούχους, οι οποίοι
απεικόνισαν την σύλληψή
της ως ένα κυνικό
παιχνίδι ισχύος. Η
ανταπόκριση από το
Πεκίνο ήταν γρήγορη:
Σχεδόν αμέσως μετά την
σύλληψη της Meng στο
Βανκούβερ, η Κίνα
συνέλαβε δύο Καναδούς,
μια ενέργεια που
θεωρήθηκε ευρέως ως
μέτρο αντιποίνων. Λίγες
εβδομάδες αργότερα, ένας
τρίτος Καναδός
καταδικάστηκε [2] σε
θάνατο για λαθρεμπόριο
ναρκωτικών με μια
επιθετική δικαστική
διαδικασία που
διατάχθηκε λίγο μετά την
σύλληψη της Meng.
Παρά τα απερίσκεπτα
tweets του Trump, είναι
εξαιρετικά απίθανο η
σύλληψη της Meng να ήταν
συγχρονισμένη για να
δώσει στην Ουάσιγκτον
πρόσθετη ισχύ έναντι του
Πεκίνου. Συνελήφθη με
κατηγορίες απάτης που
σχετίζονται με
παραβιάσεις κυρώσεων και
η αμερικανική ποινική
έρευνα για την Huawei
άρχισε [3] πολύ πριν από
τον τρέχοντα γύρο
εμπορικών συνομιλιών
μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η
Meng δεν είναι όμηρος˙ η
κράτησή της ήταν νόμιμη
πράξη επιβολής του νόμου.
Υπάρχει, ωστόσο, μια
λιγότερο διαδραστική και
πιο θεμελιώδης σχέση
μεταξύ του αυξημένου
ελέγχου της Huawei και
του εμπορικού πολέμου
της Ουάσιγκτον κατά του
Πεκίνου: Και τα δύο
προέρχονται από τις
αυξανόμενες εντάσεις και
την δυσπιστία μεταξύ των
Δυτικών κρατών και της
Κίνας σε θέματα
τεχνολογίας, οικονομικής
πολιτικής και εθνικής
ασφάλειας. Αμφότερα
προκλήθηκαν, εν μέρει,
από τον φόβο ότι η λαβή
του Κινεζικού
Κομμουνιστικού Κόμματος
στον ιδιωτικό τομέα της
χώρας σημαίνει ότι οι
κινεζικές εταιρείες δεν
μπορούν πραγματικά να
είναι ανεξάρτητες από το
κινεζικό κράτος.
ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΗΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ
Καθώς προχωρούν τα big
data και τεχνητή
νοημοσύνη (artificial
intelligence, ΑΙ), η
παγκόσμια οικονομία
αναμένεται να στηριχθεί
όλο και περισσότερο στα
δίκτυα κινητής
τηλεπικοινωνίας πέμπτης
γενιάς (5G) [4], τα
οποία επιτρέπουν μεγάλες
ροές δεδομένων μεταξύ
μηχανών
(machine-to-machine) σε
εξαιρετικά γρήγορες
(ultra-fast) ταχύτητες.
Ως ο μεγαλύτερος
παραγωγός του
τηλεπικοινωνιακού
εξοπλισμού στον κόσμο
που απαιτείται για την
λειτουργία τέτοιων
δικτύων, η Huawei είναι
ένας κολοσσιαίος παίκτης
στον παγκόσμιο αγώνα για
την κυριαρχία στην 5G.
Στα τέλη του 2018, η
εταιρεία κατείχε το 28%
[5] της παγκόσμιας
αγοράς τηλεπικοινωνιακού
εξοπλισμού και είχε
υπογράψει περισσότερες
από 25 συμβάσεις σε όλο
τον κόσμο για να
αναπτύξει τον εξοπλισμό
της στα δίκτυα 5G του
μέλλοντος.
Αλλά ακόμα και πριν την
σύλληψη της CFO (επικεφαλής
των οικονομικών
υπηρεσιών, chief
financial officer) της
Huawei τον Δεκέμβριο, η
παγκόσμια επέκταση της
εταιρείας είχε
αντιμετωπίσει εμπόδια. Η
Επιτροπή Πληροφοριών της
Βουλής των Αντιπροσώπων
των ΗΠΑ εξέδωσε ήδη μια
έκθεση προειδοποιώντας
[6] ότι η Huawei θα
μπορούσε να εγκαταστήσει
«κακόβουλα εμφυτεύματα»
σε κρίσιμη δικτυακή
υποδομή, πιθανώς
ανοίγοντας μια
κερκόπορτα για την
κυβέρνηση της Κίνας ώστε
να διεξάγει
κυβερνοκατασκοπεία και
κυβερνοεπιθέσεις.
Τέτοιες ανησυχίες είναι
ακόμη μεγαλύτερες στην
περίπτωση των δικτύων 5G
που θα μπορούσαν να
υποστηρίξουν τα πάντα,
από τα έξυπνα ηλεκτρικά
δίκτυα μέχρι τα αυτόνομα
οχήματα -για να μην
αναφέρουμε τα εμπορικά
δίκτυα στα οποία
εξαρτώνται οι
στρατιωτικές
επικοινωνίες και η
επιμελητεία (logistics)
των ΗΠΑ
Κατά το παρελθόν έτος, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε
να αποστασιοποιείται.
Τον Φεβρουάριο του 2018,
αξιωματούχοι των
μυστικών υπηρεσιών των
ΗΠΑ προειδοποίησαν τους
Αμερικανούς να μην
αγοράζουν τηλέφωνα
Huawei και τον Απρίλιο
το Πεντάγωνο απαγόρευσε
την πώληση smartphones
της Huawei σε
στρατιωτικές βάσεις των
ΗΠΑ. Τον Αύγουστο, ο
Trump υπέγραψε
νομοσχέδιο που
περιορίζει την χρήση
τεχνολογίας της Huawei
και μιας άλλης κινεζικής
τεχνολογικής εταιρίας,
της ZTE, από την
κυβέρνηση. Τώρα η
διοίκηση Trump μελετά
[7] μια εκτελεστική
εντολή που θα εμπόδιζε
όλες τις εταιρείες των
ΗΠΑ να χρησιμοποιούν
εξοπλισμό Huawei ή ZTE.
Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ
έχουν κάνει αυτή την
καμπάνια [8] παγκόσμια
και αυτό κερδίζει
ακροατήριο. Τον
περασμένο Αύγουστο, η
Αυστραλία απαγόρευσε
στην Huawei να
προμηθεύσει εξοπλισμό
5G. Η Νέα Ζηλανδία
ακολούθησε το παράδειγμά
της τον Νοέμβριο. Έναν
μήνα αργότερα, η
ιαπωνική κυβέρνηση
απαγόρευσε
αποτελεσματικά [9] τον
εξοπλισμό της Huawei από
κυβερνητικές συμβάσεις
και οι κύριες εταιρείες
τηλεπικοινωνιών της
χώρας ανακοίνωσαν ότι θα
κάνουν το ίδιο. Ο
Καναδάς, η Νορβηγία και
το Ηνωμένο Βασίλειο
διεξάγουν τώρα
αναθεωρήσεις ασφαλείας
για την τεχνολογία 5G
της Huawei και η γαλλική,
η γερμανική και η
πολωνική κυβέρνηση
εξετάζουν [να προβούν σε]
δικές τους απαγορεύσεις.
Ήδη, μεγάλες Δυτικές
τηλεπικοινωνίες όπως ο
βρετανικός γίγαντας BT
και ο γαλλικός ομόλογός
του, Orange, ανακοίνωσαν
σχέδια να περιορίσουν ή
να αποκλείσουν την
Huawei από τα δίκτυα 5G.
Είναι ασυνήθιστο για τα
Δυτικά κράτη να
ακολουθούν κατά πόδας με
τον τρόπο αυτό, ιδίως
όσον αφορά την Κίνα.
Πριν από λίγα χρόνια, οι
σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι
οποίοι τώρα συντάσσονται
για να ερευνήσουν τη
μεγαλύτερη εταιρεία
τεχνολογίας της Κίνας,
αγνόησαν τα επιχειρήματα
της Ουάσιγκτον για να
μην ενταχθούν στην
κινεζική Τράπεζα
Ασιατικών Επενδύσεων
Υποδομών (Asian
Infrastructure
Investment Bank, ΑΙΙΒ).
Η σημερινή επίδειξη
ενότητας είναι ακόμη πιο
εντυπωσιακή δεδομένου
ότι δεν υπάρχει κάποια
απόδειξη που να
ενοχοποιεί την Huawei -κανένα
δημόσιο αποδεικτικό
στοιχείο που να
αποδεικνύει, ας πούμε,
ότι η εταιρεία νοθεύει
το υλικό της ή
κατασκοπεύει για
λογαριασμό της κινεζικής
κυβέρνησης. Βεβαίως, η
Huawei έχει συνδεθεί
προηγουμένως [10] με την
κλοπή πνευματικής
ιδιοκτησίας από την
Cisco και τουλάχιστον με
μια περίπτωση δεδομένων
που τέθηκαν σε κίνδυνο
[11] τα οποία αφορούσαν
την έδρα της Αφρικανικής
Ένωσης στην Αιθιοπία. Οι
πιο πρόσφατες κατηγορίες
από το αμερικανικό
Υπουργείο Δικαιοσύνης
ζωγραφίζουν την εικόνα
μιας εταιρείας που
σκόπιμα αψήφησε τον νόμο
περί κυρώσεων και έκλεψε
τεχνολογία από τους
επιχειρηματικούς
εταίρους της. Αλλά οι
Δυτικές κυβερνήσεις δεν
έχουν ακόμη παρουσιάσει
λεπτομερείς δημόσιες
αποδείξεις ότι η Huawei
πράγματι κατασκοπεύει
υπέρ της Κίνας, και η
εταιρεία αρνείται ότι το
πράττει.
Αντί να αντιδρούν σε
συγκεκριμένα περιστατικά
ηλεκτρονικής
κατασκοπείας ή
κυβερνοεπιθέσεων, οι
Δυτικές κυβερνήσεις
κινητοποιούνται από μια
ευρύτερη ανησυχία: Τον
βαθύτερο έλεγχο του
Κινεζικού Κομμουνιστικού
Κόμματος επί των
εταιρειών της Κίνας και
άλλων φαινομενικά μη
κυβερνητικών ιδρυμάτων.
Υπάρχει καλός λόγος
ανησυχίας. Στις Ηνωμένες
Πολιτείες και στις
περισσότερες άλλες
προηγμένες δημοκρατίες,
υπάρχει μια σαφής νομική
διαδικασία ώστε η
ομοσπονδιακή κυβέρνηση
να [μπορεί να] αποκτά
πρόσβαση σε ιδιωτικές
επικοινωνίες για λόγους
ξένων υπηρεσιών
πληροφοριών, και
ορισμένες αμερικανικές
εταιρείες αντιστέκονται
ενεργά στις προσπάθειες
των κυβερνήσεων να
αποκτήσουν δεδομένα στο
όνομα της εθνικής
ασφάλειας. Το κινεζικό
σύστημα στερείται αυτών
των διαδικαστικών
περιορισμών. Το κράτος
λειτουργεί με μια ευρεία
αντίληψη εθνικής
ασφάλειας [12] και τα
τελευταία χρόνια σφίγγει
την λαβή του τόσο στις
επιχειρήσεις όσο και
στους πολίτες. Έχει
ενισχύσει τον ρόλο των
επιτροπών του κόμματος
στις κινεζικές εταιρείες,
έχει αναπτύξει
εκτεταμένα οικιακά
προγράμματα ψηφιακής
επιτήρησης και έχει
δημιουργήσει μια
υπηρεσία καταπολέμησης
της διαφθοράς που
βρίσκεται πάνω από τα
όρια των εύλογων
διαδικαστικών
περιορισμών. Σε αυτό το
πλαίσιο, υπάρχει σοβαρός
κίνδυνος ότι, όπως το
έθεσε η έκθεση
πληροφοριών της Βουλής
το 2012, η Huawei «θα
είναι υποχρεωμένη να
συνεργάζεται με
οποιοδήποτε αίτημα της
κινεζικής κυβέρνησης για
να χρησιμοποιεί τα
συστήματά της ή να έχει
πρόσβαση σε αυτά για
κακόβουλους σκοπούς με
πρόσχημα την κρατική
ασφάλεια».
Οι Κινέζοι αξιωματούχοι
δείχνουν αρκετά πρόθυμοι
να θολώσουν την γραμμή
μεταξύ κρατικού και
ιδιωτικού τομέα. Η
οικονομική διευθύντρια
της Huawei, Meng,
αναφέρθηκε ότι διέθετε
ένα διαβατήριο που
συνήθως δίδεται μόνο σε
υπαλλήλους της
κυβέρνησης της Κίνας ή
των κρατικών
επιχειρήσεων. Και όταν η
Κίνα συνέλαβε δύο
Καναδούς ως απάντηση
στην σύλληψη της Meng, ο
πρεσβευτής της στον
Καναδά επικαλέστηκε
εθνική «αυτοάμυνα» [13].
Δεν είναι λοιπόν
περίεργο το γεγονός ότι
πολλές κυβερνήσεις δεν
πιστεύουν πλέον ότι
υπάρχει σημαντική
διαφορά μεταξύ της
Huawei και της κινεζικής
κυβέρνησης.
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ
ΠΟΛΕΜΟΥ
Αν και οι διπλωματικές
επιπτώσεις από τις
πρόσφατες συλλήψεις
έφεραν στην υπόθεση της
Huawei μεγάλη έκθεση, οι
στενοί δεσμοί της
εταιρείας με το κινεζικό
κόμμα-κράτος δεν είναι
μακρινοί. Όπως έχουν
γράψει οι νομικοί
μελετητές Curtis
Milhaupt και Wentong
Zheng [14], ορισμένες
μεγάλες κινεζικές
επιχειρήσεις έχουν
προνομιακή μεταχείριση
λόγω των βαθιών δεσμών
τους με την κυβέρνηση.
Ακόμη και αν είναι κατ’
όνομα ιδιωτικές,
επωφελούνται από
επιδοτήσεις και
προστασία από τον
ανταγωνισμό στην
τεράστια κινεζική αγορά.
Αυτή η καθοδηγούμενη από
το κράτος προσέγγιση
βοήθησε να προωθηθεί η
ανάπτυξη εταιρειών
υψηλής τεχνολογίας που
αμιλλώνται τώρα τους
Δυτικούς ανταγωνιστές
τους σε τομείς όπως η
τεχνητή νοημοσύνη και η
κβαντική υπολογιστική.
Εντούτοις, έχει
προκαλέσει επίσης
ανατριχίλες στις Δυτικές
πρωτεύουσες, οι οποίες
έχουν διαμαρτυρηθεί για
πολλές αθέμιτες
πρακτικές, όπως η
εξαναγκαστική μεταφορά
τεχνολογίας, η κλοπή
πνευματικής ιδιοκτησίας,
η βιομηχανική πολιτική
και διάφοροι μη
δασμολογικοί φραγμοί,
καθιστώντας όλο και πιο
δύσκολο για τις ξένες
επιχειρήσεις να
ανταγωνίζονται δίκαια σε
βασικούς τομείς
τεχνολογίας. Αυτός ο
οικονομικός ανταγωνισμός
έχει ακόμη μεγαλύτερη
σημασία για τα κράτη,
επειδή πολλές από τις
τεχνολογίες επόμενης
γενιάς που αναπτύσσονται
από κορυφαίες εταιρείες
τεχνολογίας έχουν τόσο
πολιτικές όσο και
στρατιωτικές εφαρμογές.
Αυτές οι ανησυχίες
εξηγούν γιατί ο στόχος
της διοίκησης Trump στις
εμπορικές
διαπραγματεύσεις με την
Κίνα είναι πολύ πιο
φιλόδοξος από μια απλή
μείωση των δασμών επί
των αυτοκινήτων. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες
θέλουν διαρθρωτικές
αλλαγές [15] στις
οικονομικές πολιτικές
της Κίνας και στις
σχέσεις της με τις
ιδιωτικές εταιρείες.
Αυτό είναι εν μέρει
γιατί η Επιτροπή Ξένων
Επενδύσεων στις Ηνωμένες
Πολιτείες, μια
δι-υπηρεσιακή ομάδα
εκτελεστικών στελεχών
που εξετάζει τις
συνέπειες για την εθνική
ασφάλεια από τις ξένες
επενδύσεις σε
αμερικανικές εταιρείες,
επεκτείνει τον έλεγχο
των κινεζικών επενδύσεων
στις αποκαλούμενες
κρίσιμες τεχνολογίες.
Ομοίως, το Κογκρέσο
επικαιροποίησε το
καθεστώς ελέγχου των
εξαγωγών των ΗΠΑ για να
περιορίσει την εξαγωγή
ορισμένων τεχνολογιών «αναδυόμενων
και θεμελιωδών», οι
οποίες θα μπορούσαν να
ερμηνευθούν [κατάλληλα]
[16] ώστε να καλύψουν
ευρείες κατηγορίες όπως
η ΑΙ, η βιοτεχνολογία
και οι μικροεπεξεργαστές.
Η Ουάσινγκτον μπορεί να
λάβει περαιτέρω μέτρα
για την προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας
των ΗΠΑ αλλά υπάρχει
λόγος αμφιβολίας ότι η
εκστρατεία εναντίον της
Huawei ή οι τρέχουσες
εμπορικές
διαπραγματεύσεις δεν θα
οδηγήσουν παρά μόνο σε
συμβολική πρόοδο στο
βασικό ζήτημα του ρόλου
του κόμματος στην
κινεζική οικονομία. Κατ’
αρχήν, υπάρχει το θέμα
της πολιτικής οπτικής. Ο
Κινέζος πρόεδρος, Xi
Jinping, θέλει να
αποφύγει την εντύπωση
ότι υποχωρεί απέναντι
στην εκστρατεία πίεσης
της Ουάσινγκτον. Σε μια
ομιλία του τον περασμένο
Δεκέμβριο, απέρριψε [17]
την αντίληψη ότι οι
ξένοι θα μπορούσαν να «υπαγορεύσουν
στον κινεζικό λαό» και
δεσμεύτηκε να διατηρήσει
και να ενισχύσει την
ηγεσία του Κινεζικού
Κομμουνιστικού Κόμματος
«πάνω σε όλα τα ζητήματα».
Η πάταξη της Huawei και
οι προσπάθειες για την
προστασία της
αμερικανικής τεχνολογίας
θα μπορούσαν επίσης να
ενισχύσουν την άποψη που
έχει ήδη καταλάβει το
πολιτικό γραφείο του
κόμματος, ότι ο
εμπορικός πόλεμος του
Trump είναι ένα τμήμα
μιας ευρύτερης
προσπάθειας των Ηνωμένων
Πολιτειών να
αναχαιτίσουν την άνοδο
της Κίνας –[μια
προσπάθεια] η οποία
απαιτεί από την Κίνα να
υιοθετήσει επιθετικές
κρατικές πολιτικές για
την επίτευξη
τεχνολογικής αυτάρκειας.
Οι ηγέτες στο Πεκίνο
εξακολουθούν να
θυμούνται ότι, πριν από
λίγους μήνες, το
αμερικανικό Υπουργείο
Εμπορίου έφερε την
κινεζική εταιρεία
τηλεπικοινωνιών ZTE στο
χείλος της κατάρρευσης
με μια απαγόρευση
εξαγωγής [18] ημιαγωγών
κατασκευασμένων στις ΗΠΑ
τους οποίους
χρησιμοποιεί η ZTE στα
προϊόντα της. Η εταιρεία
απέφυγε αυτή τη μοίρα -μια
τιμωρία για τις
επανειλημμένες
παραβιάσεις των κυρώσεων
των ΗΠΑ εναντίον του
Ιράν και της Βόρειας
Κορέας- μόνο όταν ο
Trump παρενέβη την
τελευταία στιγμή για να
ανατρέψει την ποινή. Με
την προοπτική μιας
παρόμοιας (αν και
λιγότερο υπαρξιακής)
απειλής να επικρέμαται
στις επιχειρήσεις της
Huawei, εκείνοι στην
Κίνα που υποστηρίζουν
την ένταση [των
προσπαθειών] σε μια
κρατική κατεύθυνση προς
την αυτάρκεια έχουν νέα
πυρομαχικά για την
υπόθεσή τους.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι
εντός της Κίνας που
σκέφτονται διαφορετικά.
Πολλές κινεζικές ελίτ
[19], ιδιαίτερα στον
ακαδημαϊκό κλάδο,
πιστεύουν ότι ο Xi έχει
υπερβάλλει [20] τόσο
στην εξωτερική του
πολιτική όσο και στην
εγχώρια εδραίωση της
εξουσίας του. Διάφοροι
εξέχοντες Κινέζοι
αναλυτές [21]
ισχυρίστηκαν [22] ότι οι
μεταρρυθμίσεις για το
άνοιγμα της αγοράς που
απαιτούνται από τις
Ηνωμένες Πολιτείες είναι
σύμφωνες με τον
μακροπρόθεσμο στόχο της
Κίνας να κινηθεί προς τα
πάνω στην αλυσίδα [προστιθέμενης]
αξίας και να αναπτύξει
μια βασιζόμενη στην
καινοτομία οικονομία που
θα κινητοποιείται από
τον ανταγωνισμό στην
αγορά. Παρά την πρόοδο
που σημειώθηκε στον
τομέα της τεχνολογίας
της Κίνας, υποστηρίζουν,
η βασισμένη στο κράτος
προσέγγισή της και ο
αυστηρότερος πολιτικός
έλεγχος έχουν προκαλέσει
γραφειοκρατική
αρτηριοσκλήρυνση,
σπατάλη και
αναποτελεσματική
διαχείριση.
Είναι δυνατόν, αν και
δεν είναι προκαθορισμένο,
ότι αυτή η τριβή -τόσο
εγχώρια όσο και διεθνής-
μπορεί να ξεκινήσει να
μεταβάλει τους
υπολογισμούς των Κινέζων
ηγετών. Η είδηση ότι η
κορυφαία υπηρεσία
σχεδιασμού της Κίνας θα
ξαναγράψει [23] την
βιομηχανική στρατηγική
της «Made in China 2025»
για να επιτρέψει
περισσότερο ξένο
ανταγωνισμό είναι μια
ευπρόσδεκτη αρχή, αλλά η
πραγματική δοκιμασία θα
είναι αν θα τηρηθούν
αυτές οι υποσχέσεις. Οι
δομικές κινεζικές
μεταρρυθμίσεις δεν
χρειάζεται να
χαρακτηριστούν ως
παραχωρήσεις στις
πιέσεις των ΗΠΑ, καθώς
είναι σε μεγάλο βαθμό
συνεπείς με τα χρόνια
επίσημης κινεζικής
ρητορικής για την
εμβάθυνση της
διαδικασίας ανοίγματος
και μεταρρύθμισης της
χώρας. Η επιβράδυνση της
ανάπτυξης της Κίνας, η
τεράστια αύξηση του
χρέους, το αυξανόμενο
εργατικό κόστος και η
γήρανση του πληθυσμού
καθιστούν την αναθεώρηση
αυτή πιο επείγουσα από
ποτέ.
ΜΗΝ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΕΤΕ.
ΔΡΑΣΤΕ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες,
από την πλευρά τους,
πρέπει να λάβουν σοβαρά
υπόψη τους την διαφορά
μεταξύ ανταγωνισμού και
απλής γκρίνιας. Από
τεχνολογική άποψη, αυτό
σημαίνει ότι θα
αναγνωριστεί ότι η
Huawei θα συνεχίσει να
είναι σημαντικός
παράγοντας στην
παγκόσμια αγορά υποδομών
5G. Η Ουάσιγκτον πρέπει
να προχωρήσει γρήγορα
στις κανονιστικές
μεταρρυθμίσεις [24] για
να δώσει κίνητρα στις
ιδιωτικές επενδύσεις
στην υποδομή 5G των ΗΠΑ.
Πρέπει να συνεργαστεί με
ομοϊδεάτες συμμάχους και
εταίρους για την
αντιμετώπιση των τρωτών
σημείων της
κυβερνοασφάλειας και για
την προστασία στρατηγικά
ευαίσθητων τεχνολογιών
χωρίς να υπονομεύσει το
οικοσύστημα της
καινοτομίας που
δημιουργεί την ανάπτυξή
τους.
Η διοίκηση του Trump θα
πρέπει επίσης να
αποφύγει το να
υπερεκτιμήσει την
υπόθεσή της εναντίον της
Huawei και του κινεζικού
κράτους. Όσο κακές και
αν ήταν οι παραβιάσεις
των κυρώσεων από την
Huawei και οι κλοπές της
από εταιρικούς
ανταγωνιστές, η αδικία
αυτή δεν πρέπει να
συγχέεται με την
κατασκοπεία εκ μέρους
της κινεζικής κυβέρνησης.
Αυτή η διάκριση μπορεί
να γίνει χωρίς να
ελαχιστοποιηθούν οι
κίνδυνοι ασφαλείας της
ενσωμάτωσης της
τεχνολογίας της Huawei
στην υποδομή 5G. Ομοίως,
δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι η Κίνα έχει κλέψει
πνευματική ιδιοκτησία
από το εξωτερικό, αλλά
πολλές άλλες χώρες έχουν
κάνει το ίδιο και η
Ουάσιγκτον πρέπει να
εξηγήσει καλύτερα το πώς
οι κινεζικές πρακτικές
διαφέρουν ουσιαστικά
όσον αφορά το εύρος, την
κλίμακα και τις
μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις τους στην
αμερικανική οικονομική
και εθνική ασφάλεια.
Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ
θα πρέπει επίσης να
είναι ευαίσθητοι στον
κίνδυνο ότι τόσο οι
φίλοι όσο και οι εχθροί
να ερμηνεύσουν την
συγκυρία των κατηγοριών
εναντίον ενός ανώτερου
στελέχους της Huawei ως
γεωπολιτικό ελιγμό παρά
μια νόμιμη και
ανεξάρτητη δράση
επιβολής του νόμου. Αυτή
η αντίληψη θα μπορούσε
να υπονομεύσει ένα από
τα «ήπια» πλεονεκτήματα
που έχουν οι Ηνωμένες
Πολιτείες σε όλους τους
στρατηγικούς
ανταγωνισμούς: Την βαθιά
θεσμοθετημένη δέσμευσή
τους στο κράτος δικαίου.
Ο ROBERT WILLIAMS είναι
ανώτερος ακαδημαϊκός
ερευνητής και λέκτορας
στη Νομική Σχολή του
Yale, όπου υπηρετεί ως
εκτελεστικός διευθυντής
του Κέντρου Paul Tsai
China Center.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72146/robert-williams/einai-i-huawei-ena-pioni-ston-emporiko-polemo?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-01-30/huawei-pawn-trade-war
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|