|
|
|
Περίληψη:
Έχει γίνει σύνηθες να
περιγράφεται η εξωτερική
πολιτική του προέδρου
των ΗΠΑ, Donald Trump,
ως απρόβλεπτη. Αλλά με
τον τρόπο αυτό
χαρακτηρίζεται εσφαλμένα
και ο άνθρωπος και η
πολιτική. Σήμερα, για
πρώτη φορά, είναι
δυνατόν να εντοπιστεί
μια μοναδική εξωτερική
πολιτική της διοίκησης
Trump, καθώς η ομάδα του
προέδρου συσπειρώνεται
γύρω από τις ιδέες του.
|
|
|
|
|
|
-------------------------------------------
Έχει γίνει σύνηθες να
περιγράφεται η εξωτερική
πολιτική του προέδρου
των ΗΠΑ, Donald Trump,
ως απρόβλεπτη. Αλλά με
τον τρόπο αυτό
χαρακτηρίζεται εσφαλμένα
και ο άνθρωπος και η
πολιτική. Στην
πραγματικότητα, παρόλο
που οι ενέργειες του
Trump συχνά είναι
συγκλονιστικές, σπάνια
προκαλούν έκπληξη. Οι
πιο αμφιλεγόμενες θέσεις
του -η αμφισβήτηση του
ΝΑΤΟ, η επιδίωξη να
αποχωρήσει από την Συρία,
το ξεκίνημα εμπορικών
πολέμων- είναι όλες
σύμφωνες με την
κοσμοθεωρία που έχει
υιοθετήσει δημοσίως από
την δεκαετία του '80.
Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας
αυτής της διοίκησης δεν
προήλθε από τις απόψεις
του Trump, αλλά από την
αντιπαλότητα μεταξύ του
προέδρου [1] και των
πολιτικών συμβούλων του,
αφενός, και του
κατεστημένου της εθνικής
ασφάλειας, αφετέρου.
Μέχρι πρόσφατα, αυτά τα
δύο στρατόπεδα
ανταγωνίζονταν για την
υπεροχή, και ήταν
δύσκολο να γνωρίζουμε
ποιο θα κέρδιζε για το
εκάστοτε θέμα.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων
Πολιτειών, Ντόναλντ
Τραμπ, ο υπουργός
Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ
Πομπέο, και ο σύμβουλος
Εθνικής Ασφάλειας των
ΗΠΑ, John Bolton, σε
συνέντευξη Τύπου μετά
την συμμετοχή τους στην
Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ
στις Βρυξέλλες, τον
Ιούλιο του 2018. YVES
HERMAN / REUTERS
----------------------------------------------------------------
Στο όριο των δύο ετών [της
θητείας του], είναι
πλέον σαφές ότι ο
πρόεδρος κυριαρχεί στον
αγώνα αυτόν, ακόμα κι αν
δεν έχει κερδίσει ακόμα
ξεκάθαρα. Για πρώτη φορά,
είναι δυνατόν να
εντοπιστεί μια μοναδική
εξωτερική πολιτική της
διοίκησης Trump, καθώς η
ομάδα του προέδρου
συσπειρώνεται γύρω από
τις ιδέες του. Η
πολιτική αυτή συνίσταται
σε μια στενή σχέση
συναλλαγής με άλλα έθνη,
σε μια προτίμηση των
αυταρχικών κυβερνήσεων
έναντι των άλλων
δημοκρατιών, μια
μερκαντιλιστική
προσέγγιση της διεθνούς
οικονομικής πολιτικής,
μια γενική αδιαφορία για
τα ανθρώπινα δικαιώματα
και το κράτος δικαίου,
και την προώθηση του
εθνικισμού και της
μονομέρειας εις βάρος
της πολυμέρειας.
ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΤΡΑΜΠ ΝΑ
ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ
Πολλοί πρόεδροι των ΗΠΑ
έχουν εκλεγεί χωρίς
πραγματική εμπειρία
εξωτερικής πολιτικής.
Ορισμένοι είχαν ιδέες
που έρχονταν σε αντίθεση
με μια βασική αξία της
εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ -για παράδειγμα, η
θέση του Τζίμι Κάρτερ
υπέρ της απομάκρυνσης
των στρατευμάτων από την
Κορέα. Ο Τραμπ όμως
είναι διαφορετικός.
Είναι ο μόνος πρόεδρος
που εξελέγη ποτέ με μια
πλατφόρμα που απέρριψε
ρητά όλους τους πυλώνες
της στρατηγικής των ΗΠΑ.
Αν και ο Trump έχει
αλλάξει γνώμη σε πολλά
θέματα, έχει σαφή,
συνεπή, ενστικτώδη
εξωτερική πολιτική που
χρονολογείται ήδη τρεις
δεκαετίες. Έχει από
καιρό απορρίψει τις
συμμαχίες ασφαλείας των
Ηνωμένων Πολιτειών ως
άδικες για τους
φορολογούμενους και
κατηγόρησε συμμάχους ότι
οδήγησαν την Ουάσινγκτον
στο να τους
υπερασπίζεται δωρεάν.
Έχει από καιρό θεωρήσει
τα εμπορικά ελλείμματα
ως απειλή για τα
συμφέροντα των ΗΠΑ και
έχει απορρίψει σχεδόν
όλες τις εμπορικές
συμφωνίες που έχουν
διαπραγματευτεί οι
Ηνωμένες Πολιτείες από
τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Και έχει ιστορία
στο να εκφράζει θαυμασμό
για τους αυταρχικούς σε
ολόκληρο τον κόσμο: Για
παράδειγμα, το 1990,
παραπονιόταν σε
συνέντευξή του ότι ο
Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ
Γκορμπατσόφ δεν είχε
πατάξει τους διαδηλωτές
όπως είχε κάνει το
Πεκίνο στην πλατεία
Τιενανμέν έναν χρόνο
πριν.
Κατά την διάρκεια της
προεκλογικής του
εκστρατείας, ο Trump όχι
μόνο αρνήθηκε να
αποκηρύξει αυτά τα
ένστικτα, αλλά τα
ενέτεινε. Υποστήριξε μια
ηθική ισοδυναμία μεταξύ
του Κρεμλίνου υπό τον
Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ
Πούτιν και της
κυβέρνησης των ΗΠΑ˙
επέκρινε το ΝΑΤΟ˙
επαίνεσε την σκληρότητα
του Σαντάμ Χουσεΐν
απέναντι στους
τρομοκράτες και την
ανάρρηση του
Βορειοκορεάτη ηγέτη Kim
Jong Un στην εξουσία
[2]˙ και αντιτάχθηκε στο
ελεύθερο εμπόριο. Η θέση
του για την εξωτερική
πολιτική είχε άμεσο και
διαρκές αποτέλεσμα:
Ώθησε δεκάδες
Ρεπουμπλικανούς ειδικούς
επί της εξωτερικής
πολιτικής να τον
καταδικάσουν δημόσια.
Στερημένος από
συμβούλους του
κατεστημένου, ο Trump
κατάφερε να βρει μια
χούφτα αγνώστους και
μερικούς πρώην
αξιωματούχους -για
παράδειγμα, τον Michael
Flynn και τον Walid
Phares- αλλά αυτό ήταν
σε μεγάλο βαθμό για την
εικόνα. Καθ’ όλη την
διάρκεια της εκστρατείας
του, ο Trump στηρίχθηκε
στα δικά του ένστικτα
και πρόσθεσε μερικά νέα
ζητήματα, ιδιαίτερα την
έντονη αντίθεσή του στην
παράνομη μετανάστευση
και την κριτική του για
το εμπόριο με την Κίνα.
Αφού κέρδισε, ο Trump
αντιμετώπισε ένα
πρόβλημα. Ήταν εντελώς
απροετοίμαστος να
κυβερνήσει και δύσκολα
κάποιος στην ομάδα του
είχε τα προσόντα να
κατέχει υψηλό αξίωμα σε
θέματα εθνικής ασφάλειας.
Αυτή η έλλειψη, σε
συνδυασμό με την
συνεχιζόμενη μνησικακία
του εναντίον των ειδικών
του κατεστημένου που του
αντιστάθηκαν κατά την
διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας,
τον οδήγησαν να στραφεί
σε συνταξιούχους
στρατηγούς και ηγέτες
της βιομηχανίας,
συμπεριλαμβανομένου του
James Mattis ως υπουργό
Άμυνας, του Rex
Tillerson ως υπουργό
Εξωτερικών, του Gary
Cohn ως διευθυντή του
Εθνικού Οικονομικού
Συμβουλίου και, ύστερα
από λίγες εβδομάδες στο
αξίωμα, του HR McMaster
ως σύμβουλο για την
εθνική ασφάλεια.
ΟΙ ΔΥΟ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Η πρώτη φάση της θητείας
του Trump -αυτή της
συγκράτησης- διήρκεσε
από την ανακήρυξή του
μέχρι τον Αύγουστο του
2017. Κατά την διάρκεια
αυτών των επτά μηνών, ο
Trump είπε και έκανε
πολλά αμφιλεγόμενα
πράγματα. Αρνήθηκε [3]
να υποστηρίξει το άρθρο
5 του ΝΑΤΟ όταν έκανε
μια ομιλία στην έδρα του
ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, και
ανακοίνωσε την απόσυρση
των ΗΠΑ από την συμφωνία
του Παρισιού για την
αλλαγή του κλίματος.
Όμως, ως επί το πλείστον,
η διοίκηση ακολούθησε
μια διαδικασία
δια-υπηρεσιακή (όπου οι
αποφάσεις λαμβάνονταν
μέσω της επίσημης
διαδικασίας διαβούλευσης
με τις αρμόδιες
υπηρεσίες και τμήματα,
με αποκορύφωμα τις
συναντήσεις της εθνικής
ομάδας ασφαλείας στην «Αίθουσα
Καταστάσεων» [Situation
Room]) και ο Τραμπ
αποδεχόταν με δυσθυμία
τις συμβουλές του
υπουργικού συμβουλίου
του. Δεν αποσύρθηκε από
την Βορειοαμερικανική
Συμφωνία Ελεύθερων
Συναλλαγών (North
American Free Trade
Agreement, NAFTA).
Μετέβαλλε στάση για το
ΝΑΤΟ. Προσέγγισε
ασιατικούς συμμάχους.
Και παρέμεινε στην
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν.
Σύντομα, ωστόσο, ο
πρόεδρος άρχισε να
απομακρύνεται από τους
συμβούλους του. Στα μέσα
Ιουλίου του 2017,
παραπονέθηκε έντονα ότι
έπρεπε να ανανεώσει τις
παρεκκλίσεις ως τμήμα
του Κοινού Ολοκληρωμένου
Σχεδίου Δράσης (στμ:
δηλαδή, να μην εφαρμόσει
τις κυρώσεις όπως
προβλεπόταν από την
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν, την Joint
Comprehensive Plan of
Action, JCPA) και
κατηγόρησε τους
συμβούλους του ότι δεν
του έδωσαν την επιλογή
να αποσυρθεί. Λίγες
εβδομάδες αργότερα, σε
μια συνάντηση στο Camp
David για να αποφασίσει
για την πολιτική για το
Αφγανιστάν,
απογοητεύθηκε [4] από
την θεληματικότητα του
McMaster στο να
υποστηρίξει ότι τα
αμερικανικά στρατεύματα
πρέπει να μείνουν στην
θέση τους. Ο Τραμπ το
αποδέχθηκε δύσθυμα, αλλά
άφησε να γίνει γνωστή η
δυσαρέσκειά του.
Μέχρι το φθινόπωρο του
2017, ξεκίνησε η δεύτερη
φάση της εξωτερικής
πολιτικής της διοίκησης
του Trump –εκείνη της
μονομερούς δράσης. Σε
αυτή την περίοδο, η
οποία συνεχίζεται μέχρι
σήμερα, ο Trump
προσπάθησε να παρακάμψει
την επίσημη
συμβουλευτική
δια-υπηρεσιακή
διαδικασία στην λήψη
αποφάσεων και έκανε
σαφείς τις προτιμήσεις
του. Τον Δεκέμβριο του
2017, παρά τις
αντιρρήσεις της ομάδας
του, ανακοίνωσε ότι
μετακινεί στην
Ιερουσαλήμ την πρεσβεία
των ΗΠΑ στο Ισραήλ. Τον
Μάιο του περασμένου
έτους, αποχώρησε από την
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν. Επέβαλλε δασμούς
σε φίλους και αντιπάλους.
Ανανέωσε την κριτική του
για το ΝΑΤΟ στην
διάσκεψη κορυφής του
2018 στις Βρυξέλλες και
πίεσε σκληρά να
αποσυρθούν τα
στρατεύματα των ΗΠΑ από
την Συρία. Ίσως πιο
διαβόητα, αποφάσισε να
συναντηθεί με τον Κιμ
στην Σιγκαπούρη χωρίς να
συμβουλευτεί την ομάδα
του επί της εθνικής
ασφάλειας, και επίσης
έλαβε την μονομερή
απόφαση να συναντηθεί με
τον Ρώσο πρόεδρο
Βλαντιμίρ Πούτιν στο
Ελσίνκι και προτίμησε να
αψηφήσει [5] τους
συμβούλους του με το να
αγκαλιάσει τον Ρώσο
ηγέτη στην συνέντευξη
Τύπου της συνόδου
κορυφής.
Για να διευκολύνει αυτήν
τη μετατόπιση, ο Trump
χρειαζόταν μια νέα ομάδα
που θα τον ενίσχυε,
χωρίς να στέκεται στον
δρόμο του. Αυτή ήταν η
ιστορία του 2018.
Ξεκίνησε με την
απομάκρυνση των
Tillerson, McMaster και
Cohn σε μια περίοδο
τριών εβδομάδων τον
Μάρτιο και τον Απρίλιο.
Οι αντίστοιχοι
αντικαταστάτες τους -ο
Mike Pompeo, ο John
Bolton και ο Larry
Kudlow- είχαν όλοι ένα
πράγμα κοινό: Την
προσωπική πίστη στον
Trump. Η τάση
συνεχίστηκε με την
αποχώρηση της πρέσβειρας
στον ΟΗΕ, Nikki Haley,
και ολοκληρώθηκε με την
παραίτηση του Μάττις
στις 21 Δεκεμβρίου μετά
την ανακοίνωση του Trump
σχετικά με την αποχώρηση
του στρατού των ΗΠΑ από
την Συρία.
Ο διορισμός του Μπόλτον
ήταν ιδιαίτερα
σημαντικός για την
αυτονομία της εξωτερικής
πολιτικής της Trump. Όσο
ένα μέλος του
κατεστημένου της εθνικής
ασφάλειας κατείχε την
θέση του συμβούλου
εθνικής ασφάλειας, ο
Trump στερείτο της
δύναμης καθορισμού της
ατζέντας που συνεπάγεται
ο έλεγχος της
δια-υπηρεσιακής
διαδικασίας. Ο Μπόλτον
του έδωσε αυτή την
εξουσία. Υπήρχαν, φυσικά,
συγκρούσεις. Σύμφωνα με
πληροφορίες, ο Μπόλτον
[6] έπρεπε να υποσχεθεί
στον Trump ότι δεν θα
τον έσερνε σε έναν νέο
πόλεμο, και αρκετές
εβδομάδες μετά την
έναρξη της θητείας του
Μπόλτον, ο Τραμπ τον
κατηγόρησε ότι
προσπάθησε να σαμποτάρει
την αμερικανική
προσέγγιση στον Κιμ. Σε
γενικές γραμμές, όμως, ο
Trump έχει τώρα μια
ομάδα που προσπαθεί να
μην ελαχιστοποιεί τον
αντίκτυπο των αποφάσεών
του, αλλά να τον
μεγιστοποιεί.
Έχουν σημειωθεί κάποιες
θετικές εξελίξεις κατά
την διάρκεια αυτής της
φάσης της εξωτερικής
πολιτικής του Trump. Για
παράδειγμα, τον
Δεκέμβριο του 2017 και
τον Ιανουάριο του 2018 η
διοίκηση δημοσιοποίησε
μια Στρατηγική Εθνικής
Ασφάλειας (National
Security Strategy) και
μια Εθνική Αμυντική
Στρατηγική (National
Defense Strategy), οι
οποίες μετατόπισαν την
εστίαση από την
τρομοκρατία στον
ανταγωνισμό των μεγάλων
δυνάμεων, μια εξέλιξη
που καλωσόρισαν πολλοί
ειδικοί της εξωτερικής
πολιτικής στην
Ουάσινγκτον. Οι
στρατηγικές αναγνώρισαν
την πρόκληση που έθεσε η
Ρωσία και η Κίνα στην
υπό την ηγεσία των ΗΠΑ
διεθνή τάξη και
επιβεβαίωσαν την σημασία
των συμμαχιών. Ο
πρόεδρος, ωστόσο, δεν
φαίνεται να ενδιαφέρεται
για την αλλαγή της
έμφασης, αφού μίλησε για
αυτό μόνο μια φορά. Στην
ομιλία του [7] για την
παρουσίαση της
Στρατηγικής Εθνικής
Ασφάλειας, ο Trump είπε
μόνο μια πρόταση σχετικά
με τις αντίπαλες
δυνάμεις -αμέσως
ακολουθούμενη από μια
έκκληση για την σημασία
της συνεργασίας με την
Ρωσία.
ΜΙΑ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η αντιπαλότητα μεταξύ
του προέδρου και της
ομάδας του καθόρισε τα
πρώτα δύο χρόνια του [στην
προεδρία]. Παρόλο που
εξακολουθεί να υπάρχει
σημαντικό χάσμα μεταξύ
τους, υπάρχει τώρα
επίσης σημαντική
ευθυγράμμιση. Για πρώτη
φορά, οι παρατηρητές
μπορούν να εντοπίσουν
μια ενοποιημένη, αν και
ακόμα ατελή, εξωτερική
πολιτική του Trump στην
οποία η διοίκηση
διευθετεί τις
παρορμήσεις του προέδρου
και επιδιώκει να
ενεργήσει επ’ αυτών.
Αυτή η ενιαία εξωτερική
πολιτική είναι μια
πολιτική στην οποία η
διοίκηση Trump δεν έχει
μόνιμους φίλους ούτε
μόνιμους εχθρούς [8].
Υιοθετεί μια
συναλλακτική προσέγγιση
με όλα τα έθνη, δίνει
λίγη αξία στους
ιστορικούς δεσμούς και
επιδιώκει άμεσα οφέλη
που κυμαίνονται από το
εμπόριο και τις
προμήθειες έως την
διπλωματική υποστήριξη.
Όπως συμβαίνει, οι
αυταρχικές κυβερνήσεις
είναι πιο διατεθειμένες
να προσφέρουν τέτοιες
γρήγορες παραχωρήσεις
στις Ηνωμένες Πολιτείες,
με αποτέλεσμα η διοίκηση
του Trump να το βρίσκει
ευκολότερο να
αντιμετωπίσει αυτούς
παρά τους δημοκρατικούς
συμμάχους. Δείτε την
αντίθεση μεταξύ
Σαουδικής Αραβίας και
Ιαπωνίας. Η Σαουδική
Αραβία μπόρεσε να
μειώσει την τιμή του
πετρελαίου [9] για να
κατευνάσει τον πρόεδρο,
αφού ο πρόεδρος το
υποστήριξε αυτό μετά την
δολοφονία του
δημοσιογράφου Jamal
Khashoggi. Αντίθετα, η
Ιαπωνία έχασε, παρά τις
αρχικές προσπάθειες του
πρωθυπουργού Shinzo Abe
να κολακέψει τον πρόεδρο
-η αγκαλιά του Τραμπ
στον Κιμ έχει εκνευρίσει
Ιάπωνες αξιωματούχους,
και [ο Τραμπ] συνεχίζει
να απειλεί να επιβάλει
δασμούς στα ιαπωνικά
αυτοκίνητα.
Η κυβέρνηση Trump είναι
τώρα ενωμένη στην
προθυμία της να
χρησιμοποιήσει δασμούς,
ακόμα και εναντίον
συμμάχων και εταίρων,
για να προωθήσει την
οικονομική της ατζέντα.
Μπορεί να υπάρχουν
κάποιες διαφορές σε
σχέση με άλλες τακτικές,
αλλά η μεγάλη συζήτηση
για την διεθνή
οικονομική στρατηγική, η
οποία μαινόταν το 2017,
έχει τελειώσει. Η
διοίκηση επιδιώκει
τακτικά να χρησιμοποιεί
τη μόχλευση των ΗΠΑ για
να κερδίσει οικονομικό
πλεονέκτημα έναντι άλλων
χωρών. Δείτε, για
παράδειγμα, το πώς η
ομάδα του Trump
διαχειρίστηκε την
προσπάθεια της Πολωνίας
να πληρώσει για μια
αμερικανική στρατιωτική
βάση στην χώρα και πώς η
κυβέρνηση πίεσε [10] το
Ηνωμένο Βασίλειο να
επιδιώξει ένα σκληρό
Brexit, ώστε οι Ηνωμένες
Πολιτείες να μπορέσουν
να ενθυλακώσουν
παραχωρήσεις στις
συνομιλίες για μια
διμερή συμφωνία
ελεύθερων συναλλαγών
ΗΠΑ-Βρετανίας.
Η διοίκηση έχει
αγκαλιάσει τον εθνικισμό
και περιφρόνησε την
πολυμέρεια ως μέρος του
γενικότερου κυρίαρχου
φιλοσοφικού πλαισίου της
-κάτι που είναι εμφανές
στις ομιλίες του Trump,
του Bolton και του
Pompeo. Η διοίκηση
επίσης έχει λίγο σεβασμό
για την δημοκρατία και
τα ανθρώπινα δικαιώματα,
εκτός από τις
περιπτώσεις της Κούβας,
του Ιράν και της
Βενεζουέλας. Αυτή η
κοσμοθεωρία είναι έκδηλη
στην αντίθεση της
Ουάσινγκτον με την
Ευρωπαϊκή Ένωση, στην
υποστήριξη των
αυταρχικών ηγετών που
αψηφούν τα διεθνή
πρότυπα και στην
απόσυρση από διεθνείς
οργανισμούς και συνθήκες.
Την ίδια στιγμή, η σκέψη
της διοίκησης παραμένει
ad hoc και απλοϊκή -η
διοίκηση στηρίζεται
έντονα στην Γερμανία για
την ακύρωση του αγωγού
Nord Stream 2, αλλά
σύμφωνα με το δόγμα η
γερμανική κυβέρνηση
πρέπει να ακολουθήσει
μόνο τα δικά της
συμφέροντα.
Η προσέγγιση του Trump
στην Ευρώπη ποικίλλει
ανάλογα με την περιοχή.
Η κυβέρνηση δεσμεύεται
άνευ όρων στην Κεντρική
και Ανατολική Ευρώπη,
όπου παρέχει πολιτική
στήριξη στον Ούγγρο
αυταρχικό Βίκτορ Όρμπαν
και εργάζεται για την
αύξηση των εξαγωγών
υγροποιημένου φυσικού
αερίου ως αντιστάθμισμα
της ρωσικής επιρροής.
Αντιθέτως, η ατζέντα της
με την Δυτική Ευρώπη
ήταν πολύ πιο εχθρική
και φαίνεται να
συνίσταται μόνο σε
σημεία διαφωνίας, μεταξύ
των οποίων η αντίθεση
στον αγωγό Nord Stream
2, το ελεύθερο εμπόριο
με την Ευρώπη και οι
αμυντικές δαπάνες στο
ΝΑΤΟ, καθώς και οι
διαφωνίες της με την
Ευρωπαϊκή Ένωση για το
Ιράν.
Στην Ανατολική Ασία, η
πολιτική του Trump έχει
δύο βασικά στοιχεία -την
Κίνα και την Βόρεια
Κορέα. Σχετικά με την
πρώτη, η επιθυμία του
Trump να κερδίσει τον
εμπορικό πόλεμο με το
Πεκίνο τον οδήγησε να
στηρίξει τις ευρύτερες
προσπάθειες για να
εξισορροπήσει την Κίνα
που υποστήριξαν
ορισμένοι από τους
συμβούλους του, οι
οποίες περιλαμβάνουν την
αντιμετώπιση της
κινεζικής πολιτικής
επιρροής και τον
αναπροσανατολισμό του
αμερικανικού στρατού για
να ανταγωνιστεί την Κίνα.
Αλλά αυτή η στήριξη θα
μπορούσε να δοκιμαστεί
καθώς η ρητορική του
Κινέζου προέδρου Xi
Jinping για την Ταϊβάν
θερμαίνεται και, ιδίως,
αν ο εμπορικός πόλεμος
επιλυθεί -θα αντισταθεί
ο Τραμπ στην Κίνα για
την Ταϊβάν εάν αισθανθεί
ότι υπερασπίζεται μια
εμπορική συμφωνία που
προσφέρει στις Ηνωμένες
Πολιτείες σημαντικές
παραχωρήσεις; Η πολιτική
της κυβέρνησης για την
Βόρεια Κορέα, εν τω
μεταξύ, συνίσταται σε
μια άτυπη συμφωνία με
την οποία οι Ηνωμένες
Πολιτείες επιτρέπουν την
απόψυξη των σχέσεων,
εφόσον ο Kim συμφωνεί να
μην δοκιμάζει πυραύλους
ή πυρηνικά όπλα, ακόμη
και αν αυτό δεν επιφέρει
σημαντική πρόοδο στην
αποπυρηνικοποίηση.
Ορισμένοι αξιωματούχοι
της διοίκησης, ιδίως ο
Μπόλτον, έχουν
επιφυλάξεις σχετικά με
αυτήν την στρατηγική
διευθέτησης, αλλά
σέβονται τον πρόεδρο.
Διαφορές παραμένουν
μεταξύ του προέδρου και
της ομάδας του. Το πιο
εντυπωσιακό παράδειγμα
είναι η πολιτική των ΗΠΑ
για τη Μέση Ανατολή. Ο
Trump και οι σύμβουλοί
του συμφωνούν να
υιοθετήσουν μια σκληρή
γραμμή εναντίον του Ιράν.
Ωστόσο, ο πρόεδρος είναι
βαθιά απρόθυμος να
δεσμεύσει πόρους από τις
ΗΠΑ για να ανατρέψει την
ιρανική επιρροή στην
Συρία και θα ήθελε να
δει μια περιστολή από
την περιοχή. Κατά την
άποψή του, οι
προσπάθειες των ΗΠΑ
πρέπει να περιορίζονται
στην στήριξη συμμάχων
για να λάβουν
οποιαδήποτε μέτρα
κρίνουν κατάλληλα για
την αντιμετώπιση του
Ιράν (όπως ο πόλεμος της
Σαουδικής Αραβίας στην
Υεμένη), στην επιβολή
κυρώσεων και την
απόσυρση από το Joint
Comprehensive Plan of
Action. Αυτό είναι το
θέμα στο οποίο η
σημερινή ομάδα του
προέδρου έχει κάνει
δηλώσεις που φαίνεται να
του αντιτίθεται. Για
παράδειγμα, σε ένα
ταξίδι στη Μέση Ανατολή,
ο Μπόλτον δήλωσε [11]
ότι τα στρατεύματα των
ΗΠΑ δεν θα φύγουν από
την Συρία έως ότου το
Ισλαμικό Κράτος (γνωστό
και ως ISIS) καταστραφεί
πλήρως και οι Κούρδοι
προστατευτούν. Σε
γενικές γραμμές, όμως, η
εξωτερική πολιτική του
Trump είναι πιο
ενοποιημένη από ποτέ.
ΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Παραδόξως, η έλευση μιας
πιο ενιαίας και
προβλέψιμης εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ είναι
πιθανό να αποδυναμώσει
την αμερικανική επιρροή
και να αποσταθεροποιήσει
την διεθνή τάξη. Μια
βαθιά διχασμένη διοίκηση
Trump ήταν η καλύτερη
περίπτωση για όσους
πιστεύουν στη
μεταπολεμική στρατηγική
των Ηνωμένων Πολιτειών,
όπως καθορίζεται από τις
ισχυρές συμμαχίες, μια
ανοικτή παγκόσμια
οικονομία και την ευρεία
υποστήριξη προς την
δημοκρατία, το κράτος
δικαίου και τα ανθρώπινα
δικαιώματα. Επειδή ο
Trump δεν επρόκειτο ποτέ
να αλλάξει την
κοσμοθεωρία του, η
διοίκησή του έπρεπε να
χαρακτηριστεί είτε από
διαίρεση είτε από
συμφωνία με τους όρους
του. Τώρα έχουμε το
τελευταίο. Έτσι ξεκινά η
τρίτη φάση -ο αντίκτυπος
μιας ενοποιημένης
διοίκησης Trump στον
κόσμο.
Ο THOMAS WRIGHT είναι
διευθυντής του Center on
the United States and
Europe και ανώτερος
συνεργάτης στο Project
on International Order
and Strategy στο
Ινστιτούτο Brookings.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72124/thomas-wright/i-eksoteriki-politiki-toy-trump-den-einai-pleon-aproblepti?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2019-01-18/trumps-foreign-policy-no-longer-unpredictable
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|