Σύμφωνα με το Έθνος,
τονίζει δε πως η
ολοκλήρωση των
προγραµµάτων αφήνει
περιθώρια που δεν
υπήρχαν προηγουµένως στη
σηµερινή κυβέρνηση, αλλά
και σε εκείνη που θα
προκύψει µετά τις
φετινές εκλογές, και
καλεί όλα τα κόµµατα να
περιορίσουν την
αντιπαράθεση σε αυτά τα
περιθώρια, δηλαδή σε ένα
ρεαλιστικό πλαίσιο, και
όχι σε ένα πλαίσιο που
θα δηµιουργήσει στους
πολίτες εξωπραγµατικές
προσδοκίες και
απογοητεύσεις – ή ακόµη
χειρότερα που θα
απειλήσει τη χώρα µε νέο
δηµοσιονοµικό
εκτροχιασµό.
Η Ελλάδα έκανε την πρώτη
έκδοση οµολόγου µετά την
έξοδό της από το τρίτο µνηµόνιο.
Είναι, τελικά, µια
συµφέρουσα ή µια ακριβή
έκδοση;
Τον τελευταίο µήνα
υποχωρούν σταδιακά οι
διεθνείς παράγοντες που
είχαν αυξήσει τα
επιτόκια των ελληνικών
τίτλων. Ο Ο∆- ∆ΗΧ
αξιοποίησε τα χρονικά
περιθώρια που προσφέρει
το ταµειακό απόθεµα και
επέλεξε µια καλή χρονική
στιγµή για την πρώτη
δοκιµαστική κίνηση. Η
κίνηση κρίνεται
επιτυχηµένη, καθώς
υπερκαλύφθηκαν τα
κεφάλαια που ζητούνταν
και βελτιώθηκε ποιοτικά
η σύνθεση των αγοραστών.
Φυσικά, το επιτόκιο ήταν
υψηλότερο από τις άλλες
χώρες της Ευρωζώνης,
αλλά σαφώς χαµηλότερο
από όσο ήταν ενάµιση
χρόνο πριν. Είναι
ξεκάθαρο ότι θα
ακολουθήσουν και άλλες µικρές
εκδόσεις εντός του έτους,
µε την προσδοκία να
συνεχιστεί η
αποκλιµάκωση, αλλά και
να µεταδοθεί στα
υπόλοιπα εγχώρια
επιτόκια δανεισµού.
Πολλή κριτική ασκείται
για την απόφαση της
κυβέρνησης να αυξήσει
τον κατώτατο µισθό ως
προς το εάν η αγορά µπορεί
να αντέξει µισθολογική
άνοδο τέτοιας κλίµακας
στην παρούσα συγκυρία.
Ποια είναι η εκτίµησή
σας;
Η πρόσφατη αύξηση του
κατώτατου µισθού
αντισταθµίζει κατά ένα µέρος
τις απώλειες στο
εισόδηµα της µισθωτής
εργασίας που προκάλεσε η
µεγάλη και απότοµη µείωση
που έγινε στις αρχές του
2012. Από την πλευρά των
επιχειρήσεων ισοδυναµεί
µε µια αύξηση του
εργασιακού κόστους που µπορούν
να απορροφήσουν
βραχυπρόθεσµα είτε µέσω
αύξησης των τιµών είτε µέσω
µείωσης της απασχόλησης.
Η αύξηση των τιµών θα µπορούσε
να επηρεάσει αρνητικά
την ανταγωνιστικότητα,
αν αφορούσε εξαγωγικούς
κλάδους. Οµως φαίνεται
πως ο κατώτατος µισθός
είναι περισσότερο
διαδεδοµένος στους
κλάδους οι οποίοι
απευθύνονται στην
εγχώρια ζήτηση και,
συνεπώς, δεν αναµένεται
έντονη επίπτωση. Οσον
αφορά τις επιπτώσεις
στην απασχόληση συνολικά,
το ερώτηµα είναι αν η
αύξηση του κατώτατου µισθού
µπορεί να διαταράξει τη
θετική δυναµική που
καταγράφεται στην αγορά
εργασίας. Οι εµπειρικές
έρευνες δεν έχουν δώσει
οριστική απάντηση. Αυτό
που ξέρουµε είναι ότι η
απασχόληση δεν εξαρτάται
µόνο από το εργασιακό
κόστος, αλλά και από τη
ζήτηση των προϊόντων και
υπηρεσιών που παράγει η
επιχείρηση. Στη χώρα µας
αυτό φάνηκε το 2012,
όταν η µείωση του
κατώτατου µισθού δεν
κατάφερε να σταµατήσει
την αύξηση της ανεργίας
που προκάλεσε η ύφεση.
Κατ’ αναλογία, η
σηµερινή αύξηση του
κατώτατου µισθού πολύ
δύσκολα θα ανακόψει την
παρατηρούµενη µείωση της
ανεργίας που τροφοδοτούν
οι θετικοί ρυθµοί µεγέθυνσης.
Το τελευταίο διάστηµα
εκδηλώνεται µε σαφή
τρόπο η ανησυχία πολλών
ξένων αξιωµατούχων για
την προοπτική
επιβράδυνσης στην
παγκόσµια οικονοµία. Σας
προβληµατίζει αυτό σε µια
στιγµή που η ελληνική
οικονοµία καλείται να
ανακάµψει µε
επιταχυνόµενο ρυθµό;
Οπωσδήποτε η επιβράδυνση
της παγκόσµιας
οικονοµίας θα επηρεάσει
και την ελληνική, κυρίως
µέσω των εξαγωγών. Ωστόσο,
η Ελλάδα βρίσκεται σε
διαφορετική φάση του
οικονοµικού κύκλου και µπορεί
να διατηρήσει έναν
ικανοποιητικό ρυθµό
ανάπτυξης, δηλαδή να
επηρεαστεί λιγότερο από
πιθανή παγκόσµια
επιβράδυνση.
Πόσο εύκολο είναι σε µια
τέτοια συγκυρία η Ελλάδα
να καταφέρει να
προσελκύσει τον όγκο των
ξένων επενδύσεων που
χρειάζεται για να
στηρίξει µια βιώσιµη
ανάπτυξη µεσοπρόθεσµα;
Η Ελλάδα έχει χαµηλές
τιµές περιουσιακών
στοιχείων και θετικές
προοπτικές. Εποµένως
διαθέτει τις βασικές
προϋποθέσεις να
προσελκύσει ξένες
επενδύσεις. Όµως, οι
ξένες επενδύσεις δεν
επηρεάζονται µόνο από
τις εγχώριες συνθήκες,
αλλά και από τις
διεθνείς, δηλαδή τις µεταβολές
στη διεθνή ρευστότητα,
τη γενική διάθεση για
ανάληψη επενδυτικού
κινδύνου, τους
γεωπολιτικούς
συσχετισµούς κ.λπ. Αυτές
είναι συνθήκες που δεν µπορεί
να τις επηρεάσει η
Ελλάδα, όπως δεν µπορεί
και καµία χώρα ανάλογου
µεγέθους.
Σας ανησυχεί ο κίνδυνος
στασιµότητας στην
ελληνική οικονοµία µεσοπρόθεσµα;
Η ελληνική οικονοµία
αναπτύσσεται µε ρυθµό
της τάξης του 2%, δηλαδή
κοντά στον µέσο ρυθµό µεγέθυνσης
των ανεπτυγµένων
οικονοµιών, που σε καµία
περίπτωση δεν µπορεί να
χαρακτηριστεί «στασιµότητα».
Ολες οι µακροοικονοµικές
προβλέψεις των διεθνών
οργανισµών βλέπουν
διατήρηση ικανοποιητικών
πραγµατικών και
ονοµαστικών ρυθµών
ανάπτυξης για το
προβλέψιµο µέλλον.
Συνεπώς, µε τα σηµερινά
δεδοµένα δεν «βλέπω»
σοβαρό λόγο ανησυχίας.
Μέσω των εκθέσεών σας
έχετε ταχθεί υπέρ µιας
συνετής δηµοσιονοµικής
διαχείρισης και προσοχής
όσον αφορά στην τήρηση
των δεσµεύσεων. Πόσο
εύκολο είναι, τελικά,
αυτό σε µια προεκλογική
περίοδο;
Ο δηµοσιονοµικός χώρος
και η ολοκλήρωση των
προγραµµάτων αφήνουν
περιθώρια που δεν
υπήρχαν µέχρι πρότινος
στη σηµερινή κυβέρνηση
και σε εκείνη που θα
προκύψει µετά τις
φετινές εκλογές. Είναι
σηµαντικό όλα τα κόµµατα
να περιορίσουν την
αντιπαράθεση σε αυτά τα
περιθώρια, δηλαδή σε ένα
ρεαλιστικό πλαίσιο, και
όχι σε ένα πλαίσιο που
θα καλλιεργήσει στους
πολίτες εξωπραγµατικές
προσδοκίες και θα
επιφέρει απογοητεύσεις –
ή ακόµη χειρότερα που θα
απειλήσει τη χώρα µε νέο
δηµοσιονοµικό
εκτροχιασµό.
Πιστεύετε ότι θα
προκύψει µέσα στο
επόµενο διάστηµα µια
βιώσιµη λύση για την
αντιµετώπιση των
κόκκινων δανείων και την
προστασία της πρώτης
κατοικίας;
Τα µη εξυπηρετούµενα
δάνεια είναι από τα
πλέον κρίσιµα προβλήµατα
της ελληνικής οικονοµίας.
Η αντιµετώπισή τους
είναι επιτακτική, ώστε
να µπορέσουν οι τράπεζες
να εξυγιάνουν τους
ισολογισµούς τους και να
επιστρέψουν στην
κανονικότητα. Ωστόσο, το
πρόβληµα έχει και
οικονοµικές και
κοινωνικές διαστάσεις.
Είναι σηµαντική
προϋπόθεση, λοιπόν, να
αποφεύγονται λύσεις που
οξύνουν κοινωνικά
προβλήµατα και
επιδεινώνουν την
κατάσταση της ήδη
τραυµατισµένης
κοινωνικής συνοχής. Η
διαχείριση των µη
εξυπηρετούµενων δανείων
πρέπει να διαχωρίζει
τους στρατηγικούς
κακοπληρωτές από
εκείνους που έχουν
πρόβληµα και να
προστατεύει τους
τελευταίους παρέχοντας
ένα απλό και λειτουργικό
πλαίσιο ρυθµίσεων και
συµβιβασµών.
Πόσο γρήγορα µπορεί να
αναβαθµιστεί η
πιστοληπτική ικανότητα
του ελληνικού ∆ηµοσίου
και ποιοι παράγοντες θα
µπορούσαν να επισπεύσουν
αυτήν τη διαδικασία;
Με την αναδιάρθρωση του
χρέους καθορίστηκε µια
εξέλιξη χρηµατοδοτικών
αναγκών που είναι πλέον
επαρκώς προβλέψιµη για
τους επενδυτές, και αυτό
έχει ήδη αποτυπωθεί στις
βαθµολογίες των οίκων
πιστοληπτικής
αξιολόγησης. Στις
επόµενες αξιολογήσεις θα
συµβάλουν η εµπέδωση
κλίµατος εµπιστοσύνης, η
συνετή δηµοσιονοµική
διαχείριση, η σταδιακή
επιστροφή στις αγορές
και, βέβαια, η βελτίωση
των συνθηκών στον
τραπεζικό τοµέα.
|
|