|
|
|
Περίληψη:
Σήμερα, μεγάλες εταιρίες
τεχνολογίας έχουν φτάσει
να κυριαρχούν στην
ηλεκτρονική εμπειρία,
συλλέγοντας συνεχώς τα
προσωπικά δεδομένα των
χρηστών, και μέσω
ιδιόκτητων αλγορίθμων
οργανώνουν αποτελέσματα
αναζήτησης, συστάσεις
και ειδήσεις. Οι
προπαγανδιστές και οι
εξτρεμιστές
χρηματοδοτούν
στοχευμένες διαφημίσεις
και δημιουργήσουν
στρατούς bots στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης για
να προωθήσουν
παραπλανητικά ή
καταφανώς ψευδή
περιεχόμενα.
|
|
|
|
|
|
---------------------
Στις Ηνωμένες Πολιτείες,
η Ρωσία προσπάθησε να
βοηθήσει έναν υποψήφιο
για την προεδρία έναντι
ενός άλλου υποψηφίου
στις εκλογές του 2016 -όχι
μόνο μέσω της υποκλοπής
και δημοσιοποίησης
μηνυμάτων ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου (e-mails),
αλλά και μέσω μιας
εκτεταμένης ενημερωτικής
επιχείρησης που
περιελάμβανε πληρωμένες
διαφημίσεις, ψεύτικους
λογαριασμούς μέσων
κοινωνικής δικτύωσης και
διχαστικό περιεχόμενο.
Στην Κίνα [1], οι Αρχές
εκμεταλλεύονται την
δύναμη της τεχνητής
νοημοσύνης για να
τελειοποιήσουν ένα
Οργουελιανό σύστημα
online και πραγματικής
επιτήρησης για να
παρακολουθούν κάθε
κίνηση των πολιτών. Στη
Μιανμάρ [2], ένας
απεσταλμένος του ΟΗΕ
διαπίστωσε ότι το
Facebook είχε συμβάλει
στην εξάπλωση ρητορικής
του μίσους, συμβάλλοντας
στην εθνοκάθαρση των
Μουσουλμάνων Rohingya.
Σε μια εποχή όπου το
ήμισυ του παγκόσμιου
πληθυσμού συνδέεται με
το Διαδίκτυο, είναι
δύσκολο να ξεφύγουμε από
το συμπέρασμα ότι η
τεχνολογία που
υποσχέθηκε να δώσει ισχύ
στους αδύναμους έχει
καταλήξει επίσης να
βλάπτει τους ίδιους τους
ανθρώπους που έπρεπε να
βοηθήσει.
Η ανοικτότητα επέτρεψε
στο Διαδίκτυο να
καταστεί ένα παγκόσμιο
δίκτυο που ενθάρρυνε την
εξαιρετική καινοτομία
και ενίσχυσε
επιχειρηματίες,
καταναλωτές και
πολιτικούς διοργανωτές.
Αλλά στην πορεία, χάθηκε
μέρος του ανοικτότητας
και ρίζωσαν πιο
σκοτεινές δυνάμεις.
Ο Αναπληρωτής Γενικός
Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Rod
Rosenstein, ανακοινώνει
το κατηγορητήριο
εναντίον 12 Ρώσων
αξιωματικών πληροφοριών
στην Ουάσινγκτον, τον
Ιούλιο του 2018. LEAH
MILLIS/FILE
PHOTO/REUTERS
-------------------------------------------------------------------------------------
Σήμερα, μεγάλες εταιρίες
τεχνολογίας έχουν φτάσει
να κυριαρχούν στην
ηλεκτρονική εμπειρία,
συλλέγοντας συνεχώς τα
προσωπικά δεδομένα των
χρηστών, συχνά χωρίς
εκείνοι να το γνωρίζουν,
και τα τροφοδοτούν μέσω
ιδιόκτητων αλγορίθμων
[3] για να οργανώνουν
αποτελέσματα αναζήτησης,
συστάσεις και ειδήσεις.
Οι προπαγανδιστές και οι
εξτρεμιστές που
επιθυμούν να αποκρύψουν
την ταυτότητά τους
χρηματοδοτούν
στοχευμένες διαφημίσεις
και να δημιουργήσουν
στρατούς [διαδικτυακών]
ρομπότ (bots) στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης για
να προωθήσουν
παραπλανητικά ή
καταφανώς ψευδή
περιεχόμενα,
αποστερώντας τους
πολίτες από μια βασική
κατανόηση της
πραγματικότητας. Και οι
αυταρχικοί
εκμεταλλεύονται την
τεχνολογία για να
λογοκρίνουν τις
πληροφορίες και να
καταπνίγουν τις
διαφωνίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
επινόησαν το Διαδίκτυο
και, από την αρχή,
προώθησαν το όραμά τους
για ένα ανοιχτό και
δωρεάν Διαδίκτυο στην
παγκόσμια σκηνή. Αλλά
σήμερα, η αμερικανική
ηγεσία απουσιάζει σε
μεγάλο βαθμό καθώς η
πλατφόρμα όλο και
περισσότερο οπλοποιείται
(weaponized). Είναι η
ώρα η Ουάσιγκτον να
ξεπεράσει την
τεχνο-ουτοπική πεποίθησή
της ότι το Διαδίκτυο
μπορεί να επιδιορθωθεί
από μόνο του και,
αντίθετα, να λάβει
ενεργά μέτρα για να
διασφαλίσει ότι το
Διαδίκτυο είναι ένα
εργαλείο για την
ενίσχυση και όχι την
υπονόμευση των
δημοκρατικών αξιών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Η πιο συνηθισμένη
ιστορία της καταγωγής
του Διαδικτύου ξεκινά με
τους λαμπρούς νέους
επιχειρηματίες οι οποίοι
εφευρίσκουν τεχνολογίες
που αλλάζουν την ζωή
μέσα από τα γκαράζ τους.
Στην πραγματικότητα, το
πρώιμο Διαδίκτυο έλαβε
σημαντική βοήθεια [4]
από την κυβέρνηση των
ΗΠΑ. Ξεκίνησε από το
ARPANET, το Advanced
Research Projects Agency
Network, ένα
αποκεντρωμένο δίκτυο που
δημιουργήθηκε από το
Πεντάγωνο, το οποίο
σχεδιάστηκε για να
αντέχει σε μια πυρηνική
επίθεση. Οι εφευρέτες
του Internet Protocol
και του World Wide Web
έλαβαν κυβερνητικές
επιχορηγήσεις και
υποστήριξη από
κυβερνητικά ερευνητικά
εργαστήρια.
Επιπλέον, στα μέσα της
δεκαετίας του '90, όταν
το Διαδίκτυο άρχιζε να
εισέρχεται στα σπίτια
των ανθρώπων και στους
χώρους εργασίας, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ
προώθησε επιθετικά τον
ανταγωνισμό με το
υπάρχον τηλεπικοινωνιακό
δίκτυο, μια επιλογή που
επέτρεψε να ανθίσει το
πρώιμο Διαδίκτυο. Η
Ομοσπονδιακή Επιτροπή
Επικοινωνιών (Federal
Communications
Commission) απάλλαξε
τους παρόχους υπηρεσιών
Διαδικτύου, όπως η AOL,
από το να πληρώνουν τις
χρεώσεις που έπρεπε να
πληρώνουν οι φορείς
μεγάλων αποστάσεων και
εφάρμοσε τον νόμο περί
τηλεπικοινωνιών του 1996
με τέτοιο τρόπο ώστε -τουλάχιστον
για μερικά χρόνια- να
ανοίξουν οι
περιφερειακές
τηλεφωνικές εταιρείες
στον ανταγωνισμό,
προκαλώντας δαπάνες
δισεκατομμυρίων δολαρίων
για την ανάπτυξη
ευρυζωνικών δικτύων.
Όταν το Κογκρέσο
ενέκρινε τον νόμο περί
Ευπρέπειας των
Επικοινωνιών του 1996
(Communications Decency
Act), περιλάμβανε μια
διάταξη -τμήμα 230- που
απελευθέρωνε σε μεγάλο
βαθμό ορισμένες
εταιρείες του Διαδικτύου
από την ευθύνη για
περιεχόμενο τρίτων, το
οποίο δημοσιευόταν ή
διακινείτο στα δίκτυα ή
τις πλατφόρμες τους. Σε
συνδυασμό με τον
αποκεντρωμένο σχεδιασμό
του Διαδικτύου, οι
πολιτικές αυτές
προώθησαν ένα μέσο που
επιτρέπει στους χρήστες
να ανταλλάσσουν ελεύθερα
πληροφορίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
προσηλύτισαν στο
εξωτερικό με το πλαίσιο
της πολιτικής τους υπέρ
της ανοικτότητας. Το
1997, η Ουάσιγκτον
διαπραγματεύθηκε μια
συμφωνία μέσω του
Παγκόσμιου Οργανισμού
Εμπορίου, η οποία
δέσμευσε 67 χώρες που
υπέγραψαν τα «ρυθμιστικά
αξιώματα υπέρ του
ανταγωνισμού» όταν
επρόκειτο για
τηλεπικοινωνίες,
στρώνοντας τον δρόμο για
το παγκόσμιο Internet.
Και για να ορίσει τους
κανόνες της πορείας για
το Διαδίκτυο, ενέκρινε
μια χούφτα οργανώσεις «πολλαπλών
φορέων» (multistakeholder),
συμπεριλαμβανομένης της
Εταιρείας Internet για
Εκχωρημένα Ονόματα και
Αριθμούς (Internet
Corporation for Assigned
Names and Numbers) ή
ICANN (η οποία
διαχειρίζεται το σύστημα
ονομάτων στο Διαδίκτυο
[domain names]) και της
Task Force Internet
Engineering (που προωθεί
τα τεχνικά πρότυπα). Το
πλαίσιο αυτό προήγαγε
τον ανταγωνισμό,
προσέφερε νέες οδούς για
την ανταλλαγή
πληροφοριών και επέτρεψε
στο Διαδίκτυο να γίνει
μια ζωντανή πλατφόρμα
για την ελεύθερη έκφραση
και την καινοτομία. Το
Διαδίκτυο φαινόταν να
οδηγεί σε μια νέα εποχή
εκδημοκρατισμού και
επιχειρηματικότητας.
Κατά το 2011, πιστώθηκε
[5] ότι προκάλεσε την
Αραβική Άνοιξη.
Αλλά μέχρι τότε, το
Διαδίκτυο είχε αλλάξει
πολύ. Αρχικά στην
ιστορία του, οι χρήστες
επικοινωνούσαν άμεσα,
και το ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο (e-mail)
ήταν η «απαραίτητη
εφαρμογή» (killer app).
Με την έλευση του World
Wide Web, οι χρήστες
μπορούσαν εύκολα να
δημιουργούν και να
μοιράζονται το δικό τους
περιεχόμενο. Ωστόσο, οι
σημερινές ψηφιακές
πλατφόρμες –συμπεριλαμβανομένων
των Amazon, Facebook,
Google και Twitter-
χρησιμοποιούν
αλγόριθμους για την
οργάνωση της εμπειρίας
των χρηστών. Οι
εταιρείες μέσων
κοινωνικής δικτύωσης
κερδίζουν περισσότερα
έσοδα από διαφημίσεις
όσο περισσότερο μπορούν
να κάνουν τους ανθρώπους
να ξοδεύουν στις
πλατφόρμες τους και όσο
πιο στενά μπορούν να
τους στοχεύσουν, και
έτσι έχουν κάθε κίνητρο
να συλλέγουν όσο το
δυνατόν περισσότερα
δεδομένα [6] και να τα
τροφοδοτούν σε
αλγόριθμους που
βελτιστοποιούν το
περιεχόμενο που βλέπουν
οι χρήστες τους.
Την ίδια στιγμή, ο
κόσμος εκτός σύνδεσης
(offline) μετατοπίστηκε
σε σύνδεση (online). Το
2017, σε μια έρευνα
Αμερικανών που διεξήχθη
από την Σχολή
Επικοινωνίας και
Δημοσιογραφίας
USC-Annenberg, οι
ερωτηθέντες παραδέχτηκαν
ότι ξοδεύουν online κατά
μέσο όρο 24 ώρες την
εβδομάδα. Το 40% από
αυτούς δήλωσαν ότι
θεωρούν πως το Διαδίκτυο
διαδραματίζει
αναπόσπαστο ρόλο στην
αμερικανική πολιτική,
ενώ το 83% ανέφερε ότι
έκαναν αγορές
ηλεκτρονικά. Οι
περισσότερες από τις
σχετικές κυβερνητικές
πολιτικές σχεδιάστηκαν
όταν το Διαδίκτυο ήταν
απλώς ένα περιθωριακό
κομμάτι της ζωής των
ανθρώπων, αλλά έχει
φθάσει να αγγίξει σχεδόν
κάθε πτυχή.
Οι ειδήσεις μεταφέρθηκαν
επίσης στο διαδίκτυο, με
περισσότερους ανθρώπους
να τις μαθαίνουν πλέον
μέσω του Διαδικτύου παρά
από την τηλεόραση, όπως
[το ίδιο έκανε] και η
διαφήμιση. Ως αποτέλεσμα,
το οικονομικό μοντέλο
της έντυπης
δημοσιογραφίας
κατέρρευσε. Στο παρελθόν,
όταν το μέλλον των
ειδήσεων φαινόταν υπό
αμφισβήτηση, οι
Αμερικανοί συζητούσαν
δημοσίως τον ρόλο που
πρέπει να διαδραματίζουν
τα μέσα ενημέρωσης σε
μια δημοκρατία. Το
Κογκρέσο ρύθμιζε τις
αναπτυσσόμενες μορφές
των μέσων μαζικής
ενημέρωσης, με τον νόμο
για το ραδιόφωνο (Radio
Act) το 1927 και μετά με
τον νόμο περί
επικοινωνιών
(Communications Act) το
1934, που απαιτούσε από
τους ραδιοτηλεοπτικούς
φορείς να ενεργούν προς
το δημόσιο συμφέρον ως
προϋπόθεση για την λήψη
αδειών χρήσης των
δημόσιων ραδιοκυμάτων. Η
κοινωνία των πολιτών
προσχώρησε επίσης στην
συζήτηση. Μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,
η Επιτροπή για την
Ελευθερία του Τύπου
(Commission on Freedom
of the Press), με
επικεφαλής τον Robert
Hutchins, πρόεδρο του
Πανεπιστημίου του Σικάγο,
κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης πρέπει να
δεσμευτούν στην
κοινωνική ευθύνη. Και το
1967, η Επιτροπή
Carnegie για την
Εκπαιδευτική Τηλεόραση
εξέδωσε μια έκθεση για
το πώς να έρθει η
δημόσια ραδιοτηλεοπτική
μετάδοση στα νοικοκυριά
των ΗΠΑ, υποκινώντας την
ψήφιση το ίδιο έτος του
νόμου περί
ραδιοτηλεοπτικών
εκπομπών (Public
Broadcasting Act), ο
οποίος δημιούργησε την
Εταιρία Δημόσιων
Ραδιοτηλεοπτικών
Εκπομπών (Corporation
for Public
Broadcasting). Αλλά όταν
το Internet απογειώθηκε,
καμιά τέτοια εξέταση δεν
έλαβε χώρα.
Εν ολίγοις, καθώς το
Διαδίκτυο αναπτύχθηκε
πιο συγκεντρωτικά και
καθώς ο ρόλος του
επεκτάθηκε, οι υπεύθυνοι
για την χάραξη πολιτικής
απέτυχαν να το
παρακολουθήσουν. Όταν
επρόκειτο για την
επικαιροποίηση των
κανονισμών για τις
ηλεκτρονικές
δραστηριότητες -είτε το
ζήτημα αφορούσε στην
πολιτική διαφήμιση είτε
στην ιδιωτική ζωή- το
Διαδίκτυο θεωρήθηκε ως
ένα ειδικό πεδίο που δεν
χρειαζόταν ρύθμιση. Και
οι κακοί άνθρωποι το
σημείωσαν.
ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ
Στις δύσκολες μέρες της
Αραβικής Άνοιξης,
ορισμένοι παρατηρητές
πίστευαν ότι το
Διαδίκτυο έδωσε στους
αντιφρονούντες ένα σαφές
πλεονέκτημα έναντι των
καταπιεστών τους. Αλλά
οι τύραννοι γενικών
έμαθαν να χρησιμοποιούν
την τεχνολογία για τους
δικούς τους σκοπούς.
Αποδείχθηκε ότι, αν και
τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης και άλλες
τεχνολογίες μπορούν να
βοηθήσουν τους
διαδηλωτές, μπορούν
επίσης να βοηθήσουν το
κράτος.
Μια έκθεση του Freedom
House, το 2017,
διαπίστωσε ότι η
ελευθερία του Διαδικτύου
μειώθηκε παγκοσμίως για
έβδομη συνεχή χρονιά
καθώς η Κίνα, η Ρωσία
και ορισμένες χώρες του
Κόλπου ανέπτυξαν
διάφορες εξελιγμένες
μεθόδους για τον
περιορισμό της πρόσβασης
σε ηλεκτρονικές
πληροφορίες και εργαλεία
επικοινωνίας. Έχουν
μπλοκάρει τα εικονικά
ιδιωτικά δίκτυα (virtual
private networks),
καθιστώντας πιο δύσκολο
για τους χρήστες να
αποφεύγουν τους ελέγχους
λογοκρισίας και έχουν
κάνει το ίδιο με τις
κρυπτογραφημένες
εφαρμογές ανταλλαγής
μηνυμάτων, όπως η
Telegram, αποστερώντας
τους διαφωνούντες από
την ικανότητα να
οργανώνονται μυστικά.
Στις Φιλιππίνες, ο
πρόεδρος Rodrigo Duterte
έχει στρατολογήσει έναν
στρατό πληρωμένων
διαδικτυακών οπαδών και
bots για να προβάλλει
μια ατμόσφαιρα δημόσιου
ενθουσιασμού και για να
εκφοβίσει τους επικριτές
του.
Μερικές φορές, οι
αυταρχικοί μέχρι που
βάζουν ιδιωτικές
εταιρείες για να κάνουν
το θέλημά τους. Η
τουρκική κυβέρνηση, εν
μέσω της καταστολής της
αντιπολίτευσης από τότε
που έγινε η αποτυχημένη
απόπειρα πραξικοπήματος
το 2016, ανάγκασε το
Facebook να καταργήσει
περιεχόμενο. (Η
Wikipedia εγκατέλειψε
την χώρα αντί να
επεξεργαστεί ή να
καταργήσει περιεχόμενο).
Και σε ορισμένες χώρες -κυρίως
στην Κίνα, το Ιράν και
την Ρωσία- οι
κυβερνήσεις απαιτούν να
φυλάσσονται τα δεδομένα
των πολιτών εντός της
χώρας.
Η πιο εξελιγμένη
προσπάθεια προέρχεται
από την Κίνα, η οποία,
εκτός από το Great
Firewall [7], αναπτύσσει
ένα σύστημα «κοινωνικών
βαθμών», το οποίο
πηγαίνει την ιδέα ενός
πιστωτικού αποτελέσματος
στην πιο ανατριχιαστική
επέκτασή του. Η ιδέα
είναι να συγκεντρωθούν
πληροφορίες από δημόσια
και ιδιωτικά αρχεία για
την αξιολόγηση της
συμπεριφοράς των πολιτών,
δημιουργώντας ένα σκορ
που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να
προσδιοριστούν οι
δυνατότητές τους για
απασχόληση, εκπαίδευση,
στέγαση και ταξίδια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
έχουν αγωνιστεί να
ανταποκριθούν στην
αυταρχική online απειλή.
Ως υπουργός Εξωτερικών,
η Χίλαρι Κλίντον
προώθησε μια ατζέντα
ελευθερίας του
Διαδικτύου για να
ενισχύσει τους
αντιφρονούντες. Το
Υπουργείο Εξωτερικών
αφιέρωσε δεκάδες
εκατομμύρια δολάρια σε
προγράμματα που
αποσκοπούσαν στην
ενίσχυση της πρόσβασης
στο Διαδίκτυο, στην
καταπολέμηση της
λογοκρισίας και στην
δημιουργία τεχνολογιών
για την παράκαμψη των
ελέγχων. Και το 2016
ίδρυσε το Παγκόσμιο
Κέντρο Δέσμευσης (Global
Engagement Center), το
οποίο είχε επιφορτιστεί
με τον συντονισμό των
προσπαθειών για την
αντιμετώπιση της
διάδοσης της προπαγάνδας
από κράτη και μη
κρατικούς φορείς. Αλλά
αυτός ο οργανισμός δεν
ήταν ποτέ πλήρως
στελεχωμένος ή πλήρως
χρηματοδοτημένος. Καθ’
όλο αυτό το διάστημα, τα
εργαλεία για την
επιτήρηση και τον έλεγχο
έχουν γίνει πιο
εξελιγμένα.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ HACKING ΣΤΗΝ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το Διαδίκτυο δεν έχει
χρησιμοποιηθεί μόνο για
την ενίσχυση των
αυταρχικών κρατών˙ έχει
επίσης χρησιμοποιηθεί
για την αποδυνάμωση των
δημοκρατιών. Όπως
αναφέρθηκε λεπτομερώς
στα κατηγορητήρια που
εξέδωσε το Φεβρουάριο ο
Robert Mueller, ο
ειδικός εισαγγελέας των
ΗΠΑ που διερευνά την
ρωσική παρέμβαση στις
εκλογές του 2016, Ρώσοι
δημιούργησαν ψεύτικα
online πρόσωπα με σκοπό
την διάδοση ψευδών
πληροφοριών. Για
παράδειγμα, ένας
λογαριασμός Twitter με
το όνομα @TEN_GOP που
υποτίθεται ότι
αντιπροσώπευε [8] το
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
του Τενεσί και δημοσίευε
μια σταθερή ροή
περιεχομένου
υποστηρίζοντας τον
Ρεπουμπλικανό υποψήφιο
Donald Trump. Στην
πραγματικότητα,
λειτουργούσε από την
Υπηρεσία Έρευνας του
Internet (Internet
Research Agency), μια
οργάνωση που συνδέεται
με την ρωσική κυβέρνηση
και είναι υπεύθυνη για
επιχειρήσεις online
επιρροής. Ένας
ιδιαίτερος στόχος ήταν
να μειωθεί η συμμετοχή
των Αφροαμερικανών [στις
εκλογές], προκειμένου να
πληγεί η υποψηφιότητα
της Κλίντον. Σύμφωνα με
έρευνα του CNN, η
εκστρατεία μέσων
κοινωνικής δικτύωσης που
ονομάζεται «Blacktivist»
ήταν στην πραγματικότητα
μια ρωσική επιχείρηση
troll˙ είχε περισσότερα
«μου αρέσει» (Like) στο
Facebook από την επίσημη
σελίδα «Black Lives
Matter».
Εκείνοι που οργανώνουν
εκστρατείες
παραπληροφόρησης στα
μέσα κοινωνικής
δικτύωσης
εκμεταλλεύονται τα
συστήματα εμπορικής
συλλογής δεδομένων και
στόχευσης. Συγκεντρώνουν
προσωπικά δεδομένα από
πολλές πηγές σε διάφορες
συσκευές και
κατηγοριοποιούν τους
ανθρώπους ανάλογα με την
συμπεριφορά, τα
ενδιαφέροντά τους και τα
δημογραφικά στοιχεία.
Στην συνέχεια, στοχεύουν
ένα συγκεκριμένο τμήμα
χρηστών με διαφημίσεις
και bots [στμ:
ηλεκτρονικά «ρομπότ» του
Διαδικτύου], που
ενθαρρύνουν τους χρήστες
να κάνουν Like σε
σελίδες, να «ακολουθούν»
λογαριασμούς και να
μοιράζονται πληροφορίες.
Με αυτόν τον τρόπο, οι
εκστρατείες
παραπληροφόρησης
οπλοποιούν τις ψηφιακές
πλατφόρμες, των οποίων
οι αλγόριθμοι φαίνεται
να επιβραβεύουν την οργή,
διότι αυτή [η οργή]
διατηρεί δεσμευμένους
τους χρήστες. Όπως
διαπίστωσε ο μελετητής
Zeynep Tufekci [9], ο
αλγόριθμος συστάσεων
(recommendation
algorithm) του YouTube
κατευθύνει τους θεατές
σε όλο και πιο
ριζοσπαστικά και
εξτρεμιστικά βίντεο.
Για να είμαστε δίκαιοι,
οι μεγάλες εταιρείες
τεχνολογίας έχουν
αρχίσει να ξυπνούν
σχετικά με την κλίμακα
του προβλήματος. Αφού
διαπιστώθηκε ότι η
εταιρεία συμβούλων
Cambridge Analytica
συγκέντρωσε τις
προσωπικές πληροφορίες
87 εκατομμυρίων χρηστών
του Facebook για χρήση
σε πολιτικές εκστρατείες,
ο Mark Zuckerberg, ο
διευθύνων σύμβουλος της
εταιρείας, κατέθεσε στο
Κογκρέσο ότι το Facebook
θα επεκτείνει παγκοσμίως
τους ελέγχους που
εφαρμόζει για να
ικανοποιήσει τον Γενικό
Κανονισμό Προστασίας
Δεδομένων (General Data
Protection Regulation)
της ΕΕ. (Αλλά το ότι η
εταιρεία αφαίρεσε τα μη
ευρωπαϊκά δεδομένα από
τους ευρωπαϊκούς
διακομιστές [servers],
κάτι που θέτει τις
πληροφορίες εκτός των
ρυθμιστικών Αρχών της ΕΕ,
εγείρει αμφιβολίες για
την δέσμευσή του). Το
Twitter άρχισε να
καταργεί τους ψεύτικους
λογαριασμούς με
επιταχυνόμενο ρυθμό,
διαγράφοντας 70
εκατομμύρια ύποπτους
λογαριασμούς τον Μάιο
και τον Ιούνιο του 2018.
Όλες αυτές οι εταιρείες
έχουν λάβει μέτρα για να
αυξήσουν την διαφάνεια
όταν πρόκειται για το
ποιος έχει πληρώσει για
μια συγκεκριμένη
πολιτική διαφήμιση.
Τον Ιούλιο, μια
συνέντευξη Τύπου του
Facebook που είχε
σχεδιαστεί για να
παρουσιάσει την πρόοδο
της εταιρείας, κατέληξε
να καταδεικνύει την
αβεβαιότητα που
αντιμετωπίζουν όλες οι
μεγάλες πλατφόρμες. Ένας
δημοσιογράφος του CNN
ρώτησε πώς το Facebook
μπορούσε να συνεχίζει να
επιτρέπει το Infowars –ένα
site θεωρίας συνωμοσίας
που έχει προπαγανδίσει
την ιδέα ότι οι
πυροβολισμοί στα σχολεία
είναι απάτη και τα
θύματά τους «ηθοποιοί
της κρίσης» (crisis
actors)- να λειτουργεί
μια σελίδα με
περισσότερους από
900.000 οπαδούς. Οι
εκπρόσωποι της εταιρείας
πάλεψαν να εξηγήσουν
[10] σε ποιες
περιπτώσεις οι ψευδείς
πληροφορίες αφαιρούνται
για παραβιάσεις των «κοινοτικών
προτύπων» (community
standards) του Facebook
και σε ποιες περιπτώσεις
απλώς «υποβαθμίζονται» (downranked)
στην ροή ειδήσεών του.
Για άλλη μια φορά, η
δημόσια πολιτική δεν
μπόρεσε να ακολουθήσει.
Δεν υπάρχει καμία
ομοσπονδιακή υπηρεσία
που να είναι
επιφορτισμένη με την
προστασία της
δημοκρατίας των ΗΠΑ στην
ψηφιακή εποχή, και έτσι
οι μόνοι «αστυνομικοί εν
υπηρεσία» είναι η
Ομοσπονδιακή Επιτροπή
Εμπορίου (Federal Trade
Commission, FTC) και η
Ομοσπονδιακή Εκλογική
Επιτροπή (Federal
Election Commission, FEC).
Η FTC είναι
επιφορτισμένη με την
ευρεία αποστολή να
προστατεύει τους
καταναλωτές και
στερείται επαρκούς
προσωπικού και εξουσίας
για την αντιμετώπιση των
περισσοτέρων προκλήσεων
που σχετίζονται με την
οπλοποίηση του
Διαδικτύου. Η διοίκηση
Ομπάμα πρότεινε μια
επικαιροποίηση των νόμων
περί απορρήτου που θα
έδινε στην FTC
περισσότερη εξουσία όταν
πρόκειται για το θέμα
αυτό, αλλά το Κογκρέσο
δεν το προχώρησε ποτέ.
Και παρόλο που ένα
προσχέδιο του νόμου
Dodd-Frank για την
Μεταρρύθμιση της Wall
Street και την Προστασία
των Καταναλωτών (2010)
περιείχε μια διάταξη που
έδινε εξουσία λήψης
αποφάσεων στην FTC, η
διάταξη εξαφανίστηκε
πριν ψηφιστεί το
νομοσχέδιο. Η FEC, από
την πλευρά της,
πελαγοδρομεί αενάως
μεταξύ κομματικών
γραμμών, όπως ακριβώς
συνέβη το 2014, όταν η
ψηφοφορία για το εάν θα
απαιτηθεί διαφάνεια στην
διαδικτυακή πολιτική
διαφήμιση κατέληξε σε
αδιέξοδο. Ως επί το
πλείστον, η κυβέρνηση το
έχει αφήσει στους
ιδιώτες και τις ψηφιακές
πλατφόρμες να σχεδιάσουν
τις δικές τους άμυνες,
και αυτοί δεν τα
καταφέρνουν
ικανοποιητικά.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΝΟΙΚΤΟΤΗΤΑ
Παρόλο που η δημόσια
πολιτική διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο στην
δημιουργία και την
ανάπτυξη του Διαδικτύου,
προέκυψε μια μυθική,
φιλελεύθερης προέλευσης
ιστορία, η οποία
τροφοδότησε την
πεποίθηση ότι το
Διαδίκτυο είναι τόσο
ανοικτό ώστε η ρύθμιση
είναι περιττή -όντως,
ότι η κυβέρνηση είναι
κάτι σαν Κρυπτονίτης για
το Διαδίκτυο. Φυσικά,
αυτό ήταν επίσης ένα
βολικό αφήγημα για τους
αντιπάλους της ρύθμισης,
οι οποίοι για
οικονομικούς ή
ιδεολογικούς λόγους
καταπολεμούν την
ενημέρωση των offline
κανόνων ώστε να
ταιριάξουν στον online
κόσμο. Είναι όμως
σημαντικό να ενεργήσει η
Ουάσινγκτον τώρα ώστε να
αποτρέψει την περαιτέρω
οπλοποίηση του
Διαδικτύου ενάντια σε
δημοκρατίες και άτομα
που προσπαθούν να
ασκήσουν τα ανθρώπινα
δικαιώματά τους -και να
το κάνει χωρίς να
θυσιαστούν δημοκρατικές
αξίες όπως η ελευθερία
της έκφρασης. Η ιστορία
της ίδρυσης του
Διαδικτύου προσφέρει το
σωστό μοντέλο: Παρέμβαση
για λογαριασμό της
ανοικτότητας.
Πελάτες σε ένα Internet
cafe στην Taiyuan, στην
Κίνα, τον Ιούνιο του
2009. REUTERS
--------------------------------------------------------------------------
Για να βοηθήσει να
κλίνει η ζυγαριά
εναντίον των αυταρχικών,
η κυβέρνηση των ΗΠΑ
πρέπει να χρηματοδοτήσει
και να στελεχώσει πλήρως
το Global Engagement
Center, ώστε να μπορεί
να συντονίζει την
υποστήριξη για τους
ακτιβιστές στο εξωτερικό
και να καταπολεμά την
παραπληροφόρηση και το
εξτρεμιστικό περιεχόμενο.
Η Ουάσινγκτον θα πρέπει
επίσης να συνεχίσει να
υποστηρίζει τις
προσπάθειες που
καταβάλλει το
Broadcasting Board of
Governors, η
ομοσπονδιακή υπηρεσία
που επιβλέπει την Φωνή
της Αμερικής (Voice of
America) και άλλους
ραδιοτηλεοπτικούς φορείς,
συμπεριλαμβάνοντας την
ανάπτυξη εργαλείων που
βοηθούν τους
διαφωνούντες να
συνδεθούν στο διαδίκτυο
και υποστηρίζοντας την
ιστοσελίδα που ελέγχει
τα γεγονότα www.Polygraph.info.
Υπάρχουν επίσης βήματα
που μπορούν να ληφθούν
για να μειωθούν οι
ευκαιρίες των λεγόμενων
μαύρων χρημάτων (dark
money) και των σκοτεινών
δεδομένων (dark data) να
υπονομεύσουν την
δημοκρατία. Το Κογκρέσο
πρέπει να εγκρίνει τον
νόμο περί Έντιμων
Διαφημίσεων (Honest Ads
Act) [11], ένα
νομοσχέδιο που προτάθηκε
τον Οκτώβριο του 2017
και θα εφαρμόζει τους
κανόνες που ισχύουν στην
τηλεόραση για να
αποκαλύπτεται η
χρηματοδότηση πίσω από
την πολιτική διαφήμιση
στο Διαδίκτυο. Οι
πλατφόρμες θα πρέπει να
υποχρεούνται να
επιμένουν ότι οι φορείς
που αγοράζουν πολιτικές
διαφημίσεις να παρέχουν
επίσης πληροφορίες
σχετικά με τους χορηγούς
τους -και να επαληθεύουν
την ταυτότητα αυτών των
χορηγών και να
αποκαλύπτουν τις
πληροφορίες δημοσίως σε
μια ταξινομημένη,
ερευνήσιμη βάση
δεδομένων. Για να
καταφέρει ένα χτύπημα
στην μικρο-στοχευμένη
παραπληροφόρηση, το
Κογκρέσο πρέπει να
δανειστεί από τον
General Data Protection
Regulation (GDPR) της
Ευρώπης: Οι οργανισμοί
θα πρέπει να
υποχρεούνται να
αντιμετωπίζουν τα
πολιτικά και φιλοσοφικά
δεδομένα σχετικά με τους
χρήστες ως ευαίσθητες
πληροφορίες -ώστε να μην
μπορούν να συλλέγονται
και στην συνέχεια να
χρησιμοποιούνται για
στοχευμένη πολιτική
διαφήμιση χωρίς ρητή
άδεια. Οι χρήστες θα
πρέπει επίσης να έχουν
περισσότερα δικαιώματα
επί των δεδομένων, όπως
η δυνατότητα να
μεταφέρουν τα δεδομένα
τους σε άλλη πλατφόρμα ή
να τα χρησιμοποιούν με
διαλειτουργικότητα.
Οι ψηφιακές πλατφόρμες
πρέπει να βρουν έναν
τρόπο να προσφέρουν
στους χρήστες ευρύτερο
πλαίσιο (context) για
τις ειδήσεις που τους
παρουσιάζουν οι
αλγόριθμοί τους. Θα
μπορούσαν να το πράξουν
με κάποια μέθοδο
διαφοροποίησης εκείνων
των ειδησεογραφικών
πρακτορείων που
ακολουθούν αποδεκτές
δημοσιογραφικές
πρακτικές (έθιμα, όπως η
ύπαρξη ενός τίτλου του
μέσου, ο διαχωρισμός των
ειδήσεων από τις απόψεις,
και η δημοσίευση
διορθώσεων) από εκείνα
που δεν το κάνουν. Οι
πλατφόρμες θα πρέπει να
υποχρεώνονται να
καταργούν τους ψεύτικους
λογαριασμούς και να
αφαιρούν τα bots, εκτός
εάν είναι σαφώς
επισημασμένα ως τέτοια.
Οι μεγαλύτερες εταιρίες
μέσων κοινωνικής
δικτύωσης -το Facebook,
το Twitter και το
YouTube- πρέπει να είναι
διαφανείς σχετικά με
τους κανόνες που αφορούν
την διαχείριση του
περιεχομένου τους. Οι
ρυθμίσεις ενδέχεται να
απαιτούν ακόμη και
ορισμένες πλατφόρμες να
παρέχουν τις κατάλληλες
διαδικασίες προστασίας
για χρήστες των οποίων
το περιεχόμενο έχει
καταργηθεί. Και μια
στενή αλλαγή στο Τμήμα
230 θα μπορούσε να
εξαλείψει την ασυλία για
πλατφόρμες οι οποίες
αφήνουν αναρτημένο
περιεχόμενο που απειλεί
ή σκόπιμα υποκινεί για
σωματική βία.
Φυσικά, η αλλαγή πρέπει
να έρχεται από την
κορυφή. Ο ίδιος ο Trump
αρνείται επανειλημμένα
να αναγνωρίσει την
παρέμβαση της Ρωσίας
στις εκλογές του 2016,
παρά τα σαφή ευρήματα
της κοινότητας των
μυστικών υπηρεσιών. Και
τον Μάιο, το Συμβούλιο
Εθνικής Ασφάλειας της
διοίκησης Trump
κατάργησε την θέση του
συντονιστή
κυβερνοασφάλειας και
παρέδωσε το χαρτοφυλάκιο
σε έναν αναπληρωτή με
πολλές άλλες ευθύνες. Η
απόφαση αυτή πρέπει να
αντιστραφεί, και οι
ξένες επιχειρήσεις [παρα]πληροφόρησης
να αντιμετωπίζονται τόσο
σοβαρά όσο οι
κυβερνοεπιθέσεις. Και σε
διεθνές επίπεδο, η
Ουάσιγκτον πρέπει να
προωθήσει την προσέγγισή
της μέσω πολυμερών
οργανισμών και να
παράσχει τεχνική βοήθεια
μέσω της Παγκόσμιας
Τράπεζας.
Αυτό που χρειάζεται
είναι η ηγεσία από τις
ΗΠΑ. Το Διαδίκτυο δεν θα
είχε γίνει ποτέ μια
τέτοια μετασχηματιστική
τεχνολογία, αν δεν
υπήρχε η ανοικτότητα -μια
ποιότητα που ήταν έμφυτη
στον σχεδιασμό του, αλλά
ωστόσο προωθήθηκε από
κυβερνητικές πολιτικές.
Αλλά με την πάροδο του
χρόνου, αυτές οι
πολιτικές δεν συνέχισαν
να συμβαδίζουν με τις
τεχνολογικές αλλαγές ή
τον τρόπο με τον οποίο
χρησιμοποιήθηκαν. Τα
θύματα αυτής της
υστέρησης ήταν εκείνοι
που επωφελήθηκαν
περισσότερο από το
Διαδίκτυο αρχικά: Οι
δημοκρατίες, οι
υπέρμαχοι της ελευθερίας
και οι απλοί πολίτες.
Είναι καιρός αυτοί να
πάρουν πίσω το Διαδίκτυο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
είναι μοναδικά
τοποθετημένες για να
αναλάβουν την ηγεσία στο
έργο αυτό. Ως
υποστηρικτές των βασικών
αρχικών πολιτικών και ως
η πατρίδα πολλών από τις
μεγαλύτερες εταιρείες
του Διαδικτύου, μόνον
αυτές [δηλαδή οι ΗΠΑ]
μπορούν να οδηγήσουν την
ανάπτυξη ενός πλαισίου
το οποίο θα εγγυάται την
ανοικτότητα και την
διαφάνεια που
απαιτούνται για την
δημοκρατική συζήτηση
χωρίς να βλάπτεται η
καινοτομία. Αλλά αν οι
Ηνωμένες Πολιτείες
αποφύγουν την ευθύνη
τους, θα ενισχύσουν
περαιτέρω τους
αντιπάλους της
δημοκρατίας: Τα
ρεβιζιονιστικά κράτη,
τις αυταρχικές
κυβερνήσεις και τους
απατεώνες που επιδιώκουν
να εκμεταλλευτούν το
Διαδίκτυο για τους
δικούς τους,
επικίνδυνους σκοπούς.
Η KAREN KORNBLUH είναι
ανώτερη συνεργάτις
Ψηφιακής Πολιτικής στο
Council on Foreign
Relations και μέλος του
Broadcasting Board of
Governors. Από το 2009
έως το 2012, υπηρέτησε
ως πρέσβειρα των ΗΠΑ
στον Οργανισμό
Οικονομικής Συνεργασίας
και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72300/karen-kornbluh/i-xameni-yposxesi-toy-diadiktyoy?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-08-13/internets-lost-promise
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|