|
|
|
του Eduardo Suarez (*)
Το Twin Falls είναι μια
πόλη του Αϊντάχο που
ήρθε στην επιφάνεια τον
Ιούνιο του 2016. Δύο
παιδιά 7 και 10 ετών
είχαν κακοποιήσει ένα
πεντάχρονο κορίτσι σε
ένα συγκρότημα κατοικιών
και είχαν
μαγνητοσκοπήσει την
πράξη τους. Το θύμα ήταν
λευκή. Οι δράστες,
πρόσφυγες από την
Ερυθραία και το Ιράκ.
|
|
|
|
|
|
Ενας τοπικός
δημοσιογράφος εντόπισε
δύο ομάδες του Facebook όπου
χιλιάδες χρήστες έγραφαν
διάφορες κατασκευασμένες
λεπτομέρειες για την
επίθεση. Μιλούσαν για
βιασμό με τη βοήθεια
σουγιά και υποστήριζαν
ότι οι δράστες ήταν από
τη Συρία και λίγες ώρες
μετά την πράξη τους το
είχαν γιορτάσει με τους
γονείς τους. Τα ψέματα
αυτά άρχισαν να
διαδίδονται,
υποβοηθούμενα και από τη
σιωπή των αρχών, που δεν
μπορούσαν να δώσουν στη
δημοσιότητα τι ακριβώς
είχε συμβεί επειδή θύτες
και θύμα ήταν ανήλικοι.
Πολύ γρήγορα οι φήμες
έφτασαν σε εξτρεμιστικά
έντυπα όπως το Breitbart News ή
το Infowar. Διάφορες
ιστοσελίδες
δημοσιοποίησαν τη
διεύθυνση και τον αριθμό
τηλεφώνου του δημάρχου.
Η σύζυγός του δέχθηκε
απειλές για τη ζωή της,
ενώ εκείνος αναγκάστηκε
να κλείσει τον
λογαριασμό του στο Twitter καθώς
τον κατηγόρησαν ότι ήταν
οπαδός του ISIS και είχε
βιάσει μια γυναίκα.
Ολη αυτή η αναταραχή
αναδεικνύει μερικά από
τα δεινά της δημόσιας
σφαίρας των Ηνωμένων
Πολιτειών, όπου
απομονωμένες κοινότητες
πέφτουν θύματα
παραπληροφόρησης και
συγχέουν τις
προκαταλήψεις τους με
την πραγματικότητα. Ο
Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι
αίτιο αλλά σύμπτωμα
αυτού του φαινομένου, το
οποίο γιγαντώθηκε επί
δεκαετίες από ανθρώπους
όπως ο Ρας Λίμποου και
κανάλια όπως το Fox News.
Είναι πιθανό η
τεχνολογία να επιτάχυνε
αυτό το φαινόμενο την
τελευταία δεκαετία. Θα
ήταν λάθος όμως να
αποδοθεί στο Twitter,
στο YouTube ή στο Facebook η
ευθύνη για την
επιδείνωση του κλίματος
και την εκλογή του Τραμπ.
Όπως εξηγεί η Κλερ
Γουορντλ, ειδικός για
την παραπληροφόρηση από
το πανεπιστήμιο του
Χάρβαρντ, πολλές
ανυπόστατες φήμες
ακολουθούν σήμερα μια
ανάλογη διαδρομή:
κατασκευάζονται σε
ανώνυμα φόρουμ όπως το
4chan, προκαλούν στη
συνέχεια συζητήσεις σε
κλειστές ομάδες του Facebook ή
του WhatsApp και φτάνουν
στο Reddit και
στοYouTube, απ’όπου
μεταπηδούν στο Twitter,
το Facebook και το Instagram.
Η διάδοση όμως μιας
φήμης πέρα από τα πιο
ριζοσπαστικά γκέτο δεν
εξαρτάται τόσο από αυτή
την εμβρυακή φάση όσο
από αυτά που συμβαίνουν
στη συνέχεια. Για να
γίνει αληθοφανής, πρέπει
να αναπαραχθεί από εμάς
τους δημοσιογράφους στα
μέσα ενημέρωσης.
Ο στόχος όσων ρυπαίνουν
καθημερινά τη δημόσια
συζήτηση είναι να βρουν
φωνές που θα διαδώσουν
τα μηνύματά τους. Το
αξίωμα αυτό πρέπει να
υπαγορεύει τη
συμπεριφορά μας στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης. Η
κριτική στο τουιτ ενός
προβοκάτορα συμβάλλει
στην εξάπλωσή του.
Πολλές φορές είναι
καλύτερα να αγνοείς έναν
εξτρεμιστή από το να του
απαντάς. Η ευθύνη του
καθενός είναι ευθέως
ανάλογη με το μέγεθος
του ακροατηρίου του. Ένα
λάθος βήμα μπορεί να
μετατρέψει έναν
λογαριασμό με χιλιάδες
ακολούθους σε μεγάφωνο
στην υπηρεσία μιας
εξτρεμιστικής ιδεολογίας.
Η στάση αυτή έχει ακόμη
μεγαλύτερη σημασία στην
περίπτωση των
δημοσιογράφων. Τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης
έχουν εκδημοκρατίσει την
πρόσβαση στη δημόσια
σφαίρα, αλλά τα μεγάλα
μέσα εξακολουθούν να
έχουν ένα τεράστιο βάρος
στον καθορισμό των
ζητημάτων όπου οι
πολίτες στρέφουν την
προσοχή τους. Η
αναπαραγωγή λοιπόν μη
επιβεβαιωμένων
πληροφοριών είναι
αντιπαραγωγική. Αλλά και
η διάψευσή τους όταν δεν
έχουν φτάσει στο ευρύ
κοινό δεν είναι μια καλή
τακτική. Το έργο των
δημοσιογράφων είναι
ακόμη πιο δύσκολο όταν
έχουν να κάνουν με
πολιτικούς που ψεύδονται
ή υπερβάλλουν
συστηματικά.
Ο γλωσσολόγος Τζορτζ
Λακόφ έχει εξηγήσει πώς
ο Τραμπ διατυπώνει τα
προβλήματα με τους όρους
που τον συμφέρουν και
πώς οι επικριτές του τον
βοηθούν όταν του
επιτίθενται με τα ίδια
λόγια που χρησιμοποιεί
εκείνος. Αυτό που συνέβη
όμως με τον Τραμπ δεν
χρειάζεται να μετατραπεί
σε μια παγκόσμια
επιδημία. Το τι
συμβαίνει στη δημόσια
σφαίρα μιας χώρας σαν
την Ισπανία δεν
εξαρτάται τόσο από τον
αλγόριθμο του Facebook όσο
από την υγεία της
δημόσιας συζήτησης και
τη στάση των μέσων
ενημέρωσης.
Στο βιβλίο τους
«Network Propaganda», ο
Γιοσάι Μπένκλερ, ο
Ρόμπερτ Φάρις και ο Χαλ
Ρόμπερτς επισημαίνουν
ότι μπορεί τα fake news να
ευδοκιμούν περισσότερο
στο Facebook απ’ό,τι σε
άλλους χώρους, αλλά ο
αποφασιστικός παράγων
για την εκλογή του Τραμπ
δεν ήταν αυτό το μέσο.
Ηταν η
ριζοσπαστικοποίηση
ευρέων στρωμάτων της
Δεξιάς, που ξεκίνησε
πριν από την εποχή του
Διαδικτύου. Πλατφόρμες
όπως το Facebook μπορούν
να είναι ευλογία ή
κατάρα. Αυτό που
καθορίζει αν κυριαρχεί η
καλή ή η κακή του πλευρά
είναι η πολιτική
κουλτούρα μιας χώρας, με
τα μέσα ενημέρωσης και
τους θεσμούς της.
Ένα καλό παράδειγμα
είναι αυτό που συνέβη
στο Twin Falls. Εν μέσω
της μεταναστευτικής
κρίσης, ένας λογαριασμός
του Facebook με πάνω από
140.000 φίλους - που στη
συνέχεια αποδείχθηκε ότι
είχε στηθεί από το
Κρεμλίνο - οργάνωσε μια
διαδήλωση υπέρ του Τραμπ.
Μόλις τέσσερα άτονα
εκδήλωσαν την πρόθεσή
τους να λάβουν μέρος.
Δύο χρόνια αργότερα,
αυτό που συνέβη είναι
ελπιδοφόρο. Ο δήμαρχος
επανεξελέγη, οι
σύμβουλοί του υιοθέτησαν
ένα ψήφισμα υπέρ της
συνέχισης του
προγράμματος για το
άσυλο και οι κάτοικοι
αύξησαν τις δωρεές τους
στο κέντρο προσφύγων της
πόλης.
(*) Ο Εδουάρδο Σουάρεθ
είναι ισπανός
δημοσιογράφος
(Πηγή: El Pais)
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|