Βασική αλλαγή αποτελεί
ότι «Οι κληρικοί δεν θα
νοούνται στο εξής
δημόσιοι υπάλληλοι» ενώ
σε άλλο σημείο της
συμφωνίας αναφέρεται ότι
«Η Εκκλησία αναγνωρίζει
ότι μετά τη Συμφωνία
αυτή παραιτείται έναντι
κάθε άλλης αξίωσης για
την εν λόγω
εκκλησιαστική περιουσία».
Τι αλλάζει
«Μετά από έναν πολυετή,
αναλυτικό και ειλικρινή
διάλογο μεταξύ Πολιτείας
και Εκκλησίας, διάλογο ο
οποίος διεξήχθη σε κλίμα
κατανόησης και σεβασμού,
έχουμε σήμερα τη
δυνατότητα να
προχωρήσουμε σε
συναινετικές και
αμοιβαία αποδεκτές και
επωφελείς πρωτοβουλίες
που αφορούν τον
εξορθολογισμό των
σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να
θέσουμε το πλαίσιο
διευθέτησης και επίλυσης
ιστορικών εκκρεμοτήτων,
αλλά και να ενισχύσουμε
την αυτονομία της
Ελλαδικής Εκκλησίας
έναντι του Ελληνικού
Κράτους, αναγνωρίζοντας
την προσφορά και τον
ιστορικό της ρόλο στη
γέννηση και στη
διαμόρφωση της
ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό,
εκφράζουμε σήμερα την
πρόθεσή μας να
καταλήξουμε σε μια
ιστορική Συμφωνία μεταξύ
Εκκλησίας και Πολιτείας
που θα πάρει τη μορφή
νομοθετικής ρύθμισης και
πιο συγκεκριμένα
προτείνουμε τα εξής:
1. Το Ελληνικό Δημόσιο
αναγνωρίζει ότι μέχρι το
1939 οπότε εκδόθηκε ο
αναγκαστικός νόμος
1731/1939 απέκτησε
εκκλησιαστική περιουσία
έναντι ανταλλάγματος που
υπολείπεται της αξίας
της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο
αναγνωρίζει ότι ανέλαβε
τη μισθοδοσία του κλήρου,
ως με ευρεία έννοια,
αντάλλαγμα για την
εκκλησιαστική περιουσία
που απέκτησε.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο
και η Εκκλησία
αναγνωρίζουν ότι οι
κληρικοί δεν θα νοούνται
στο εξής ως δημόσιοι
υπάλληλοι και ως εκ
τούτου διαγράφονται από
την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο
δεσμεύεται ότι θα
καταβάλλει ετησίως στην
Εκκλησία με μορφή
επιδότησης ποσό
αντίστοιχο με το
σημερινό κόστος
μισθοδοσίας των εν
ενεργεία ιερέων, το
οποίο θα
αναπροσαρμόζεται ανάλογα
με τις μισθολογικές
μεταβολές του Ελληνικού
Δημοσίου.
5. Η Εκκλησία
αναγνωρίζει ότι μετά τη
Συμφωνία αυτή
παραιτείται έναντι κάθε
άλλης αξίωσης για την εν
λόγω εκκλησιαστική
περιουσία.
6. Η ετήσια επιδότηση θα
καταβάλλεται σε ειδικό
ταμείο της Εκκλησίας και
προορίζεται αποκλειστικά
για τη μισθοδοσία των
κληρικών, με
αποκλειστική ευθύνη της
Εκκλησίας της Ελλάδος
και σχετική εποπτεία των
αρμόδιων ελεγκτικών
κρατικών αρχών.
7. Με τη Συμφωνία
διασφαλίζεται ο
σημερινός αριθμός των
οργανικών θέσεων
κληρικών της Εκκλησίας
της Ελλάδος, καθώς και ο
σημερινός αριθμός των
λαϊκών υπαλλήλων της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Πιθανή επιλογή της
Εκκλησίας της Ελλάδος
για αύξηση του αριθμού
των κληρικών δεν
δημιουργεί απαίτηση
αύξησης του ποσού της
ετήσιας επιδότησης.
9. Το Ελληνικό Δημόσιο
και η Εκκλησία της
Ελλάδος αποφασίζουν τη
δημιουργία Ταμείου
Αξιοποίησης
Εκκλησιαστικής
Περιουσίας.
10. Το Ταμείο αυτό θα
διοικείται από
πενταμελές διοικητικό
συμβούλιο. Δύο μέλη του
Ταμείου θα διορίζονται
από την Εκκλησία της
Ελλάδος, δύο μέλη θα
διορίζονται από την
Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ
ένα μέλος θα διορίζεται
από κοινού.
11. Το Ταμείο
Αξιοποίησης
Εκκλησιαστικής
Περιουσίας θα αναλάβει
τη διαχείριση και
αξιοποίηση των από το
1952 και μέχρι σήμερα
ήδη αμφισβητούμενων
μεταξύ Ελληνικού
Δημοσίου και Εκκλησίας
της Ελλάδος περιουσιών,
αλλά και κάθε
περιουσιακού στοιχείου
της Εκκλησίας που
εθελοντικά η ίδια θα
θελήσει να παραχωρήσει
στο εν λόγω Ταμείο προς
αξιοποίηση.
12. Τα έσοδα και οι
υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ
επιμερίζονται κατά ίσο
μέρος στο Ελληνικό
Δημόσιο και την Εκκλησία
της Ελλάδος.
13. Τα ανάλογα ισχύουν
και για τις περιουσίες
των επιμέρους
Μητροπόλεων, ήτοι των
αμφισβητούμενων
περιουσιών, αλλά και
όσων οι Μητροπόλεις
εθελοντικά παραχωρήσουν
στο ΤΑΕΠ.
14. Η ήδη συσταθείσα με
τον Ν.4182/2013 Εταιρεία
Αξιοποίησης Ακίνητης
Εκκλησιαστικής
Περιουσίας μεταξύ
Ελληνικού Δημοσίου και
Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Αθηνών εντάσσεται επίσης
στο ΤΑΕΠ και διοικείται
με το σημερινό κατά νόμο
καθεστώς.
15. Οι παραπάνω
δεσμεύσεις των δύο μερών
θα ισχύουν υπό την
προϋπόθεση τήρησης της
Συμφωνίας στο σύνολό της.
|
|