Ειδικότερα, ο
αρθρογράφος του
Bloomberg αναφέρει πως
“το ελληνικό τραπεζικό
σύστημα είναι γεμάτο με
ένα μεγάλο αριθμό μη
εξυπηρετούμενων δανείων,
μια κληρονομιά της παρατεταμένης
ύφεσης. Σχεδόν τα μισά
από τα δάνεια είναι σε
καθυστέρηση, σύμφωνα με
τα στοιχεία της Τράπεζας
της Ελλάδος, και αυτό
είναι μόνο οριακά
λιγότερο κακό από το ναδίρ πριν
από ένα και ενάμιση
χρόνο.
Η ποιότητα των κεφαλαίων των
τραπεζών είναι επίσης
αμφίβολη. Περισσότερο
από το 50% των αθροιστικών κεφαλαίων των
τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών
της χώρας αποτελείται
από τον αναβαλλόμενο φόρο (εκπτώσεις
σε μελλοντικούς φόρους
που έχουν συσσωρευτεί
κατά τη διάρκεια
περιόδων ζημιών). Δυσκολεύονται επίσης
με την κερδοφορία: η
απόδοση των μετοχών τους είναι
αρνητική, καθώς οι
τράπεζες παλεύουν με
υπερβολικά υψηλά κόστη και
μια οικονομία που παραμένει
συμπιεσμένη.
Οι Ευρωπαίοι επόπτες μοιάζουν
να κάνουν τα στραβά
μάτια σε όσα συμβαίνουν.
Την περασμένη άνοιξη, η
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα πέρασε τις
τέσσερις μεγαλύτερες
τράπεζες της Ελλάδας σε ένα εξειδικευμένο τεστ αντοχής.
Ο Ενιαίος Μηχανισμός
Εποπτείας της ΕΚΤ – ο
τραπεζικός ελεγκτής της
περιφέρειας – έχει
παρουσιάσει μια σειρά
σημείων αναφοράς για τη
μείωση των επισφαλών
δανείων, τα οποία οι ελληνικές
τράπεζες γενικά επιτυγχάνουν.
Αλλά οι επενδυτές είναι
σκεπτικοί. Από τότε που
ανακοινώθηκαν τα
αποτελέσματα των stress
tests, ο
τραπεζικόςδείκτης στο
Χρηματιστήριο της χώρας
έχασε σχεδόν το ήμισυ
της αξίας του.
Με καθυστέρηση, οι
ελληνικές αρχές
αποφάσισαν να είναι πιο
αποφασιστικές. Δυστυχώς,
στερούνται συντονισμού.
Πρώτον, το Ελληνικό
Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας – το
ελληνικό ταμείο διάσωσης τραπεζών –
πρότεινε ένα σχέδιο για
τη χρήση κυβερνητικών
εγγυήσεων για να
διευκολυνθεί η εκφόρτωση πακέτων επισφαλών
δανείων. Οι τράπεζες θα
τις εξασφάλιζαν και το
κράτος θα εγγυηάτο την
ασφαλέστερη δόση,
αυξάνοντας τον αριθμό
των δυνητικών επενδυτών.
Αλλά στη συνέχεια η
Τράπεζα της Ελλάδος
δημοσίευσε μια
διαφορετική στρατηγική.
Αυτή συνεπάγεται ότι η
κυβέρνηση αφήνει τις
τράπεζες να μεταβιβάσουν
τις αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις
τους σε ένα όχημα ειδικού
σκοπού (SPV). Το SPV θα
αποκτούσε τότε έως και 40
δισεκατομμύρια ευρώ σε
μη εξυπηρετούμενα δάνεια,
μειώνοντας το ποσό στο
σύστημα σχεδόν κατά το
ήμισυ.
Δεν είναι σαφές εάν ένα
από τα σχέδια αυτά θα
προσείλκυε επαρκές ενδιαφέρον
από τους επενδυτές. Το
πιο σημαντικό: το να
υπάρχουν δύο σχέδια δεν
δίνει την εντύπωση μιας
χώρας που έχει επιλέξει
ποια διαδρομή θα
ακολουθήσει για να
αντιμετωπίσει ένα από τα
βασικά οικονομικά
προβλήματά της. Θα ήταν
πολύ καλύτερο να
ανακοινώσει ένα ενιαίο
σχέδιο – το οποίο θα
μπορούσε να συνδυάσει
στοιχεία των
προαναφερθέντων σχεδίων –
και στη συνέχεια να το υλοποιήσει.
Αυτό θα μπορούσε να
παρακινήσει τους
επενδυτές να αλλάξουν
την άποψή τους για τον
τομέα.
Ενώ η κυβέρνηση
αποφασίζει τι πρέπει να
κάνει, οι μεμονωμένες
τράπεζες προχωρούν με
τον δικό τους τρόπο. Η
Eurobank Ergasias
ανακοίνωσε τη συγχώνευσή
της με την Grivalia
Properties REIC, μια
εταιρεία επενδύσεων σε
ακίνητα, η οποία
αναμένεται να προσφέρει
στην ενοποιημένη
επιχείρηση αυξημένη
κεφαλαιακή ενίσχυση. Η
Eurobank σχεδιάζει να
απομακρύνει από τον
ισολογισμό της επισφαλή
δάνεια ύψους σχεδόν 7
δισεκατομμυρίων ευρώ και
στο τέλος του 2019
στοχεύει σε ποσοστό μη
εξυπηρετούμενων δανείων
15%. Αυτό είναι μακράν
το πιο ελπιδοφόρο πράγμα
που έχει συμβεί στο
ελληνικό τραπεζικό
σύστημα αυτή την χρονιά.
Μπορεί όμως να είναι
δύσκολο να επαναληφθεί,
επειδή βασίζεται στην
ύπαρξη μιας εταιρείας
που είναι πρόθυμη να εξαγοραστεί.
Βοήθησε επίσης το ότι η
Grivalia και η Eurobank
έχουν έναν μεγάλο μέτοχο κοινό.
Και τέλος, στο άρθρο του
το
Bloomberg
σχολιάζει πως εφόσον οι
ελληνικές αρχές δεν
καταφέρουν να βρουν μια
κοινή λύση στα δεινά
των τραπεζών τους, ακόμη
και έξυπνα σχέδια όπως της Eurobank
μπορεί να μην είναι
αρκετά. Είναι δύσκολο να
δούμε πώς η Ελλάδα
μπορεί να ανακάμψει
ισχυρά μετά από μια τόσο
μακρά ύφεση με ένα ακόμη
προβληματικό τραπεζικό
σύστημα. Η Αθήνα
χρειάζεται ένα σχέδιο,
όχι ένα πλήθος ιδεών”. |