|
|
|
Περίληψη:
Με την φήμη του Trump
υπονομευμένη, το κόστος
της αποτροπής, του
εξαναγκασμού και των
διαβεβαιώσεων των ΗΠΑ
αυξήθηκε, μαζί με την
πιθανότητα εσφαλμένου
υπολογισμού και ακούσιας
κλιμάκωσης. Ο Trump
μπορεί να πιστεύει ότι
μια προβλέψιμη και
αξιόπιστη εξωτερική
πολιτική αποτελεί
ένδειξη αδυναμίας. Κάνει
λάθος.
|
|
|
|
|
|
-----------------
«Πιστέψτε με». Ο
Αμερικανός πρόεδρος
Donald Trump
χρησιμοποίησε την φράση
αυτή αμέτρητες φορές
[1], είτε μιλούσε για
την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας («Ξέρω
περισσότερα για το ISIS
από όσα οι στρατηγοί.
Πιστέψτε με»), είτε για
το χτίσιμο ενός τείχους
κατά μήκος των συνόρων
ΗΠΑ-Μεξικού («Πιστέψτε
με, με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, πρόκειται να
έχουμε αυτό το τείχος»),
είτε για την πυρηνική
συμφωνία με το Ιράν («Πιστέψτε
με. Ω, πιστέψτε με ...
Είναι μια κακή συμφωνία»).
Ο Trump θέλει να
παίρνουν τον λόγο του
στα σοβαρά. Ωστόσο, οι
δημοσκοπήσεις δείχνουν
σταθερά ότι ανάμεσα στα
δύο τρίτα και τα τρία
τέταρτα των Αμερικανών
δεν τον βρίσκουν
αξιόπιστο [2]. Η
παγκόσμια εικόνα δεν
είναι καλύτερη. Οι
περισσότεροι πολίτες των
παραδοσιακών συμμάχων
των ΗΠΑ [3], όπως η
Αυστραλία, η Γαλλία, η
Γερμανία, η Ιαπωνία, η
Ιορδανία, το Μεξικό, η
Νότια Κορέα και το
Ηνωμένο Βασίλειο,
δηλώνουν ότι δεν έχουν
εμπιστοσύνη στον πρόεδρο
των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ επιβιβάζεται στο
Air Force One, τον
Νοέμβριο του 2017.
JONATHAN ERNST / REUTERS
----------------------------------------------------------------------
Με άλλα λόγια, ο Trump
υποφέρει από ένα χάσμα
αξιοπιστίας. Αυτό, ίσως,
δεν είναι έκπληξη.
Σύμφωνα με τους New York
Times [4], ο Trump έλεγε
κάτι αναληθές κάθε ημέρα
μέσα στις πρώτες 40
ημέρες της προεδρίας του.
Οι ενέργειές του μιλούν
ακόμα πιο δυνατά. Ο
Trump έχει αμφιβολίες
για ορισμένες από τις
παλαιότερες και πιο
σημαντικές δεσμεύσεις
των Ηνωμένων Πολιτειών,
όπως η υποστήριξή τους
στο NATO -μια συμμαχία
που ο Trump χαρακτήρισε
ως «παρωχημένη» τον
Ιανουάριο, πριν την
κηρύξει «όχι πια
παρωχημένη» τον Απρίλιο.
Έχει αλλάξει πολιτικές
θέσεις, υπονόμευσε
δημοσίως τις προσπάθειες
μελών της δικής του
διοίκησης και έκανε πίσω
σε διπλωματικές
συμφωνίες,
συμπεριλαμβανομένων της
Συμφωνίας του Παρισιού
για το Κλίμα και της
πυρηνικής συμφωνίας με
το Ιράν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
δεν έλκουν την
αξιοπιστία τους [5] μόνο
από τα λόγια της
εκτελεστικής εξουσίας,
αλλά η συμπεριφορά του
Trump φέρνει συνέπειες.
Καθώς ο πρόεδρος
υπονομεύει την
αξιοπιστία του έθνους
στο εσωτερικό και στο
εξωτερικό, οι σύμμαχοι
θα διστάζουν να
εμπιστευτούν τις
αμερικανικές υποσχέσεις
και οι απειλές των ΗΠΑ
θα χάνουν κάποια από την
ισχύ τους. Το ρίσκο για
έναν θανατηφόρα
εσφαλμένο υπολογισμό θα
αυξηθεί. Και για να
καταδείξουν την
αποφασιστικότητά τους,
οι Ηνωμένες Πολιτείες
ίσως χρειαστούν να
κάνουν πιο δαπανηρές και
ακραίες ενέργειες. Άλλες
πηγές αξιοπιστίας, όπως
η αμερικανική
στρατιωτική ικανότητα
και η γενική πίστη στα
θεσμικά όργανα των ΗΠΑ,
μπορεί να μετριάσουν
μερικές από τις ζημιές
που προκάλεσε ο Trump.
Αλλά δεν υπάρχει
υποκατάστατο για έναν
πρόεδρο του οποίου τα
λόγια εξακολουθούν να
έχουν σημασία.
Η ΦΗΜΗ ΣΟΥ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ
ΕΣΟΥ
Ο νικητής του βραβείου
Νόμπελ και πυρηνικός
στρατηγιστής Thomas
Schelling [6] έγραψε
κάποτε ότι «το "πρόσωπο"
είναι ένα από τα λίγα
πράγματα για τα οποία
αξίζει να αγωνιζόμαστε».
Για μεγάλο μέρος του
εικοστού αιώνα, οι
υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής πίστευαν ότι η
αξιοπιστία τους ήταν
απαραίτητη για να κάνουν
τις απειλές πιστευτές
και για να διαβεβαιώνουν
συμμάχους και αντιπάλους
ομοίως ότι μπορούν να
εμπιστεύονται τις
δεσμεύσεις των ΗΠΑ. Στην
δεκαετία του 1950, για
παράδειγμα, οι Ηνωμένες
Πολιτείες μπήκαν στον
κορεατικό πόλεμο εν
μέρει για να επιδείξουν
την αποφασιστικότητά
τους να αντισταθούν
ενεργά στην Σοβιετική
Ένωση. Μια παρόμοια
ανησυχία για την φήμη
κράτησε τα στρατεύματα
των ΗΠΑ στο Βιετνάμ πολύ
καιρό αφότου οι
υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής κατέληξαν στο
συμπέρασμα ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες
χάνουν τον πόλεμο. Στην
εποχή μετά τον Ψυχρό
Πόλεμο, οι περισσότεροι
Αμερικανοί ηγέτες
θεωρούσαν την αξιοπιστία
απαραίτητη για το έργο
της διατήρησης του
συστήματος συμμαχιών των
ΗΠΑ και της
μεταπολεμικής
φιλελεύθερης τάξης. Μια
τέτοια σκέψη έπαιξε ρόλο
στις παρεμβάσεις των ΗΠΑ
στην Αϊτή, το
Κοσσυφοπέδιο και το Ιράκ.
Η λογική αυτών των
παρεμβάσεων ποικίλλει,
όπως και τα αποτελέσματά
τους, αλλά σε κάθε
περίπτωση οι ηγέτες
υποστήριζαν τα λόγια
τους με δράση.
Στην διεθνή πολιτική, η
αξιοπιστία ενός δρώντος
συνδέεται με την φήμη
του, ένα χαρακτηριστικό
που οι πολιτικοί
επιστήμονες γενικά
χωρίζουν σε δύο είδη.
Αυτό που ο Robert Jervis
[7] αποκαλεί «σηματοδότηση
φήμης» (signaling
reputation) αναφέρεται
στο ιστορικό ενός
δρώντος να εκτελεί
απειλές ή να εκπληρώνει
υποσχέσεις. Η «γενική
φήμη» (general
reputation), από την
άλλη πλευρά, αναφέρεται
σε ένα ευρύτερο φάσμα
χαρακτηριστικών, όπως το
αν ένας δρων είναι
συνεργάσιμος ή
ειλικρινής. Αυτές οι δύο
μορφές φήμης μπορούν να
επηρεάσουν η μία την
άλλη: Για παράδειγμα, η
παρατεταμένη βλάβη στην
σηματοδότηση φήμης ενός
κράτους μπορεί να
διαβρώσει την γενική
φήμη σχετικά με την
αξιοπιστία του. Ωστόσο,
η γενική φήμη μιας χώρας
μπορεί επίσης να είναι
ξεχωριστή. Πριν από τον
κορεατικό πόλεμο, για
παράδειγμα, οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν είχαν
δεσμευτεί συγκεκριμένα
στη Νότια Κορέα.
Επομένως, η επιλογή του
να παρέμβουν δεν
επηρέασε την φήμη των
Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά
ίσως συνέβαλε σε μια
γενική φήμη για
αποφασιστικότητα.
Το γενικότερο πλαίσιο
μπορεί επίσης να
επηρεάσει την αξιοπιστία.
Για παράδειγμα, ένας
πρόεδρος μπορεί να μην
θεωρείται αξιόπιστος
όταν κάνει διαβεβαιώσεις
σε συμμάχους αλλά μπορεί
ακόμη να θεωρείται
αξιόπιστος όταν απειλεί
με στρατιωτική δράση. Ή
μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος σε κοινωνικά
ή οικονομικά ζητήματα,
αλλά όχι στην εξωτερική
πολιτική. Μερικές φορές,
η αξιοπιστία ενός
προέδρου εγχωρίως μπορεί
να επηρεάσει την
αξιοπιστία του στο
εξωτερικό. Το 1981 ο
Αμερικανός πρόεδρος
Ρόναλντ Ρέιγκαν τήρησε
την απειλή του να
απολύσει περισσότερους
από 11.000 ελεγκτές
εναέριας κυκλοφορίας
αφότου παραβίασαν τον
ομοσπονδιακό νόμο
κάνοντας απεργία.
Ορισμένοι πολιτικοί και
παρατηρητές -συμπεριλαμβανομένου
του George Shultz, ο
οποίος έγινε ο
Αμερικανός υπουργός
Εξωτερικών κατά το
επόμενο έτος, και ο Tip
O'Neill, τότε Πρόεδρος
της Βουλής- ανέφεραν ότι
η κίνηση αυτή είχε
σημαντικές συνέπειες για
την αμερικανική
εξωτερική πολιτική: Οι
Σοβιετικοί έμαθαν ότι ο
Ρέιγκαν δεν μπλόφαρε.
Μερικοί μελετητές είναι
σκεπτικοί για το ότι η
φήμη έχει σημασία. Ο
πολιτικός επιστήμονας
Daryl Press [8]
υποστηρίζει ότι η
αξιοπιστία δεν έχει
καμία σχέση με το
ιστορικό ενός ηγέτη στην
πραγματοποίηση απειλών.
Αντ’ αυτού, οι αντίπαλοι
αξιολογούν την ισορροπία
των στρατιωτικών
δυνατοτήτων και τα
συμφέροντα που
διακυβεύονται. Ο Press
υποστηρίζει, για
παράδειγμα, ότι κατά την
διάρκεια της πυραυλικής
κρίσης της Κούβας τα
μέλη της κυβέρνησης
Κένεντι θεώρησαν τις
απειλές του σοβιετικού
πρωθυπουργού Nikita
Khrushchev ως εξαιρετικά
αξιόπιστες, παρόλο που ο
Χρούστσεφ είχε
επανειλημμένα κάνει πίσω
στο τελεσίγραφό του για
να αποσυρθούν οι Δυτικές
δυνάμεις από το Δυτικό
Βερολίνο. Κατά την άποψη
του Press, η αξιοπιστία
του Χρούστσεφ δεν
οφείλεται στην φήμη του,
αλλά στην άποψη της
Ουάσινγκτον για την
πυρηνική ισορροπία
ισχύος και τα σοβιετικά
συμφέροντα. Ομοίως, ο
πολιτικός επιστήμονας
Jonathan Mercer
υποστηρίζει ότι,
ιστορικά, η υποχώρηση
από μια απειλή δεν
οδήγησε τις χώρες να
αναπτύξουν μια φήμη για
αδυναμία μεταξύ
αντιπάλων, και η σταθερή
στάση δεν οδήγησε σε μια
φήμη αποφασιστικότητας
μεταξύ συμμάχων.
Τα εμπειρικά στοιχεία
που έχουν συλλέξει αυτοί
οι μελετητές είναι
σημαντικά. Αλλά η άποψή
τους κατά κανέναν τρόπο
δεν αντιπροσωπεύει μια
επιστημονική συναίνεση.
Σύμφωνα με τους
πολιτικούς επιστήμονες
Frank Harvey και John
Mitton, για παράδειγμα,
η φήμη για την
πραγματοποίηση των
απειλών αυξάνει
σημαντικά την
καταναγκαστική ισχύ ενός
κράτους. Εστιάζοντας
στις παρεμβάσεις των ΗΠΑ
στην Βοσνία, το
Κοσσυφοπέδιο και το Ιράκ,
δείχνουν ότι οι
αντίπαλοι μελέτησαν το
τι είχαν πει οι Ηνωμένες
Πολιτείες και πώς
συμπεριφέρθηκαν σε
παρόμοιες καταστάσεις
για να συμπεράνουν την
αποφασιστικότητά τους
και να προβλέψουν τις
πιθανές ενέργειές τους.
Η εργασία μου με τον
πολιτικό επιστήμονα Alex
Weisiger έδειξε ότι οι
χώρες που έχουν κάνει
πίσω σε περασμένες
κρίσεις είναι πολύ πιο
πιθανό να προκληθούν
ξανά, ενώ χώρες με καλή
φήμη για
αποφασιστικότητα είναι
πολύ λιγότερο πιθανό να
αντιμετωπίσουν
στρατιωτικές
αντιπαραθέσεις. Άλλες
μελέτες έχουν
τεκμηριώσει τον τρόπο με
τον οποίο τα κράτη που
σπάζουν τις συμμαχικές
δεσμεύσεις τους
αναπτύσσουν φήμη ότι
είναι αναξιόπιστα και
είναι λιγότερο πιθανό να
κερδίσουν εμπιστοσύνη
στο μέλλον. Μια καλή
φήμη, δείχνει η
συγκεκριμένη εργασία,
παραμένει καθοριστική
για την επιτυχή
διπλωματία.
Ο Τραμπ σε μια σύνοδο
κορυφής του ΝΑΤΟ, τον
Μάιο του 2017. JONATHAN
ERNST / REUTERS
-----------------------------------------------------------------
ΚΑΚΗ ΦΗΜΗ
Δυστυχώς, η φήμη της
προεδρίας των ΗΠΑ έχει
διαβρωθεί τα τελευταία
χρόνια. Στον Τραμπ
αξίζει μεγάλο μέρος της
ευθύνης -αλλά όχι όλη. Η
σηματοδότηση φήμης των
Ηνωμένων Πολιτειών
άρχισε να μειώνεται το
καλοκαίρι του 2013, όταν
ο πρόεδρος της Συρίας,
Μπασάρ αλ-Ασαντ,
παραβίασε τις «κόκκινες
γραμμές» του προέδρου
Μπαράκ Ομπάμα για τα
χημικά όπλα. [9] Τον
Αύγουστο του 2012, ο
Ομπάμα είχε δηλώσει ότι
η κινητοποίηση ή η χρήση
αυτών των όπλων θα «αλλάξει
[τον] υπολογισμό» του
στην Συρία, μια
παρατήρηση που πολλοί
ερμήνευσαν ως απειλή
στρατιωτικής δράσης. Τον
Αύγουστο του 2013, ο
Assad ξεκίνησε μια σειρά
επιθέσεων αερίου σαρίν
εναντίον οχυρών ανταρτών,
σκοτώνοντας 1.400 Σύρους.
Ωστόσο, αντί να
ανταποκριθεί με
στρατιωτικές επιθέσεις,
ο Ομπάμα συγκατένευσε σε
μια συμφωνία που
προώθησε η Ρωσία, με την
οποία ο Άσαντ υποσχέθηκε
να διαλύσει το
οπλοστάσιο χημικών όπλων
του.
Σε μια συνέντευξή του με
τον Jeffrey Goldberg του
περιοδικού The Atlantic
[10], ο Ομπάμα
υπερασπίστηκε την
απόφασή του, λέγοντας
ότι «το να ρίχνεις
βόμβες σε κάποιον για να
αποδείξεις ότι είσαι
πρόθυμος να ρίξεις
βόμβες σε κάποιον, είναι
ακριβώς ο χειρότερος
λόγος να χρησιμοποιείς
την εξουσία». Αλλά αυτό
ήταν μια προσποίηση.
Λίγοι αναλυτές πρότειναν
ότι ο Ομπάμα θα έπρεπε
να ακολουθήσει μια κακή
πολιτική μόνο για λόγους
φήμης. Ωστόσο, υπάρχουν
πολιτικά και στρατηγικά
κόστη όταν ο πρόεδρος
δίνει μια υπόσχεση και
στην συνέχεια
αποτυγχάνει να δράσει.
Αν ο Ομπάμα δεν είχε την
πρόθεση να
πραγματοποιήσει την
απειλή του, δεν θα
έπρεπε να την εξαπολύσει
εξ αρχής. Και τελικά, η
διπλωματική λύση δεν
λειτούργησε: Ο Assad
συνέχισε να χρησιμοποιεί
χημικά όπλα.
Ανεξάρτητα από το αν
υποστήριζαν ή
αντιτίθεντο στην απόφαση
του Ομπάμα να μην
επέμβει πιο βίαια στην
Συρία, οι Ρεπουμπλικανοί
και πολλοί Δημοκρατικοί
πίστευαν ότι το
επεισόδιο της «κόκκινης
γραμμής» είχε
καταστρέψει την
αξιοπιστία της χώρας. Τα
«γεράκια» υποστήριξαν
ότι για να αποκαταστήσει
την φήμη των Ηνωμένων
Πολιτειών περί
αποφασιστικότητας, η
Ουάσιγκτον θα πρέπει να
είναι πιο πρόθυμη να
χρησιμοποιεί στρατιωτική
δύναμη. Αλλά αυτή ήταν
μια παραπλανητική, και
δυνητικά επικίνδυνη,
εκτίμηση του τι
χρειάζεται για να
επιδιορθωθεί η εξωτερική
πολιτική των ΗΠΑ μετά
την αναχώρηση του Ομπάμα.
Η αξιοπιστία απαιτεί
συνέπεια, όχι
επιθετικότητα. Ο
επόμενος πρόεδρος θα
μπορούσε να επιδιορθώσει
την ζημιά με το να
επιδείξει την
ακεραιότητα των
αμερικανικών
διαβεβαιώσεων και
απειλών.
Αντ’ αυτού, ο Trump
περιέπλεξε την κατάσταση
επιδεικνύοντας τόσο
σκληρότητα, που μπορεί
να έχει κάποια
στρατηγικά πλεονεκτήματα,
όσο και παρορμητικότητα,
που υπονομεύει την
αξιοπιστία του. Με την
βομβιστική επίθεση στην
Συρία, την επανεμπλοκή
στο Αφγανιστάν και την
άσκηση μεγαλύτερης
πίεσης στην Βόρεια Κορέα,
ο Trump μπορεί να έχει
αποκτήσει γενική φήμη
για αποφασιστικότητα και
να μεταδίδει ότι είναι
πιο άνετος με το
χρησιμοποιεί την
στρατιωτική δύναμη από
όσο ο προκάτοχός του.
Παρόλα αυτά, το ιστορικό
του προέδρου σε
ανατροπές των βασικών
προεκλογικών υποσχέσεών
του, τα περίεργα και
ανακριβή ξεσπάσματά του
στο Twitter, οι
υπερβολικές απειλές του
και οι μη
προετοιμασμένες
διαβεβαιώσεις του
οδήγησαν τους
παρατηρητές σε σοβαρή
αμφισβήτηση των λόγων
του.
Ο κατάλογος των
ασυνεπειών του Trump
είναι μεγάλος. Αφού
κέρδισε τον [εκλογικό]
αγώνα του 2016, αλλά
πριν αναλάβει το αξίωμα,
ο Trump μίλησε
τηλεφωνικά με τον Tsai
Ing-wen, τον πρόεδρο της
Ταϊβάν [11]. Αυτό
αποτελεί σημαντική
παραβίαση του
πρωτοκόλλου. Για να
αποφύγει να θυμώσει την
Κίνα, κανένας πρόεδρος ή
εκλεγμένος πρόεδρος των
ΗΠΑ δεν μίλησε με τον
ηγέτη της Ταϊβάν από το
1979, όταν οι Ηνωμένες
Πολιτείες διέκοψαν τις
διπλωματικές σχέσεις με
το νησί. Μετά την [τηλεφωνική]
συνδιάλεξη, ο Trump
δήλωσε ότι σκέφτεται να
εγκαταλείψει την
πολιτική της «μιας Κίνας»,
το θεμέλιο της σχέσης
ΗΠΑ-Κίνας τις τελευταίες
τέσσερις δεκαετίες. Αλλά
τον Φεβρουάριο του 2017,
το ξανασκέφθηκε και
τελικά αποφάσισε να
διατηρήσει την πολιτική.
Κατά την διάρκεια της [προεκλογικής]
εκστρατείας, ο Trump
απείλησε να ξεκινήσει
εμπορικό πόλεμο με την
Κίνα και υποσχέθηκε να
χαρακτηρίσει το Πεκίνο
ως νομισματικό χειραγωγό
(currency manipulator).
Υπογράμμισε επίσης ότι
οι Ηνωμένες Πολιτείες
πρέπει να εγκαταλείψουν
την δέσμευσή τους για μη
πυρηνική διάδοση,
υποδεικνύοντας ότι η
Ιαπωνία και η Νότια
Κορέα θα πρέπει να
αναπτύξουν τα δικά τους
πυρηνικά όπλα. Ακολούθως,
έκανε πίσω σε όλες αυτές
τις θέσεις.
Ο Trump και η Theresa
May στις Βρυξέλλες, τον
Μάιο του 2017. CHRISTIAN
HARTMANN / REUTERS
----------------------------------------------------------------------
Η κρίση με την Βόρεια
Κορέα είναι η τελευταία
εκδήλωση του ίδιου
προτύπου. Στην αρχή της
προεδρίας του, ο Trump
περιέγραψε τον αρχηγό
της Βόρειας Κορέας, Kim
Jong Un, ως «έξυπνο τύπο»
(smart cookie) και
δήλωσε ότι θα «ήταν τιμή
να τον συναντήσει». Στην
συνέχεια αναφέρθηκε στον
Kim ως «Little Rocket
Man» (μικρό
πυραυλάνθρωπο) και τον
Σεπτέμβριο απειλούσε να
«καταστρέψει εντελώς»
την Βόρεια Κορέα.
Σε άλλες περιπτώσεις, ο
Trump μπορεί να έχει
υποστηρίξει την δική του
σηματοδότηση φήμης για
λογαριασμό της χώρας.
Για παράδειγμα, ο Trump
τήρησε μια προεκλογική
υπόσχεση όταν αποφάσισε
να μην πιστοποιήσει την
πυρηνική συμφωνία του
Ιράν τον Οκτώβριο [12].
Επειδή επέδειξε συνέπεια,
αυτή η απόφαση μπορεί να
ενίσχυσε την προσωπική
του σηματοδότηση φήμης.
Όμως, αρνούμενος την
επίσημη δέσμευση των ΗΠΑ
χωρίς να παρουσιάσει
αποδεικτικά στοιχεία ότι
το Ιράν δεν
συμμορφώνεται με την
συνθήκη, ο Trump έπληξε
επίσης την γενική φήμη
των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μια τέτοια κίνηση θα
μπορούσε να υπονομεύσει
την διπλωματική επιρροή
της Ουάσινγκτον σε
μελλοντικές
διαπραγματεύσεις. Εάν
άλλες χώρες πιστεύουν
ότι οι αμερικανικές
πολιτικές δεσμεύσεις δεν
μπορούν να επιβιώσουν σε
μια μετάβαση εξουσίας,
θα είναι λιγότερο πιθανό
να κάνουν σημαντικές ή
οδυνηρές παραχωρήσεις. Η
προηγούμενη απόφαση του
Trump να αποσυρθεί από
την συμφωνία του
Παρισιού για το κλίμα
παρουσίασε ένα παρόμοιο
πρόβλημα. Φυσικά,
οποιοσδήποτε Αμερικανός
πρόεδρος επιθυμεί να
αλλάξει το status quo
πρέπει να παλέψει με το
δίλημμα τού πώς να
τηρήσει τις δικές του
υποσχέσεις χωρίς να
θέσει σε κίνδυνο την
αξιοπιστία της χώρας του.
Αλλά δεν είναι σαφές ότι
ο Trump έχει οποιαδήποτε
ανησυχία για τις
ευρύτερες συνέπειες των
αποφάσεων του στην φήμη.
ΛΟΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ;
Κάποιοι στον κύκλο του
Trump ισχυρίζονται ότι
υπάρχει μια λαμπρή
στρατηγική που στηρίζει
την εκκεντρική
συμπεριφορά του και ότι
ο πρόεδρος καταλαβαίνει
τις συνέπειες της
ασταθούς δημόσιας στάσης
του. Σύμφωνα με αυτή την
άποψη, οι φαινομενικά
παράλογες δηλώσεις του
Trump αποτελούν μέρος
μιας υπολογισμένης
στρατηγικής που κάνει
τους αντιπάλους να
πιστεύουν ότι είναι
τρελός. Τον Σεπτέμβριο,
για παράδειγμα, ο Trump
είπε στον εμπορικό του
εκπρόσωπο να εκφοβίσει
τους διαπραγματευτές της
Νότιας Κορέας. «Να τους
πεις ότι αν δεν δώσουν
τις παραχωρήσεις τώρα,
αυτός ο τρελός άντρας θα
αποσυρθεί από την
συμφωνία», ανέφερε ο
Τραμπ, σύμφωνα με το
Axios, αναφερόμενος στην
συμφωνία ελεύθερων
συναλλαγών ΗΠΑ-Νότιας
Κορέας. Όταν πρόκειται
για την Βόρεια Κορέα, η
λογική είναι απλή: Αν ο
Τραμπ μπορεί να πείσει
τον Κιμ ότι είναι
παράλογος και, ως εκ
τούτου, πρόθυμος να
αποδεχθεί το τεράστιο
κόστος μιας στρατιωτικής
αντιπαράθεσης, τότε θα
μπορούσε να φοβίσει τον
αρχηγό της Βόρειας
Κορέας ώστε να
συνθηκολογήσει.
Ο Trump δεν θα ήταν ο
πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ
που θα επιχειρούσε αυτή
τη στρατηγική, την οποία
οι μελετητές αποκαλούν
«η θεωρία του τρελού» ή
«η λογική του
παραλογισμού». Κατά την
διάρκεια του πολέμου στο
Βιετνάμ, ο πρόεδρος
Richard Nixon ζήτησε από
τον σύμβουλό του για την
εθνική ασφάλεια, Henry
Kissinger, να πει στους
Ρώσους και τους
Βορειοβιετναμέζους ότι
ήταν απρόβλεπτος και
μπορούσε ακόμη και να
χρησιμοποιήσει πυρηνικά
όπλα στο Βιετνάμ. Αλλά
είδαν τη μπλόφα του
Νίξον, και το παιχνίδι
απέτυχε. Ο πρώτος
κανόνας του παιχνιδιού
του τρελού είναι να μην
δηλώσεις ποτέ δημόσια
ότι παίζεις το παιχνίδι
του τρελού. Ο Trump
έκανε ακριβώς αυτό. Η
ακολουθία αυτής της
προσέγγισης θα τον κάνει
να εμφανίζεται απλοϊκός
και ανώριμος.
Μια άλλη εξήγηση που
προσέφεραν οι
υπερασπιστές του Trump
είναι ότι ο πρόεδρος
δημιούργησε σκόπιμα
ασάφεια προκειμένου να
φέρει τους αντιπάλους
του εκτός ισορροπίας.
Κατά την διάρκεια της
εκστρατείας, ο Trump
δήλωσε ότι δεν θα «μεταδώσει
στον εχθρό ακριβώς ποιό
είναι το σχέδιό μου».
Είναι σίγουρα αλήθεια
ότι όταν σχεδιάζονται
προσεκτικά και
εφαρμόζονται με συνέπεια,
οι διφορούμενες δηλώσεις
μπορούν να προσφέρουν
στρατηγικά οφέλη, όπως
να επιτρέπουν στους
ηγέτες να μιλούν σε
πολλαπλά ακροατήρια, τα
οποία μπορεί να έχουν
αντιτιθέμενα συμφέροντα,
χωρίς να αποξενώνει
κανένα από αυτά. Αλλά οι
δηλώσεις του Trump δεν
είναι στρατηγικά
διφορούμενες˙ στην
πραγματικότητα, είναι
γενικά αρκετά ξεκάθαρες.
Το πρόβλημα είναι ότι
είναι ασυνεπείς. Ο
παρορμητικός τόνος του
και το γεγονός ότι
μερικές από τις δηλώσεις
του μεταδίδονται μέσω
του Twitter στη μέση της
νύχτας, μειώνουν
περαιτέρω την αξιοπιστία
τους.
Όταν τους ζητήθηκε να
μελετήσουν την
συμπεριφορά του Trump,
ορισμένοι από τους
υποστηρικτές του
υπονόησαν ακόμη και ότι
τα λόγια του προέδρου
δεν πρέπει να
εκλαμβάνονται
κυριολεκτικά. Η
σύμβουλος του Trump,
Kellyanne Conway, είπε
στον Chris Cuomo του CNN
ότι ο πρόεδρος θα πρέπει
να κριθεί με βάση «τι
έχει στην καρδιά του»
και όχι «τι έχει βγει
από το στόμα του». Οι
σύμμαχοι των ΗΠΑ,
αντιμέτωποι με το
δύσκολο έργο του να
διακρίνουν αυτό που
βρίσκεται στην καρδιά
του Trump, είναι απίθανο
να βρουν αυτή την
συμβουλή καθησυχαστική.
Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΜΕΤΡΑΕΙ
Είναι πιθανό ότι το
αμερικανικό κοινό και ο
υπόλοιπος κόσμος έχουν
ήδη συνηθίσει στις
απρόβλεπτες δηλώσεις του
Trump και στα αντιφατικά
tweets. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, η φήμη του
ότι δεν ανταποκρίνεται
στον λόγο του μπορεί να
είναι καθησυχαστική: Ο
κόσμος ξέρει ότι είναι
απίθανο να ακολουθήσει
κάποιες από τις πιο
ανησυχητικές δηλώσεις
του, όπως η απειλή του
να «καταστρέψει εντελώς»
την Βόρεια Κορέα. Αλλά
αυτό αποτελεί μικρή
ανακούφιση. Τι συμβαίνει
όταν ο λόγος του πρέπει
πραγματικά να μετρήσει;
Πώς μπορούν οι Ηνωμένες
Πολιτείες να αποτρέψουν
αντιπάλους και να
καθησυχάσουν συμμάχους
στην επόμενη κρίση, όταν
ο πρόεδρος δεν μπορεί να
τύχει εμπιστοσύνης για
το ότι επικοινωνεί
αξιόπιστα τις προθέσεις
των ΗΠΑ;
Οι αισιόδοξοι
ισχυρίζονται ότι ο Trump
θα μάθει τελικά την
σημασία της τήρησης του
λόγου του. Από αυτή την
άποψη, η ασυνέπεια του
Trump απορρέει από την
έλλειψη εμπειρίας του,
ιδιαίτερα όταν πρόκειται
για την εξωτερική
πολιτική. Μερικές φορές,
ο ίδιος ο Trump το έχει
παραδεχτεί αυτό. Ο Τραμπ
επέκρινε την Κίνα επειδή
δεν κατάφερε να
συγκρατήσει την Βόρεια
Κορέα, αλλά στην
συνέχεια μετέβαλλε άποψη
αφού μίλησε γι’ αυτό με
τον Κινέζο πρόεδρο Xi
Jinping [13]. «Αφού τον
άκουσα για 10 λεπτά,
συνειδητοποίησα ότι δεν
είναι τόσο εύκολο»,
δήλωσε ο Trump στην Wall
Street Journal. Ομοίως,
ο πρόεδρος άλλαξε τις
δηλωμένες θέσεις του
σχετικά με τον πόλεμο
των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν,
την ανάμειξη της Ρωσίας
στις εκλογές του 2016
και την πολιτική των ΗΠΑ
στην Συρία μετά την
εκλογή του, πιθανώς
γιατί είχε μάθει
περισσότερα για αυτά τα
θέματα.
Δεν είναι ασυνήθιστο οι
απόψεις ενός προέδρου
για την εξωτερική
πολιτική να εξελίσσονται
όσο κατέχει το αξίωμα.
Αλλά η ανησυχία για την
διαδικασία μάθησης του
Trump είναι ότι οι νέες
απόψεις του παραμένουν
τόσο ρευστές όσο κι οι
παλιές του, και δεν
φαίνεται να προκύπτουν
από προσεκτική
επανεκτίμηση και
προβληματισμό. Αντίθετα,
φαίνεται να καθορίζονται
από την διάθεσή του ή
από τις απόψεις του
τελευταίου με τον οποίον
έχει μιλήσει ή έχει
παρακολουθήσει στα
καλωδιακά ειδησεογραφικά
δίκτυα.
Ο Tillerson και ο Mattis
σε συνέντευξη Τύπου στην
Ουάσιγκτον, τον Ιούνιο
του 2017. KEVIN LAMARQUE
/ REUTERS
------------------------------------------------------------------------------
Άλλες πιθανές πηγές
ανακούφισης είναι οι
σύμβουλοι του Trump, για
τους οποίους πολλοί
παρατηρητές έχουν
αναφερθεί ως «οι
ενήλικες» στην διοίκηση.
Ο αρχηγός του Λευκού
Οίκου John Kelly, ο
υπουργός Άμυνας James
Mattis, ο Σύμβουλος
Εθνικής Ασφάλειας HR
McMaster, ο αντιπρόεδρος
Mike Pence και ο
υπουργός Εξωτερικών Rex
Tillerson προσπάθησαν να
προσθέσουν συνοχή και
σταθερότητα στην
αμερικανική πολιτική,
διευκρινίζοντας τις
δηλώσεις του προέδρου –
ή εμφανιζόμενοι να τις
αγνοούν εντελώς. [στμ:
Από την στιγμή που
γράφηκε αυτό το άρθρο,
αρκετά σημαντικά πρόσωπα
στην διοίκηση Τραμπ
έχουν αλλάξει]. Αυτοί οι
άνθρωποι είναι τώρα το
πρόσωπο της αμερικανικής
δημόσιας διπλωματίας: Οι
παρατηρητές στρέφονται
προς αυτούς για να
κατανοήσουν την πολιτική
των ΗΠΑ. Αυτό θα ήταν
καθησυχαστικό εάν ο
πρόεδρος συμφωνούσε μαζί
τους. Όμως, ο Trump
υπονόμευσε τις
προσπάθειες των
συμβούλων του να σώσουν
την φήμη της Ουάσινγκτον,
υποτιμώντας τους
δημοσίως. Μόλις μια μέρα
αφότου ο Tillerson
επιβεβαίωσε ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες
μιλούσαν απευθείας με
τους Βορειοκορεάτες, ο
Trump έγραψε στο Twitter
ότι ο υπουργός
Εξωτερικών «σπαταλάει το
χρόνο του». [14] «Κράτα
την ενέργειά σου Rex»,
έγραψε. Τέτοιες δηλώσεις
-έστω και αν έχουν σκοπό
να ωθήσουν τον Κιμ να
κάνει παραχωρήσεις-
είναι πιθανό να σπείρουν
σύγχυση στην
Πιονγκγιάνγκ. Η ρητορική
του Trump στην Βόρεια
Κορέα έχει υπονομεύσει
την σηματοδότηση φήμης
των Ηνωμένων Πολιτειών
και θα μπορούσε
ενδεχομένως να οδηγήσει
σε έναν καταστροφικό και
απευκταίο πόλεμο.
Εάν υπάρχει λόγος για
επιφυλακτική αισιοδοξία,
είναι ότι η φήμη του
προέδρου δεν είναι ο
μόνος παράγοντας που
εξετάζουν οι αντίπαλοι
και οι σύμμαχοι για να
διακρίνουν τις προθέσεις
των ΗΠΑ. Όπως ίσως
σημειώσουν οι
σκεπτικιστές περί την
σπουδαιότητα της φήμης,
η αμερικανική
στρατιωτική ισχύς, η
ευρεία γνώση των ζωτικών
συμφερόντων των Ηνωμένων
Πολιτειών και η μακρά
ιστορία της ανάληψης
στρατιωτικής δράσης για
την υπεράσπιση του
status quo σε διάφορα
μέρη του κόσμου,
εξακολουθούν να
επιτρέπουν στις Ηνωμένες
Πολιτείες να αποτρέπουν
τους αντιπάλους τους από
το να ξεπερνούν πάγιες
κόκκινες γραμμές. Η
αξιοπιστία μιας χώρας
δεν εξαρτάται
αποκλειστικά από την
αξιοπιστία του προέδρου
της. Οι ξένοι
παρατηρητές μπορεί να
μην εμπιστεύονται τον
Trump, αλλά μπορεί να
διατηρούν κάποιο βαθμό
εμπιστοσύνης στους
αμερικανικούς πολιτικούς
θεσμούς και την κοινή
γνώμη ως περιορισμούς
στις πράξεις του
προέδρου.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, η
υπονομευμένη
σηματοδότηση φήμης του
προέδρου συμβάλλει στην
αύξηση της πιθανότητας
ότι οι αντίπαλοι θα
παρεξηγήσουν τις
αμερικανικές γραμμές και
θα κρίνουν λανθασμένα
τις αντιδράσεις των ΗΠΑ,
ιδιαίτερα σε επίμαχες
περιοχές όπως η
Ανατολική Ευρώπη και η
Μέση Ανατολή. Οι ηγέτες
του κόσμου μπορεί επίσης
να αισθάνονται ότι είναι
πλέον αποδεκτό να
απορρίψουν ή να
αγνοήσουν τον πρόεδρο
των Ηνωμένων Πολιτειών
όταν είναι βολικό γι’
αυτούς˙ θα μπορούσαν να
συγχωρεθούν επειδή
έφτασαν σε αυτό το
συμπέρασμα όταν διάβασαν
ότι ο Tillerson
αναφερόταν στον Trump ως
«ηλίθιο» (ο εκπρόσωπος
του Tillerson το έχει
αρνηθεί, αλλά ο ίδιος ο
Tillerson όχι).
Η πληγωμένη φήμη μπορεί
επίσης να δυσχεράνει τις
Ηνωμένες Πολιτείες να
επιτύχουν τους στόχους
τους μέσω της πιεστικής
διπλωματίας -οι απειλές
και οι υποσχέσεις που
παραδοσιακά
λειτουργούσαν, διότι
ήταν κατανοητό ότι
έθεταν σε κίνδυνο την
αξιοπιστία των ΗΠΑ. Υπό
τον Trump, οι Ηνωμένες
Πολιτείες ίσως χρειαστεί
να καταφύγουν σε πιο
επικίνδυνες τακτικές για
να επιδείξουν
αποφασιστικότητα, όπως η
στρατιωτική ακροβασία ή
ακόμα και η στρατιωτική
βία. Οι τακτικές αυτές
συνεπάγονται σοβαρούς
κινδύνους περιττής
κλιμάκωσης.
Με την φήμη του προέδρου
να έχει υποχωρήσει, οι
Ηνωμένες Πολιτείες θα
πρέπει επίσης να
εργαστούν σκληρότερα για
να πείσουν τους
συμμάχους τους ότι θα
τηρήσουν τις δεσμεύσεις
τους. Οι συνεργάτες της
Ουάσινγκτον είναι πιθανό
να απαιτήσουν πιο
συγκεκριμένες δηλώσεις
ότι οι εγγυήσεις
ασφάλειας των ΗΠΑ θα
παραμείνουν άθικτες. Η
μειωμένη εμπιστοσύνη
στην αμερικανική
προστασία μπορεί να
οδηγήσει τους συμμάχους
των ΗΠΑ να γίνουν πιο
αυτοδύναμοι (όπως τους
θέλει ο Trump), αλλά θα
μπορούσε επίσης να
ενθαρρύνει τους
αντιπάλους των ΗΠΑ να
δοκιμάσουν πιο επιθετικά
τα όρια. Δεν θα ήταν
περίεργο, για παράδειγμα,
αν ο Ρώσος πρόεδρος
Βλαντιμίρ Πούτιν
αποφάσιζε να διερευνήσει
την έκταση της
υποστήριξης των ΗΠΑ προς
την Ουκρανία.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΝΑ
ΕΧΟΥΝ ΞΑΝΑ ΣΗΜΑΣΙΑ
Οι μακροπρόθεσμες
συνέπειες της κρίσης
αξιοπιστίας του Trump
παραμένουν ασαφείς. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν
μπορούν να ελέγξουν τα
συμπεράσματα που βγάζουν
οι άλλοι από την
συμπεριφορά του προέδρου.
Ωστόσο, οι διεθνείς
παρατηρητές θα εξετάσουν
το πώς το αμερικανικό
πολιτικό σύστημα
ανταποκρίνεται στις
δηλώσεις του Trump και
πότε και πώς τις
εξουδετερώνει. Ακόμη και
αν η αμερικανική
εξωτερική πολιτική κατά
την διάρκεια της
διοίκησης του Trump
παραμένει συνεπής και
συνεκτική στην δράση της
[15], αν όχι στην
ρητορική, οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχουν ήδη
καταβάλει σημαντικό
τίμημα για την
συμπεριφορά του Trump: Ο
πρόεδρος δεν θεωρείται
πλέον η τελική φωνή για
την εξωτερική πολιτική.
Οι ξένοι ηγέτες γυρίζουν
αλλού για να μετρήσουν
τις αμερικανικές
προθέσεις. Με το εγχώριο
σύστημα των ΗΠΑ τόσο
πολωμένο και το κυβερνών
κόμμα τόσο
κατακερματισμένο, η
επικοινωνία προθέσεων
έχει γίνει πιο δύσκολη
από ποτέ. Όσο πιο
διακομματική και
μονοσήμαντη είναι η
σηματοδότηση των ΗΠΑ,
τόσο λιγότερο πιθανό
είναι ότι η ζημιά του
Trump στην αμερικανική
αξιοπιστία θα ξεπεράσει
την θητεία του.
Προς το παρόν, όμως, με
την φήμη του Trump
υπονομευμένη, το κόστος
της αποτροπής, του
εξαναγκασμού και των
διαβεβαιώσεων των ΗΠΑ
αυξήθηκε, μαζί με την
πιθανότητα εσφαλμένου
υπολογισμού και ακούσιας
κλιμάκωσης. Ο Trump
μπορεί να πιστεύει ότι
μια προβλέψιμη και
αξιόπιστη εξωτερική
πολιτική αποτελεί
ένδειξη αδυναμίας. Κάνει
λάθος. Για μια μικρή
ρεβιζιονιστική δύναμη,
όπως είναι η Βόρεια
Κορέα, το να εμφανίζεται
απρόβλεπτη μπορεί να
επιτρέψει προσωρινά σε
έναν ηγέτη να χτυπά πάνω
από τις δυνάμεις του.
Αλλά είτε του αρέσει του
Trump είτε όχι, οι
Ηνωμένες Πολιτείες είναι
μια παγκόσμια υπερδύναμη
για την οποία η
προβλεψιμότητα και η
αξιοπιστία είναι
περιουσιακά στοιχεία και
όχι υποχρεώσεις.
Η KEREN YARHI-MILO είναι
επίκουρη καθηγήτρια
Πολιτικής και Διεθνών
Υποθέσεων το
Πανεπιστήμιο Princeton
και η συγγραφέας του
επερχόμενου βιβλίου με
τίτλο Who Fights for
Reputation? The
Psychology of Leaders in
International Conflict.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72046/keren-yarhi-milo/meta-tin-aksiopistia?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-12-12/after-credibility
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|