Όπως έγραψε η Καθημερινή,
όπως εξηγούν αρμόδια
στελέχη, η διακράτηση
αυτών των ακινήτων δεν
είναι μόνο ασυμβίβαστη
με το έργο των τραπεζών,
που είναι η
χρηματοδότηση των
νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων.
Συνεπάγεται και
υψηλότατο κόστος για τη
νομιμοποίησή τους, στον
βαθμό που στην
πλειονότητά τους τα
ακίνητα που αποκτώνται
μέσω πλειστηριασμού δεν
είναι «καθαρά», ενώ
γενικώς η διακράτηση και
η συντήρησή τους
συνιστούν σημαντικό
φορολογικό βάρος και
δαπάνη.
Η διάθεσή τους θα γίνει
μέσω πακέτων ακινήτων
που οι τράπεζες
ετοιμάζονται να βγάλουν
προς πώληση, αλλά και
μεμονωμένα, μέσω ειδικών
ιστοσελίδων που η μία
μετά την άλλη οι
τράπεζες ετοιμάζουν
προκειμένου να διαθέτουν
αποτελεσματικότερα τα
ακίνητα που βγαίνουν σε
πλειστηριασμό μέσω της
ηλεκτρονικής πλατφόρμας
eauction. Στόχος, να
περιοριστεί το φαινόμενο
του να αγοράζουν οι
ίδιες οι τράπεζες τα
ακίνητα που βγάζουν στον
πλειστηριασμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία
που παρουσίασε ο
υποδιοικητής της ΤτΕ
Θεόδωρος Μητράκος στο
14ο Red Business Forum
το 2018, μέσω της
ηλεκτρονικής πλατφόρμας
eauction
πραγματοποιήθηκαν 14.900
πλειστηριασμοί συνολικής
αξίας 4 δισ. ευρώ. Από
αυτούς γόνιμοι ήταν
περίπου το ένα τρίτο,
και συγκεκριμένα 4.770
πλειστηριασμοί ακινήτων,
εκ των οποίων οι μισοί
αφορούσαν κατοικίες και
οι άλλοι μισοί
επαγγελματικά ακίνητα.
Σύμφωνα με τα ίδια
στοιχεία, η αξία των
ακινήτων που άλλαξαν
χέρια μέσω
πλειστηριασμών το 2018
ήταν περίπου 1 δισ. ευρώ
και οι τράπεζες
πλειοδότησαν για το 85%
αυτών των πλειστηριασμών,
αποκτώντας 4.050 ακίνητα.
Εκτός των ακινήτων που
απέκτησαν μέσω
πλειστηριασμών, στους
ισολογισμούς των
τραπεζών έχουν περιέλθει
και ακίνητα από
κατασχέσεις.
Η καθαρή λογιστική αξία
αυτών των ακινήτων
ανήλθε στο τέλος του
2018 σε περίπου 1 δισ.
ευρώ για τα
επαγγελματικά ακίνητα
και 570 εκατ. ευρώ για
τις κατοικίες. Τέλος, οι
τράπεζες διακρατούν στον
ισολογισμό τους και
επενδυτικά ακίνητα αξίας
περίπου 3 δισ. ευρώ,
ανεβάζοντας τη συνολική
αξία των ακινήτων που
έχουν στην κατοχή τους
στα περίπου 4,5 έως και
5 δισ. ευρώ.
Για το 2019 οι
εκτιμήσεις κάνουν λόγο
για ανάλογο αριθμό
πλειστηριασμών, δηλαδή
περί τις 15.000.
Ανασχετικό παράγοντα που
ενδέχεται να μειώσει τον
αριθμό των
πλειστηριασμών που θα
γίνουν φέτος αποτελεί η
πρακτική αμφισβήτησης
από την πλευρά του
οφειλέτη της πρώτης
τιμής εκκίνησης του
πλειστηριασμού, δηλαδή
της τιμής με βάση την
οποία ξεκινάει η
πλειοδοσία. Σύμφωνα με
τις τράπεζες, αρκετοί
οφειλέτες καταφεύγουν σε
αυτή την πρακτική
υποστηρίζοντας ότι η
τιμή που προτείνει η
τράπεζα είναι χαμηλή και
δεν αντιπροσωπεύει την
πραγματική αξία του
ακινήτου, στην
προσπάθειά τους να
αναβάλουν τον
πλειστηριασμό.
|