------------------
Η τεταμένη σχέση μεταξύ
των Ηνωμένων Πολιτειών
και της Τουρκίας φθάνει
σε ένα σημείο καμπής.
Καθώς η τουρκική
κυβέρνηση ακολούθησε μια
όλο και πιο αυταρχική
στροφή [1] και έκανε
αμφισβητήσιμες επιλογές
εξωτερικής πολιτικής [2]
τα τελευταία χρόνια, η
Ουάσιγκτον προσπάθησε να
ασκήσει στρατηγική
υπομονή και να εμπλακεί
με την τουρκική ηγεσία
για την επίλυση των
διαφορών μεταξύ των δύο
χωρών. Αλλά αυτή η
υπομονή φθίνει, καθώς η
Άγκυρα έχει
επανειλημμένα αποτύχει
να ανταποκριθεί στις
ανησυχίες της
Ουάσινγκτον -η κυριότερη
μεταξύ αυτών τώρα είναι
η φυλάκιση του Andrew
Brunson, ενός Χριστιανού
πάστορα από την Βόρεια
Καρολίνα, με κατηγορίες
για υποτιθέμενη
τρομοκρατία. Ο χειρισμός
της υπόθεσης Brunson, η
οποία κορυφώθηκε την
περασμένη εβδομάδα όταν
μεταφέρθηκε σε κατ’
οίκον περιορισμό αντί να
απελευθερωθεί, θα
επηρεάσει το μέλλον των
διμερών δεσμών. Εάν
αποτύχουν οι
διαπραγματεύσεις, οι
Ηνωμένες Πολιτείες
μπορεί να αισθανθούν
υποχρεωμένες να
μεταθέσουν την
προσέγγισή τους μακριά
από την διπλωματία και
προς την οικονομική
μόχλευση. Σε αυτό το
παιχνίδι πόκερ της
εξωτερικής πολιτικής, η
ταλαιπωρούμενη οικονομία
της Τουρκίας μπορεί να
αναγκάσει τον πρόεδρο
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να
αναδιπλωθεί πρώτος.
Ο Trump και ο Erdogan
συναντώνται στην Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ στη
Νέα Υόρκη, τον
Σεπτέμβριο του 2017.
KEVIN LAMARQUE / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
και η Τουρκία έχουν
συγκεντρώσει μακρούς
καταλόγους από παράπονα
μεταξύ τους κατά τα
τελευταία χρόνια. Από τη
μια πλευρά, η τουρκική
κυβέρνηση θεωρεί ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν
κατάφεραν σοβαρά να
αντιμετωπίσουν τις
προκλήσεις της ασφάλειάς
της. Έχει απογοητευτεί
από την υποστήριξη των
Ηνωμένων Πολιτειών σε
μια ομάδα Σύρων Κούρδων
(τις Λαϊκές Μονάδες
Προστασίας, YPG) στην
καταπολέμηση του
Ισλαμικού Κράτους
(ISIS). Δεδομένου ότι οι
ομάδες συνδέονται με μια
εγχώρια κουρδική
τρομοκρατική οργάνωση (το
Κουρδικό Εργατικό Κόμμα,
PKK), ο πρωταρχικός
στόχος της Άγκυρας στην
Συρία ήταν να εμποδίσει
τις YPG να δημιουργήσουν
μια αυτόνομη κουρδική
περιοχή κατά μήκος των
τουρκικών συνόρων, για
την οποία φοβάται ότι θα
μπορούσε να οδηγήσει σε
μια προσπάθεια
ανεξαρτησίας ή ότι θα
χρησιμοποιηθεί για να
οργανωθούν επιθέσεις
εναντίον της Τουρκίας. Η
Άγκυρα πίεσε στο σημείο
αυτό, ξεκινώντας
στρατιωτικές ενέργειες
κατά των δυνάμεων των
YPG τον Ιανουάριο του
2018, οι οποίες
εξέτρεψαν ορισμένους
μαχητές μακριά από τις
υπό την ηγεσία των ΗΠΑ
επιχειρήσεις εναντίον
των εναπομεινάντων
στοιχείων του ISIS.
Πολλοί Τούρκοι
παραμένουν πληγωμένοι
από αυτό που εξέλαβαν ως
αποτυχία των Δυτικών
ηγετών να κατανοήσουν το
τραύμα της απόπειρας
πραξικοπήματος του
Ιουλίου του 2016 [3] και
να εκφράσουν άμεση
στήριξη προς τον
δημοκρατικά εκλεγμένο
ηγέτη της χώρας. Παρά
την αντίθεση στον
Ερντογάν στο εσωτερικό
του εκλογικού σώματος,
υπήρξε σπάνια συναίνεση
στο πολιτικό φάσμα ότι
μια στρατιωτική ανατροπή
δεν ήταν η λύση. Υπάρχει
περαιτέρω ανησυχία για
το ότι ο κατηγορούμενος
ως εγκέφαλος [του
πραξικοπήματος], ο
Ισλαμιστής κληρικός
Fethullah Gulen [4],
κατοικεί νόμιμα στην
Πενσυλβανία [των ΗΠΑ]. Η
Άγκυρα παρείχε κούτες
εγγράφων στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε
μια προσπάθεια να
αποδείξει την ενοχή του.
Η Ουάσινγκτον δεν βρήκε
τα αποδεικτικά στοιχεία
αρκετά επιτακτικά για να
πείσει έναν ομοσπονδιακό
δικαστή για μια πιθανή
αιτία που να οδηγήσει
την έκδοσή του. Σε μια
προσπάθεια αντιμετώπισης
αυτού του αδιεξόδου,
αξιωματούχοι των ΗΠΑ
πραγματοποίησαν αρκετές
τεχνικές συναντήσεις με
τους Τούρκους ομολόγους
τους για να συζητήσουν
τα στοιχεία που
παρουσιάστηκαν.
Συνέχισαν επίσης
ξεχωριστές έρευνες, οι
οποίες προηγήθηκαν του
πραξικοπήματος, σε
charter schools [στμ:
δημόσιας χρηματοδότησης
ανεξάρτητα σχολεία,
συνήθως ειδικού σκοπού]
που εδρεύουν στις ΗΠΑ,
τα οποία τα
διαχειρίζονται οπαδοί
του Gulen.
Από την πλευρά τους, οι
Ηνωμένες Πολιτείες έχουν
αρχίσει να αμφισβητούν
το εάν η Τουρκία
εξακολουθεί να είναι
αξιόπιστος σύμμαχος. Οι
Αμερικανοί ανησυχούν για
την υπερβολική αντίδραση
της τουρκικής κυβέρνησης
στο αποτυχημένο
πραξικόπημα: Οι αρχικές
προσπάθειες για την
σύλληψη των
πιθανολογούμενων
σχεδιαστών του
πραξικοπήματος
μετατράπηκαν σε μια
μεγιστοποιημένη
εκκαθάριση των
Gulenιστών που
συνδέονταν [με το
πραξικόπημα] και ένα
κυνήγι μαγισσών εναντίον
πολιτικών αντιπάλων. Μια
κατάσταση έκτακτης
ανάγκης τριών μηνών
επιβλήθηκε αμέσως μετά
το πραξικόπημα,
επεκτάθηκε επανειλημμένα
και έληξε μόλις στα μέσα
Ιουλίου, όταν το
κοινοβούλιο θέσπισε
αντιτρομοκρατική
νομοθεσία που
κατοχυρώνει πολλά μέτρα
έκτακτης ανάγκης στο
τουρκικό δίκαιο. Οι
ρευστοί ορισμοί της
τρομοκρατίας υπό την
κατάσταση έκτακτης
ανάγκης οδήγησαν στην
φυλάκιση πολλών
Αμερικανών πολιτών,
καθώς και Τούρκους
υπαλλήλους δύο
προξενείων των ΗΠΑ, με
αβάσιμες κατηγορίες
διασυνδέσεων με το PKK
και τον Gulen. Η
περίπτωση του Brunson
προκάλεσε τη μεγαλύτερη
κατακραυγή στις Ηνωμένες
Πολιτείες και έλαβε
μεγάλη προσοχή σε όλη
την κυβέρνηση. Τούρκοι
αξιωματούχοι επιμένουν
ότι η υπόθεση εμπίπτει
αποκλειστικά στην
αρμοδιότητα του
ανεξάρτητου δικαστικού
σώματος, αλλά τα σχόλια
του Ερντογάν έχουν
υπονοήσει κάτι
διαφορετικό. Έχει
εμπλακεί με μια
διπλωματία ομήρων,
δηλώνοντας δημοσίως τον
περασμένο Σεπτέμβριο ότι
θα παραδώσει τον κληρικό
ως αντάλλαγμα για έναν
άλλο: Ο Brunson για τον
Gulen.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
ανησυχούν επίσης για τα
σχέδια της Άγκυρας για
την αγορά του πυραυλικού
αμυντικού συστήματος
S-400 από την Ρωσία. Το
σύστημα αυτό δεν θα ήταν
διαλειτουργικό με το
ΝΑΤΟ και θα μπορούσε να
θέσει σε κίνδυνο την
ασφάλεια των μαχητικών
αεροσκαφών F-35 stealth,
τα οποία οι Ηνωμένες
Πολιτείες πωλούν στην
Τουρκία στο πλαίσιο μιας
ευρωπαϊκής κοινοπραξίας.
Τα σχέδια αυτά έχουν
θέσει ευρύτερα ερωτήματα
σχετικά με το εάν η
Τουρκία μετατοπίζει τον
στρατηγικό
προσανατολισμό της
μακριά από την συμμαχία.
ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ
Όταν ανέλαβε το αξίωμα
του ο Τραμπ, ο Ερντογάν
ήλπιζε ότι θα διορθώσει
τα παράπονα της εποχής
του Ομπάμα, λαμβάνοντας
μέτρα όπως η έκδοση του
Gulen και η παύση της
συνεργασίας με τις YPG.
Ωστόσο, η νέα διοίκηση
δεν απέκλινε σημαντικά
από τις υπάρχουσες
πολιτικές των ΗΠΑ
σχετικά με την Τουρκία.
(Αυτό παρά τις
παρατυπίες του Michael
Flynn, πρώην συμβούλου
της εκστρατείας Trump
και για λίγο Συμβούλου
Εθνικής Ασφάλειας των
ΗΠΑ, στον οποίο φέρεται
να προσφέρθηκαν 15
εκατομμύρια δολάρια από
εκπροσώπους της
τουρκικής κυβέρνησης για
να επιστρέψει τον Gulen
στην Τουρκία, μεταξύ
άλλων χαρών).
Οι εντάσεις αυξήθηκαν το
φθινόπωρο του 2017, όταν
η αμερικανική πρεσβεία,
σε απάντηση στις
συλλήψεις των τοπικών
υπαλλήλων της, ανέστειλε
τις υπηρεσίες
μη-μεταναστευτικών βίζα.
Η Τουρκία προχώρησε
αμέσως σε αντίστοιχη
δράση. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες ήραν την
αναστολή, αφότου η
Άγκυρα διαβεβαίωσε ότι
δεν διερευνώνται άλλοι
τοπικοί υπάλληλοι, το
προσωπικό δεν θα
συλληφθεί για την
εκτέλεση των επίσημων
καθηκόντων του, και θα
δοθεί προειδοποίηση πριν
από τυχόν μελλοντικές
συλλήψεις. Ωστόσο, η
Άγκυρα απέτυχε να
απελευθερώσει τους
φυλακισμένους υπαλλήλους
και μάλιστα έβαλε έναν
τρίτο υπάλληλο σε κατ’
οίκον περιορισμό. Η
διμερής σχέση
αντιμετώπισε πρόσθετες
πιέσεις τον Ιανουάριο
του 2018, όταν οι
Τούρκοι στρατιώτες
οδήγησαν
υποστηριζόμενους από την
Ρωσία μαχητές των YPG
έξω από την περιοχή
Afrin της βορειοδυτικής
Συρίας. Οι απειλές της
Άγκυρας για επέκταση
αυτής της επιχείρησης 60
μίλια ανατολικά προς τη
Manbij, όπου είχαν βάση
οι υποστηριζόμενοι από
τις ΗΠΑ μαχητές των YPG
και οι Ειδικές Δυνάμεις
των ΗΠΑ, έθεσαν την
ανησυχητική προοπτική
Τούρκοι και Αμερικανοί
στρατιώτες να βάλουν στο
στόχαστρο οι μεν τους δε.
Η κυβέρνηση Trump
προσπάθησε να βελτιώσει
τις σχέσεις μέσω
διπλωματικής εμπλοκής.
Κατά την διάρκεια της
ίδιας εβδομάδας, τον
Φεβρουάριο του 2018, ο
Σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας, ο υπουργός
Άμυνας και ο υπουργός
Εξωτερικών συναντήθηκαν
με τους Τούρκους
ομολόγους τους. Μια
μακρά συνομιλία μεταξύ
του πρώην υπουργού Rex
Tillerson και του
Ερντογάν στην Άγκυρα
οδήγησε στην δημιουργία
αρκετών ομάδων εργασίας
για την επίλυση των
διμερών εκνευρισμών. Μια
ομάδα συζητούσε ήσυχα τα
δικαστικά ζητήματα,
συμπεριλαμβανομένων των
Αμερικανών πολιτικών
κρατουμένων.
Ανακοινώθηκε αργότερα
ότι πριν από την
επίσκεψη του Tillerson,
το γραφείο του υπουργού
Δικαιοσύνης των ΗΠΑ είχε
απορρίψει τις κατηγορίες
εναντίον 11 από τους 15
προεδρικούς
σωματοφύλακες που
κατηγορήθηκαν μετά τη
φιλονικία με διαδηλωτές
κατά την επίσκεψη του
Ερντογάν τον Μάιο του
2017 στην Ουάσινγκτον,
εξαιτίας ανεπαρκών
αποδεικτικών στοιχείων.
Μια άλλη ομάδα έχει
επικεντρωθεί σε
στρατιωτικά ζητήματα.
Για να αποτρέψει την
Άγκυρα από την αγορά
ρωσικών S-400s, η
διοίκηση Trump βελτίωσε
τη μακρόχρονη προσφορά
για πώληση στην Τουρκία
του αμερικανικού
πυραυλικού αμυντικού
συστήματος Patriot,
ανταποκρινόμενη στην
τουρκική επιθυμία για
περισσότερες δυνατότητες
μεταφοράς τεχνολογίας
και συμπαραγωγής. Οι δύο
πλευρές ανέπτυξαν επίσης
έναν οδικό χάρτη για την
αντιμετώπιση της
συνεχιζόμενης παρουσίας
των δυνάμεων των YPG στο
Manbij της Συρίας, κάτι
που παραβίασε την
υπόσχεση της κυβέρνησης
Obama ότι θα αποσυρθεί
μετά την εξάλειψη των
μαχητών του ISIS. Αν και
η απόλυση του Tillerson
προκάλεσε καθυστερήσεις,
ο διάδοχός του, Mike
Pompeo, συνέχισε τις
προσπάθειες αυτές.
Συνεπής με τον θαυμασμό
του για ισχυρούς ηγέτες,
ο Trump απέφυγε να
επικρίνει την
δημοκρατική διολίσθηση
της Τουρκίας ή την
φυλάκιση των δικών της
πολιτών με
αμφισβητούμενες
κατηγορίες. Κάλεσε [τηλεφωνικά]
τον Ερντογάν για να τον
συγχαρεί επειδή κέρδισε
σε ένα αμφισβητούμενο
συνταγματικό δημοψήφισμα
τον Απρίλιο του 2017 το
οποίο δημιούργησε ένα
ιδιαίτερα συγκεντρωτικό
προεδρικό σύστημα, και
πάλι τον συνεχάρη για
την επανεκλογή του ως
προέδρου τον Ιούνιο του
2018. Η μόνη εξαίρεση
στην σιωπή του Trump για
ζητήματα κράτους δικαίου
υπήρξε η υπόθεση του
Andrew Brunson, την
οποία ανέδειξαν
επανειλημμένα ο ίδιος
και ο αντιπρόεδρος Mike
Pence. Η υπεράσπισή τους
φαίνεται να καθοδηγείται
σε μεγάλο βαθμό από την
κατακραυγή των
Χριστιανών ευαγγελιστών
στην βάση των
Ρεπουμπλικανών, καθώς
και από την χριστιανική
πίστη του Pence.
Αξιωματούχοι της
διοίκησης του Trump
υπογραμμίζουν ότι
εργάζονται επίσης για
την επίλυση των
περιπτώσεων άδικα
φυλακισμένων πολιτών
διπλής υπηκοότητας και
των Τούρκων υπαλλήλων
των προξενείων.
Στο Κογκρέσο των ΗΠΑ,
μια αυξανόμενη
πολυάριθμη σειρά
παραπόνων εναντίον της
Τουρκίας αύξησε τις
εκκλήσεις για
κατασταλτικές ενέργειες.
Ορισμένα μέλη του
Κογκρέσου έχουν
εισαγάγει μέτρα που
στοχεύουν στην τουρκική
οικονομία, την
μεγαλύτερη εσωτερική
ευπάθεια του Ερντογάν.
Αλλά έχουν επίσης
ασκήσει στρατηγική
υπομονή, αναβάλλοντας
τις διπλωματικές λύσεις
και παίζοντας τον “κακό
αστυνομικό” παράλληλα με
την προσέγγιση της
διοίκησης του Trump. Για
παράδειγμα, οι
γερουσιαστές Jeanne
Shaheen και ο James Paul
Lankford συνυπέγραψαν
την απαγόρευση βίζας σε
Τούρκους αξιωματούχους
υπεύθυνους για την
παράνομη κράτηση πολιτών
των ΗΠΑ. Τον Μάρτιο, οι
γερουσιαστές
παραιτήθηκαν από τις
κυρώσεις όταν η
κυβέρνηση ζήτησε να
δοθεί χρόνος για τη νέα
διπλωματική προσπάθεια
του Tillerson. Στις 29
Ιουνίου, οι γερουσιαστές
Shaheen και Lindsey
Graham επισκέφθηκαν την
Τουρκία και δήλωσαν
απευθείας στον Ερντογάν
τις ανησυχίες τους και
τις συνέπειες για την
αποτυχία στην
αντιμετώπισή τους. Δύο
εβδομάδες αργότερα, όταν
ο Brunson παρέμεινε
φυλακισμένος μετά από
μια προγραμματισμένη
ακρόαση στο δικαστήριο,
μια διακομματική ομάδα
γερουσιαστών εισήγαγε
ένα νομοσχέδιο [5] που
θα περιόριζε δάνεια από
διεθνή χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα προς την
Τουρκία μέχρι [η Τουρκία]
να απελευθερώσει τους
πολίτες των ΗΠΑ.
Επιπλέον, οι ανησυχίες
σχετικά με την αγορά
S-400 οδήγησαν στη
συμπερίληψη πρόβλεψης
[6] στο νομοσχέδιο για
την Εθνική Εξουσιοδότηση
για την Άμυνα (National
Defense Authorization
bill) που δημιουργεί
έναν τρόπο ώστε η
διοίκηση να βγάλει την
Τουρκία από την
κοινοπραξία των F-35 και
ενδεχομένως να εμποδίσει
τη μεταφορά του
αεροσκάφους .
Όταν η τουρκική
κυβέρνηση έβαλε τον
Brunson σε κατ’ οίκον
περιορισμό στις 25
Ιουλίου, η Ουάσιγκτον
εξέλαβε την χειρονομία
ως κάτι “πολύ λίγο, πολύ
αργά”. Την επόμενη μέρα,
η Επιτροπή Εξωτερικών
Σχέσεων της Γερουσίας
ψήφισε το νομοσχέδιο για
τους περιορισμούς
δανείων, ενώ οι Trump
και Pence δημοσίευσαν
tweets ζητώντας κυρώσεις.
Πρόσθετα σημεία
ανάφλεξης διαφαίνονται.
Η εφαρμογή του οδικού
χάρτη για το Manbij
βρίσκεται ακόμα στην
φάση του “μήνα του
μέλιτος”, και οι
προκλήσεις για
διαπραγματεύσεις σχετικά
με την διοίκηση και τις
ρυθμίσεις ασφαλείας
βρίσκονται ακόμα μπροστά.
Αν η Τουρκία αγοράσει
τους S-400, θα μπορούσε
να υποστεί κυρώσεις
σύμφωνα με τον Νόμο
Αντιμετώπισης των
Αντιπάλων της Αμερικής
μέσω Κυρώσεων
(Countering America's
Adversaries Through
Sanctions Act, CAATSA),
ο οποίος απαγορεύει τις
συναλλαγές με τους
ρωσικούς οργανισμούς
άμυνας και την πιθανή
απομάκρυνση από το
πρόγραμμα F-35.
Εκκρεμείς δράσεις του
Υπουργείου Οικονομικών
θα μπορούσαν να βλάψουν
περαιτέρω την τουρκική
οικονομία. Για
παράδειγμα, το Υπουργείο
Οικονομικών μπορεί να
αποφασίσει να επιβάλει
πρόστιμο στην κρατική
Halkbank για απάτη και
συνωμοσία για να
παραβιάσει τις κυρώσεις
της εποχής Ομπάμα κατά
του Ιράν, και να
επιβάλει νέες κυρώσεις
σε χώρες που δεν
τερματίζουν όλες τις
εισαγωγές ιρανικού
πετρελαίου (κάτι που
είναι δύσκολο για την
Τουρκία, δεδομένης της
έλλειψης εναλλακτικών
προμηθευτών).
ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΧΑΡΤΙ ΤΟΥ
ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Πού οδεύουν από εδώ και
στο εξής οι διμερείς
σχέσεις; Εάν η
Ουάσινγκτον δεν
καταλήξει σε συμφωνία με
την Άγκυρα για τους
πολιτικούς κρατουμένους,
θα αισθανθεί αναγκασμένη
να αναλάβει μια πιο
σκληρή στάση. Ταυτόχρονα,
η στρατηγική γεωγραφία
της Τουρκίας, η
συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ
και η κεντρική θέση της
σε διάφορους
περιφερειακούς στόχους
των ΗΠΑ καθιστούν την
σχέση άξια να διατηρηθεί.
Καθώς η Ρωσία και άλλοι
ανταγωνιστές των ΗΠΑ
επωφελούνται από το
ρήγμα με την Τουρκία,
τελικά δεν είναι προς το
συμφέρον των Ηνωμένων
Πολιτειών να
απομακρυνθούν από τον
προκλητικό σύμμαχό τους.
Οποιαδήποτε πολιτική
απάντηση στις σημερινές
διπλωματικές κρίσεις
πρέπει να φροντίσει να
δώσει προτεραιότητα στη
μακροπρόθεσμη δυναμική
της σχέσης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
μπορούν να αντιγράψουν
μια σελίδα από το
σενάριο της Γερμανίας. Η
Γερμανία γνώρισε μια
παρόμοια έντονη σχέση με
την Τουρκία τα τελευταία
χρόνια. Ο Ερντογάν
κατηγόρησε τις
γερμανικές Αρχές για «ναζιστικές
πρακτικές» αφότου
εμπόδισαν Τούρκους
υπουργούς να διεξάγουν
συγκεντρώσεις με στόχο
τους ψηφοφόρους της
διασποράς κατά την
διάρκεια της εκστρατείας
του δημοψηφίσματος. Η
τουρκική κυβέρνηση
αρνήθηκε να επιτρέψει σε
αντιπροσωπεία της
Βundestag να επισκεφθεί
[γερμανικά] στρατεύματα
σε μια Τουρκική
αεροπορική βάση. Επίσης,
συνέλαβε πολλούς
Γερμανούς πολίτες με
αβάσιμες κατηγορίες. Το
Βερολίνο ανταποκρίθηκε
εφαρμόζοντας πολιτικές
με οικονομικό κόστος,
διατηρώντας παράλληλα
τις γραμμές επικοινωνίας
με την Άγκυρα, μια
στρατηγική που έχει
αποδειχθεί επιτυχής
μέχρι στιγμής.
Επικαιροποίησε τις
ταξιδιωτικές οδηγίες για
να προειδοποιήσει τους
Γερμανούς υπηκόους για
τον κίνδυνο αυθαίρετης
κράτησής τους και την
περιορισμένη ικανότητά
του να βοηθήσει˙
ανακοίνωσε την
αναθεώρηση των
γερμανικών κρατικών
εγγυήσεων για την
χρηματοδότηση των
εξαγωγών προς την
Τουρκία και δήλωσε ότι
δεν μπορεί πλέον να
εγγυηθεί τις γερμανικές
εταιρικές εξαγωγές˙ και
απέσυρε την υποστήριξή
της για την
βραχυπρόθεσμη αναβάθμιση
της τελωνειακής ένωσης
ΕΕ-Τουρκίας. Μετά την
απελευθέρωση των
Γερμανών πολιτικών
κρατουμένων από την
Τουρκία νωρίτερα φέτος (συμπεριλαμβανομένου
του δημοσιογράφου Deniz
Yucel) και την πρόσφατη
απόφασή της να άρει την
κατάσταση έκτακτης
ανάγκης, το Βερολίνο
ανακοίνωσε ότι χαλαρώνει
τις ταξιδιωτικές οδηγίες
και αίρει τις κυρώσεις.
Η Ρωσία [7] έχει επίσης
επιτύχει αποτελέσματα
στην σχέση της με την
Τουρκία χρησιμοποιώντας
οικονομικά μέτρα. Αφότου
ο Τουρκικός στρατός
κατέρριψε ένα ρωσικό
μαχητικό αεροσκάφος που
παραβίασε τον [τουρκικό]
εναέριο χώρο τον
Νοέμβριο του 2015, η
Μόσχα επέβαλλε κυρώσεις
και ταξιδιωτικούς
περιορισμούς που τελικά
οδήγησαν σε μια απολογία
από τον Ερντογάν το
επόμενο καλοκαίρι.
Η τουρκική οικονομία
είναι ακόμη πιο ευάλωτη
σε εξωτερικούς
κραδασμούς τώρα από όσο
ήταν τότε, κάτι που την
καθιστά ένα σημαντικό
δυνητικό σημείο
μόχλευσης για τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Στις
αρχές Ιουλίου, ο
πληθωρισμός έφτασε το
15%, ένα υψηλό σχεδόν
δεκαπενταετίας. Η
τουρκική λίρα έχει χάσει
το ένα τρίτο της αξίας
της έναντι του δολαρίου
από την αρχή της κήρυξης
κατάστασης έκτακτης
ανάγκης τον Ιούλιο του
2016 και έπεσε 20% από
τις αρχές του τρέχοντος
έτους. Οι εξελίξεις της
εξωτερικής πολιτικής
προκάλεσαν περαιτέρω
διακυμάνσεις. Η τουρκική
οικονομία έχει
συντηρηθεί από τις
φτηνές πιστώσεις,
γεγονός που αυξάνει την
κατανάλωση και τις
κρατικές δαπάνες. Πολλές
μεγάλες εταιρείες
χαρτοφυλακίου βρίσκονται
στα πρόθυρα της
πτώχευσης, ενώ οι
τράπεζες θα υποφέρουν
από σειρά αθετήσεων [αποπληρωμής
δανείων]. Υπάρχουν
διαρθρωτικές αδυναμίες,
που συμπεριλαμβάνουν το
έλλειμμα των τρεχουσών
συναλλαγών, το εξωτερικό
χρέος και την αυξανόμενη
ανεργία (κατά μέσο όρο
11%, με την ανεργία των
νέων 25%). Το απρόβλεπτο
πολιτικό περιβάλλον -συμπεριλαμβανομένων
του επιδεινούμενου
κράτους δικαίου, της
αποδυνάμωσης των ορθών
διαδικασιών και του
περιορισμού της
δικαστικής ανεξαρτησίας-
έχει τρομάξει τους
επενδυτές. Το νέο
υπουργικό συμβούλιο του
προέδρου, το οποίο
επιβραβεύει την αφοσίωση
έναντι της γνώσης εν
μέσω προσπαθειών
συγκέντρωσης της
εξουσίας, στερείται
οικονομικής εμπειρίας,
όπως αποδεικνύει ο
διορισμός του γαμπρού
του Ερντογάν για την
διαχείριση του
οικονομικού
χαρτοφυλακίου.
Δεδομένων των σοβαρών
οικονομικών προκλήσεων
της Τουρκίας, ο Ερντογάν
έχει υπερεκμεταλλευθεί
τα αδύναμα χαρτιά του
έναντι των Ηνωμένων
Πολιτειών. Η αμερικανική
κυβέρνηση υπήρξε σιωπηλή
ενώ κρατούσε καλά χαρτιά
μέσα σε ένα έτος σκληρών
προσπαθειών για την
βελτίωση των σχέσεων,
προσφέροντας διπλωματικά
“καρότα” και όχι
οικονομικά “μαστίγια”. Η
μετακίνηση του Brunson
σε κατ’ οίκον περιορισμό,
ένα ημίμετρο που
φαινομενικά είχε σκοπό
να καταπραΰνει τις ΗΠΑ
χωρίς να στενοχωρήσει
την δική του βάση, ήταν
η προσπάθεια του
Ερντογάν να κάνει την
Ουάσιγκτον να
αναδιπλωθεί. Τα tweets
του Trump που απειλούν
με κυρώσεις σηματοδοτούν
την πρόθεσή του να
διπλασιάσει το στοίχημα,
βασιζόμενος στην
υποστήριξη του Κογκρέσου
για ισχυρά μέτρα. Τόσο η
διοίκηση Trump όσο και
το Κογκρέσο έχουν
εξαντλήσει την
στρατηγική τους υπομονή˙
τώρα είναι έτοιμοι να
αλλάξουν την προσέγγισή
τους και να λάβουν μέτρα
με σκοπό να προκαλέσουν
οικονομικό πόνο σε έναν
επί 66 έτη σύμμαχο του
ΝΑΤΟ. Υπάρχει ακόμα
χρόνος για μια
διπλωματική λύση εάν και
οι δύο πλευρές
επιστρέψουν σε ήσυχες
συνομιλίες αντί σε
θυμωμένες ρητορικές. Αν
όχι, υπάρχει πραγματικός
κίνδυνος ρήξης των
σχέσεων, κάτι που θα
μπορούσε να έχει
καταστροφικές επιπτώσεις
στην τουρκική οικονομία,
να περιπλέξει την
επιδίωξη των στόχων των
ΗΠΑ στην περιοχή, και να
ενθαρρύνει εκείνους που
δεν θέλουν να δουν την
Τουρκία να κοιτάζει προς
την Δύση.
Η AMANDA SLOAT είναι
ανώτερη υπότροφος Robert
Bosch στο Center on the
United States and Europe
στο Brookings
Institution.
Foreign Affairs
|
|