«Είναι δεδομένο πως
υπάρχουν capital control
στην Κίνα οπότε στην
πραγματικότητα εάν
υπάρχει πρόβλημα δεν θα
έπρεπε να είναι στην
χρήση του POS αλλά στο
πρόγραμμα χρυσής βίζας
στο σύνολο του» λέει
ένας δικηγόρος που θέλει
να διατηρήσει την
ανωνυμία του και ουδεμία
σχέση έχει με τον κ.
Παπαευαγγέλου ή την
εταιρία του.
Η δική του εμπλοκή με το
κινέζικο real estate
ξεκίνησε πριν πέντε
χρόνια όταν ένα μεσιτικό
γραφείο του ανέθεσε ένα
«κινεζικό» συμβόλαιο.
Πλέον οι αγοραπωλησίες
σε Κινέζους αποτελούν
μεγάλο κομμάτι της
δραστηριότητας του: «Φτάσαμε
το καλοκαίρι να κάνουμε
συμβόλαια εκατομμυρίων
ευρώ κάθε μήνα»
σημειώνει. Και δεν
αποτελεί εξαίρεση, από
όταν ξεκίνησε το
πρόγραμμα το 2013, 1.700
σπίτια έχουν πουληθεί
αποκλειστικά σε Κινέζους
για 4,552 βίζες (στους
αγοραστές και μέλη της
οικογένειας τους). Με
αξία τουλάχιστον 250.000
ευρώ το κάθε ακίνητο,
έχουν μπει στην ελληνική
αγορά το λιγότερο 425
εκατομμύρια ευρώ από την
Κίνα (και αυτό χωρίς να
υπολογίσει κανείς τα
χρήματα που δίνονται σε
φόρους, συμβολαιογράφους,
δικηγόρους, μεσίτες και
άλλα κόστη που ανεβάζουν
το συνολικό ποσό στα 450
εκ. το λιγότερο)
Το θέμα των κινεζικών
capital controls είχε
απασχολήσει τον δικηγόρο
από την πρώτη στιγμή:
«Οι Κινέζοι έχουν
δυνατότητα να εξάγουν
μόνο 50.000 δολάρια τον
χρόνο. Αυτό σημαίνει πως
εάν θέλουν να κάνουν μια
καθ’όλα νόμιμη αγορά στο
εξωτερικό θα έπρεπε να
περιμένουν χρόνια»
εξηγεί. Παρόλαυτα ήταν
γνωστό σε όλους πως
υπάρχουν τρόποι αυτό να
παρακαμφθεί: Κάποιοι το
έκαναν μέσω Χονγκ Κονγ:
Το καθεστώς αυτής της «ημι-αυτόνομης»
περιοχής, επιτρέπει να
γίνονται εμβάσματα στο
εξωτερικό χωρίς έλεγχο.
Δεν είχαν όλοι όμως αυτή
την δυνατότητα οπότε
είτε χρησιμοποιούσαν
κάποια μετρητά ή
ζητούσαν από συγγενείς,
φίλους ή ενδιάμεσους, να
τους κάνουν εξυπηρέτηση:
Να στείλουν σε
λογαριασμό που είχαν
ανοίξει στην Ελλάδα
κάποιο ποσό ο καθένας
(το οποίο θα τους
επέστρεφαν στην Κίνα
συχνά με κάποιο τόκο)
ώστε να συγκεντρωθεί το
τίμημα για την αγορά.
Η χρήση του POS ξεκίνησε
αρχικά για τις
προκαταβολές. Οι
περισσότεροι Κινέζοι
είχαν πάνω από μια κάρτα
και σε πολλές
περιπτώσεις μεγάλα όρια,
οπότε γρήγορα
συνειδητοποίησαν πως
είχαν την δυνατότητα να
γίνει η πληρωμή του
συνολικού τιμήματος
αποκλειστικά από
χρεωστικές ή πιστωτικές
κάρτες. Και έτσι έγινε.
Ο δικηγόρος θυμάται τις
πρώτες συζητήσεις με
συναδέλφους και
ανθρώπους της αγοράς για
αυτή την μέθοδο ακόμα
και τους ενδοιασμούς:
«Τι διαφορά έχει εάν ο
Κινέζος αγοράσει ένα
πανάκριβο κόσμημα με
κάρτα» υποστήριζε
κάποιος. «Μα για τέτοιες
αγορές δεν ισχύουν
capital control, Το
κράτος τους δεν
επιτρέπει όμως
επενδύσεις στο εξωτερικό
άνευ αδείας» αντέτεινε
κάποιος άλλος. Κάποιοι
επέμεναν πως υπάρχουν
όροι χρήσης και οι
χρεωστικές κάρτες
μπορούν να
χρησιμοποιούνται για
καταναλωτικά αγαθά και
όχι για αγορές ακινήτων,
παρόλαυτα σχεδόν όλοι
συμφωνούσαν πως παρότι
πράγματι παρακάμπτονταν
τα capital control της
Κίνας, η διαδικασία -όσο
αφορά την Ελλάδα- ήταν
διάφανη: «Τα χρήματα
μεταφέρονταν από τράπεζα
σε τράπεζα και σίγουρα
μας φαινόταν προτιμότερο
αυτό από το να στέλνουν
διάφοροι εμβάσματα καθώς
τότε κανείς δεν θα
γνώριζε την προέλευση
των χρημάτων.» εξηγεί.
Ο δικηγόρος θυμάται
επίσης πως ένας
προβληματισμός που
υπήρχε στην αρχή είχε να
κάνει με την δυνατότητα
των Κινέζων αγοραστών να
αμφισβητήσουν αργότερα
την χρέωση και να βρεθεί
η ελληνική τράπεζα
εκτεθειμένη. «Οι
τράπεζες ήταν
επιλεκτικές και
χορηγούσαν μηχανάκια για
αυτό το σκοπό μόνο σε
πελάτες που
εμπιστευόντουσαν»
τονίζει. Επιπλέον
ζητούσαν από τους
πελάτες τους όταν
γινόταν κάποια μεγάλη
συναλλαγή να στέλνουν
στο τμήμα compliance της
τράπεζας, αντίγραφα
αποδείξεων με την
υπογραφή του αγοραστή
και μια σύμβαση εντολής
όπου εμφανιζόταν καθαρά
ο σκοπός της συνεργασίας.
Ο δικηγόρος θεωρεί
δεδομένο πως οι
ελληνικές τράπεζες με
τις οποίες συνεργαζόταν
γνώριζαν ακριβώς το τι
συνέβαινε.
Κάποια στιγμή, στις
αρχές του έτους, κάποιος
που δραστηριοποιείται
στην συγκεκριμένη αγορά,
βλέποντας την έκταση που
είχε πάρει η χρήση του
POS και πως ακόμα και
κατασκευαστές είχαν
προμηθευτεί μηχανάκια,
φοβήθηκε μήπως προκύψει
κάποιο θέμα με τα
συμβόλαια των πελατών
του. Έστειλε λοιπόν ένα
ερώτημα στο αρμόδιο
υπουργείο για το κατά
πόσο ήταν νόμιμη η χρήση
τους. Η απάντηση
δημοσιεύτηκε σε μια
εγκύκλιο στις 24 Ιουλίου
του 2018 και ξεκαθάριζε
πως αυτός ο τρόπος
πληρωμής δεν είναι
αποδεκτός καθώς δεν
εμπίπτει στην έννοια του
τραπεζικού εμβάσματος.
Παρόλαυτα κάποιοι βρήκαν
τρόπο να συνεχίσουν την
δράση τους
παρακάμπτοντας αυτή την
απαγόρευση. Σύμφωνα με
πληροφορίες της «Κ»
συνέχιζαν να
πραγματοποιούν την
συναλλαγή μέσω του POS
κάποιου μεσάζοντα και
στην συνέχεια έβγαινε
μια επιταγή ώστε να
καταβληθεί «σωστά» το
τίμημα στον πωλητή για
τις ανάγκες του
συμβολαίου.
Οι πρακτικές αυτές που
θα ερευνηθούν τώρα απο
την δικαιοσύνη,
χρησιμοποιούνταν πάντως
κατα κόρον μέχρι πριν
λίγους μήνες. «Η Union
Pay, ο κινεζικός πάροχος
της Κινεζικών καρτών,
ισως δεν είχε καταλάβει
την έκταση της χρήσης
παρότι και εκείνοι
εισέπρατταν τεράστια
ποσοστά (2% το λιγότερο)
για κάθε χρέωση. Το
καλοκαίρι πάντως θέλησαν
να το μπλοκάρουν» εξηγεί
ο δικηγόρος. Τον Ιούλιο,
Η Union Pay έστειλε μια
πρώτη επιστολή στις
ελληνικές τράπεζες. Τότε,
οι τράπεζες ενημέρωσαν
προφορικά τους πελάτες
τους πως οι Κινέζοι
είχαν διαμαρτυρηθεί και
πως θα έπρεπε να βρουν
άλλο τρόπο για να
ολοκληρώνεται η
συναλλαγή. Έναν μήνα
αργότερα, η union pay
επανήλθε και τότε οι
τράπεζες προώθησαν την
επιστολή τους στους
πελάτες τους. Στην
προφορική τους
επικοινωνία ήταν
σαφέστατα πιο αυστηροί:
«Ουσιαστικά μας είπαν «κόφτε
το». Αυτό που τότε είχε
ακουστεί ήταν πως
κάποιοι είχαν στείλει
μηχανάκια POS σε
διάφορες πόλεις στην
Κίνα.»
Έκτοτε το γραφείο του
δικηγόρου που μίλησε
στην «K» σταμάτησε να
χρησιμοποιεί το POS και
πλέον κάνει τα συμβόλαια
με τον «παραδοσιακό»
τρόπο. Δεν έχει δει
μέχρι στιγμής κάποια
μείωση στην ζήτηση των
Κινέζων για ακίνητα αν
και όπως λέει δεν
γνωρίζει πως θα
επηρεαστεί η
συγκεκριμένη αγορά από
την δημοσιότητα. «Ας
αποφασίσουμε αν θέλουμε
τα κινέζικα κεφάλαια ή
όχι γιατί αν
δαιμονοποιηθεί η εισροή
τους, οι Κινέζοι απλά θα
φύγουν και θα πάνε αλλού
για να βγάλουν την βίζα»
καταλήγει.
Πηγή: Καθημερινή
|
|