---------------------
Οι δομικές
γεωστρατηγικές αλλαγές
που σημειώθηκαν στην
ευρύτερη περιοχή της
Μέσης Ανατολής κατά την
τελευταία επταετία
μετέβαλλαν δραστικά τόσο
το επίπεδο όσο και την
ποιότητα των απειλών που
πλέον υποσκάπτουν κατά
τρόπον πρωτοφανή την
περιφερειακή σταθερότητα
της ζωτικότερης
πετρελαιοπαραγωγικής
ζώνης του πλανήτη. Αν
και μεγάλο μέρος αυτών
των μεταβολών προέκυψαν
συνεπεία των αραβικών
εξεγέρσεων που ξέσπασαν
σχεδόν ταυτόχρονα σε
Αίγυπτο, Λιβύη, Συρία,
Μπαχρέιν και Υεμένη το
2011, οι ρίζες αυτών των
αλλαγών μπορεί να
εντοπιστούν στον τρόπο
με τον οποίο οι
κυβερνήσεις των
Αμερικανών προέδρων Bush
Jr. και Obama
διαχειρίστηκαν την
ανοικτή πληγή της
στρατιωτικής τους
εμπλοκής τους στο Ιράκ.
Η στρατηγική μυωπία των
υπερ-συντηρητικών
γερακιών της κυβέρνησης
Bush Jr. έως και το 2006
είχε οδηγήσει την
Ουάσινγκτον σε μια
πολιτική αδιεξόδου καθώς
όλες οι υποθέσεις
εργασίας του Πενταγώνου
και του Λευκού Οίκου για
τις δυνατότητες
μετατροπής του Ιράκ σε
φυτώριο προώθησης της «δημοκρατίας»
στη Μέση Ανατολή είχαν
διαψευσθεί οικτρά. Οι
Αμερικανοί στρατηγιστές
βρίσκονταν ενώπιον ενός
διερυνόμενου τέλματος,
σε μια κατάσταση άρνησης
αναφορικά με το μέγεθος
των πολλαπλών εξεγέρσεων
που αντιμετώπιζαν στο
Ιράκ και του
υπερπολλαπλάσιου υλικού
και ανθρώπινου κόστους
που θα είχε -σε σχέση με
αυτό που αρχικά
υπολόγιζαν- η απόφασή
τους να ανατρέψουν τον
Saddam Hussein το 2003
[1].
Μη μπορώντας να
ακολουθήσουν μια
ριζοσπαστική πολιτική
που θα νομιμοποιούσε
διεθνώς τον από το 2005
χαραγμένο στο
ομοσπονδιακό σύνταγμα
του Ιράκ, εσωτερικό του
διαμελισμό με βάση την
δογματική ή εθνοτική
συγκέντρωση πληθυσμών,
οι ΗΠΑ αποφάσισαν να
αξιοποιήσουν την
στρατιωτική τους ισχύ
για να στηρίξουν τις
ομοσπονδιακές δομές του
ιρακινού κράτους. Το εάν
αυτές οι δομές θα
μπορούσαν να
μετεξελιχθούν σε ένα
πραγματικά βιώσιμο και
λειτουργικό κράτος μετά
την ενδεχόμενη αποχώρηση
των αμερικανικών
δυνάμεων είτε διέλαθε
της προσοχής των
Αμερικανών ιθυνόντων
είτε θεωρήθηκε ήσσονος
σημασίας παράγων μπροστά
στην ανάγκη να
περιορισθεί η δραματικά
αυξανόμενη ιρανική
επιρροή στο Ιράκ και
μέσω αυτού σε όλη τη
Μέση Ανατολή. Η
ανικανότητα της
Ουάσινγκτον να έρθει σε
κάποια μορφή συνεννόησης
με τις σουνιτικές
πολιτικές και
στρατιωτικές δυνάμεις οι
οποίες επεβίωσαν της
πτώσης του Saddam
Hussein, προκάλεσε την
πρώτη φάση της
σουνιτικής εξέγερσης που
όμως πολύ γρήγορα έλαβε
τη μορφή ενός ανοικτού
εμφυλίου πολέμου στην
βάση σεκταριστικών
διαφορών μεταξύ των
Σουνιτών και των Σιιτών
του Ιράκ, καθώς η
ιρακινή αντίσταση
αποτέλεσε το δεύτερο,
μετά το ψυχροπολεμικό
Αφγανιστάν, πεδίο
διεξαγωγής της διεθνούς
τζιχάντ κατά των ΗΠΑ και
των συμμάχων τους [2].
Το καθεστώς του Assad
στην Συρία, πιστό στην
ανάγκη έξωσης των
Αμερικανών από το Ιράκ
και σε στενή συμμαχία με
το Ιράν ως επιφανές
τμήμα του λεγόμενου
σιιτικού άξονα ήδη από
την αντι-σανταμική τους
συμμαχία το 1982,
αποτέλεσε μια από τις
βασικές διόδους
τροφοδοσίας και
υποστήριξης των
σουνιτικών ομάδων
αντίστασης που γρήγορα
ενσωματώθηκαν ή
επισκιάστηκαν από την
εισαγωγή τζιχαντιστικών
πυρήνων [3], οι οποίοι
μετέτρεψαν την
αντιαμερικανική εξέγερση
σε έναν παράλληλο
αδελφοκτόνο δογματικό
πόλεμο. Οι τζιχαντιστές
που έθεσαν υπό την
έλεγχο τους μεγάλο
κομμάτι του σουνιτικού
τμήματος του Ιράκ την
περίοδο 2004-2007 δεν
είχαν μόνο ως στόχο την
εκδίωξη των Αμερικανών
από το Ιράκ αλλά τη
μετατροπή του σε ένα
σουνιτικό Χαλιφάτο που
θα προϋπέθετε ακόμη και
την φυσική εξόντωση των
«αποστατών» Σιιτών, οι
οποίοι ήρθαν για πρώτη
φορά στην εξουσία μετά
το τέλος των
οθωμανο-σαφαβιδικών
πολέμων του 17ου και
18ου αιώνα [4].
Αν και το
αυτο-αποκαλούμενο
Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ,
που αυτονομήθηκε στην
πράξη και από
επιχειρησιακή και από
ιδεολογική άποψη από την
Al-Qaeda ήδη από το
2005, ουδέποτε είχε
επαρκή ισχύ για να
επιτύχει οποιονδήποτε
από τους δύο αυτούς
στόχους, πέτυχε να
δηλητηριάσει σε τέτοιο
σημείο τις σχέσεις των
δύο κύριων θρησκευτικών
ιρακινών ομάδων που
κατέστρεψε την
πιθανότητα επιτυχίας των
βασικών πολιτικών
στοχεύσεων της
Ουάσιγκτον: Την
λειτουργικότητα δηλαδή
ενός ομόσπονδου ιρακινού
κράτους που θα περιόριζε
τις ηγεμονικές
φιλοδοξίες και την
επιρροή της Τεχεράνης. Η
στρατιωτική ήττα των
τζιχαντιστών έως το 2010
[5] και ο περιορισμός
της δράσης των
υποστηριζόμενων από την
Τεχεράνη σιιτικών
πολιτοφυλάκων, μέρος των
οποίων ενσωματώθηκε στα
ομοσπονδιακά σώματα
ασφαλείας κατά την
κυβέρνηση του al-Maliki,
οδήγησε τους Αμερικανούς
στο εσφαλμένο συμπέρασμα
ότι είχαν κερδίσει και
το πολιτικό στοίχημα του
πολέμου.
ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΟΜΠΑΜΑ
Ο διάδοχος του Bush Jr.,
ο Barack Hussein Obama,
προχώρησε σε αυτό το
λογικό άλμα ίσως διότι
αυτό το συμπέρασμα «έδενε»
με την αντιπολεμική
μεταστροφή της
αμερικανικής κοινής
γνώμης η οποία παγιώθηκε
κατά την περίοδο της
δεύτερης τετραετίας του
προκατόχου του. Ο ίδιος
άλλωστε εκμεταλλεύθηκε
αυτή τη μεταστροφή για
να διασφαλίσει την
εκλογή του το 2008. Ο
νέος Αμερικανός πρόεδρος
επιχειρούσε με αυτή του
την επιλογή να
επιστρέψει τις ΗΠΑ στον
παραδοσιακό τους ρόλο ως
εξωχώριου εξισορροπιστή
(offshore balancer) της
ισορροπίας δυνάμεων στη
Μέση Ανατολή, ρόλο που
οι Αμερικανοί είχαν
διαδραματίσει κατά την
διάρκεια της περιόδου
της πιστής εφαρμογής του
δόγματος Carter
(1979-2003).
Η απόφαση του Bush Jr.
να εισβάλλει στο Ιράκ
και να παραμείνει στο
διηνεκές ως de facto
κατοχική δύναμη
καθιστούσε τις ΗΠΑ
αναπόφευκτα τμήμα και
παραγωγό του δομικού
προβλήματος
αποσταθεροποίησης της
Μέσης Ανατολής. Η
ανάλυση του Obama ήταν
σωστή ως προς το
συγκεκριμένο σημείο. Το
σφάλμα του ίσως να
εντοπίζεται στο ότι
υπερεκτίμησε την
δυνατότητα της ιρακινής
κυβέρνησης και των
ομοσπονδιακών δομών που
η ίδια η Ουάσινγκτον
είχε οικοδομήσει στο
Ιράκ με κορυφαίο τον
ιρακινό στρατό, να
λειτουργήσουν χωρίς την
προστατευτική παρουσία
του αμερικανικού στρατού.
Ακόμη και εάν ένας
σουνιτικο-σιιτικός
εθνικός ιρακινός στρατός
ήταν σε θέση να αναλάβει
την διατήρηση της τάξης
μετά την αποχώρηση των
ΗΠΑ, θα έπρεπε κανείς να
αναμένει την παραμονή
μερικών δεκάδων χιλιάδων
Αμερικανών στρατιωτών
στο Ιράκ σε βάσεις
στρατηγικά τοποθετημένες,
έτσι ώστε να εγγυώνται
την ασφαλή λειτουργία
των τεράστιων
πετρελαιοπαραγωγών
πεδίων του βόρειου, και
πρωτίστως νοτιοδυτικού
και νοτιοανατολικού Ιράκ,
όπου και εντοπίζεται το
80% του συνόλου των
ενεργών
πετρελαιοπαραγωγών
πεδίων της χώρας. Ακόμη
και η έκθεση του
δικομματικού Iraq Study
Group που σε συνάρτηση
με την απώλεια του
ελέγχου του Κογκρέσου
από τους Ρεπουμπλικάνους
τον Νοέμβριο του 2006,
συνέβαλε στην αποχώρηση
των Rumsfeld και
Wolfowitz από την ηγεσία
του Πενταγώνου,
προέβλεπε ήδη από το
2006 την αορίστου χρόνου
παραμονή περίπου 20.000
Αμερικανών στρατιωτικών
σε υποστηρικτικό ρόλο
της όποιας ιρακινής
κυβέρνησης τελικά
επικρατούσε στους
παράλληλους εμφυλίους
πολέμους που διέλυαν την
εθνική συγκρότηση της
χώρας [6].
Εξ’ ίσου σημαντικό ήταν
το λάθος του προέδρου
Obama να υποτιμήσει την
επιρροή που είχε
οικοδομήσει η Τεχεράνη
έναντι σχεδόν του
συνόλου του σιιτικού
πολιτικού φάσματος του
Ιράκ για μια περίπου
δεκαετία μετά την πτώση
του σανταμικού
καθεστώτος. Όταν, όμως,
ο Obama υποχρεώθηκε να
φύγει από την κυβέρνηση
al-Maliki, θα έπρεπε να
γνωρίζει ότι το Ιράκ που
άφηνε πίσω του δεν ήταν
ούτε «σταθερό» ούτε «αυτοδύναμο»
όπως ο ίδιος το
χαρακτήρισε στις 14
Δεκεμβρίου 2011 [7]. Το
αποτέλεσμα ήταν ότι όταν
ο Obama συνειδητοποίησε
το λάθος του, η απόπειρα
των Αμερικανών να
κρατήσουν έστω και
3.000-5.000 στρατιώτες
στο Ιράκ πέραν της
διορίας υποχώρησης της
31ης Δεκεμβρίου 2011,
συγκρούστηκε τόσο με τις
εσωτερικές πολιτικές
σκοπιμότητες της
ιρακινής πολιτικής
σκηνής όσο και με την
καταλυτική ιρανική
πολιτική επιρροή επί της
Βαγδάτης, που εδραιώθηκε
με την κυβέρνηση του al-Maliki
[8].
Ο πρόεδρος της Συρίας
Μπασάρ Αλ Άσαντ χαιρετά
υποστηρικτές του κατά
την διάρκεια των
προσευχών του Eid al-Adha
σε ένα τζαμί στην
Δαμασκό της Συρίας, στις
21 Αυγούστου 2018.
SANA/Handout via REUTERS
------------------------------------------------------------------------------------------
Δέκα περίπου χρόνια μετά
την απελευθέρωση του
Ιράκ από την δικτατορία
του Saddam Hussein, οι
αμερικανικές δυνάμεις
που άφησαν σχεδόν 5.000
νεκρούς στα ιρακινά
χώματα, εκδιώχθηκαν παρά
την βούληση της
Ουάσινγκτον [9] από την
πλουσιότερη
πετρελαιοφόρα περιοχή
της Μέσης Ανατολής μετά
την Σαουδική Αραβία, με
βεβαιωμένα αποθέματα
πετρελαίου εφάμιλλα με
εκείνα του Ιράν. Η
παρουσία των
αμερικανικών πετρελαϊκών
εταιριών στο Ιράκ είναι
ιδιαιτέρως περιορισμένη
και επικεντρώνεται στην
συμμετοχή της Exxon στην
αύξηση της παραγωγής
πετρελαίου από το πεδίο
West Qurna και στην
παρουσία της Chevron
στην Erbil του κουρδικού
Ιράκ, όπου ακόμη δεν
έχει ολοκληρώσει το
εξερευνητικό/γεωτρητικό
της έργο [10]. Οι
Αμερικανοί σε καμία
περίπτωση δεν ελέγχουν ή
ποδηγετούν τις ιρακινές
πετρελαϊκές επιλογές και
δεν τέθηκε ποτέ
ουσιαστικό ζήτημα
αποχώρησης του Ιράκ από
τον ΟΠΕΚ, του οποίου η
χώρα αποτελεί ιδρυτικό
μέλος, και μετατροπής
του σε αμερικανικό
πετρελαϊκό προτεκτοράτο.
Εάν οι Αμερικανοί
εισέβαλλαν στο Ιράκ για
να το ελέγξουν από
πετρελαϊκή άποψη, όπως
διατείνονται διάφοροι
αναλυτές [11], μάλλον θα
πρέπει να έχουν
απογοητευθεί από το
αποτέλεσμα.
Είναι δε αξιοσημείωτο
ότι όταν αποχώρησαν οι
Αμερικανοί το 2011, η
ιρακινή πετρελαϊκή
παραγωγή είχε αυξηθεί
οριακά από τα 2,5
εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα
του 2001 στα 2,8 εκατ.
β/η το 2011. Η
εντυπωσιακή αύξηση της
ιρακινής πετρελαϊκής
παραγωγής που πλέον έχει
φτάσει να ανταγωνίζεται
εκείνη του Ιράν και μετά
βεβαιότητας θα την
ξεπεράσει «διασφαλίζοντας»
την δεύτερη θέση στο
εσωτερικό του ΟΠΕΚ μετά
την επανενεργοποίηση των
αμερικανικών κυρώσεων
κατά το δεύτερο εξάμηνο
του 2018, αποτελεί
επίτευγμα των ιρακινών
κυβερνήσεων. Παρά την
πίεση του ISIS, ιδίως
μετά το 2014, οι
Ιρακινοί αύξησαν την
παραγωγή τους από τα 2,8
εκατ. β/η το 2011 στα
4,52 εκατ. β/η το 2017,
μια αύξηση σχεδόν της
τάξης του 65%, επίτευγμα
που κατά την ίδια
περίοδο ξεπέρασαν μόνο
οι ΗΠΑ [12]. Ενδεικτικό
του μεγέθους που έχει το
ιρακινό επίτευγμα είναι
το γεγονός ότι το
ιστορικό ζενίθ της
ιρακινής πετρελαϊκής
παραγωγής (3,75 εκατ.
β/η) είχε σημειωθεί το
1979, πριν ο Saddam
Hussein βυθίσει την χώρα
του σε 24 χρόνια
αδιάκοπων πολέμων και
διεθνών οικονομικών
κυρώσεων [13].
Ο ιρακινός πόλεμος
(2003-2011) κόστισε στις
ΗΠΑ συνολικά 1,7 τρισ.
δολάρια εκ των οποίων 61
δισ. επενδύθηκαν στην
ανοικοδόμηση των
υποδομών και την
οικοδόμηση της
ομοσπονδιακής
λειτουργίας της χώρας
και των οργανικών θεσμών
προστασίας της, με
σημαντικότερο τον
Ιρακινό στρατό [14].
Ωστόσο, το μέγεθος της
αμερικανικής αποτυχίας,
αλλά και του στρατηγικού
σφάλματος του Obama να
απαγκιστρωθεί από το
Ιράκ, θα αναδειχθεί μετά
την επάνοδο -ήδη από το
2012- του ISIS στο
σουνιτικό τρίγωνο του
Ιράκ. Η κατάρρευση του
κυρίως σιιτικά
επανδρωμένου, ιρακινού
ομοσπονδιακού στρατού
απέναντι στις «ταξιαρχίες»
του ISIS το πρώτο
εξάμηνο του 2014,
συνέβαλλαν καταλυτικά
στη μετέπειτα γιγάντωση
του ISIS και την
αυτο-ανακήρυξή του σε
Χαλιφάτο τον Ιούνιο του
2014.
Η ανικανότητα του
προέδρου Obama να
εμποδίσει την πλήρη
αποχώρηση των
αμερικανικών δυνάμεων
από το Ιράκ, δυνάμεων
που θα μπορούσαν να
είχαν αποτρέψει την
αναγέννηση του ISIS όπως
τον κατέκρινε ο τέως
υπουργός Άμυνας του,
Leon Panetta, το 2014
[15], θα μπορούσε
ενδεχομένως να
δικαιολογηθεί ως μια
απόφαση χαμηλού ρίσκου
εάν κατά την
συγκεκριμένη χρονική
περίοδο όλη η υπόλοιπη
περιοχή της Μέσης
Ανατολής χαρακτηριζόταν
από γεωπολιτική «νηνεμία»,
ανάλογη εκείνης της
πρώτης
μεταψυχροπολεμικής
περιόδου (1991-2001).
Ωστόσο, αντί της
νηνεμίας, επικρατούσαν
θυελλώδεις άνεμοι,
γεωπολιτικοί «κυκλώνες»
που σάρωναν δομικά
συστατικά στοιχεία της
περιφερειακής
σταθερότητας, καθώς
βασικές μονάδες του
συστήματος ισορροπίας,
όπως η Συρία, η Λιβύη
και, από το 2014, το
Ιράκ, διαλύονταν μέσα
στην δίνη παράλληλων
εμφύλιων σπαραγμών.
Αυτό που έκανε αυτή την
κατάρρευση πιο δύσκολο
να προβλεφθεί, να
ελεγχθεί και να
αντιμετωπισθεί ήταν ότι
η διάλυση αυτών των
κρατών δεν ερχόταν ως
αποτέλεσμα διακρατικής
βίας που προήλθε από ένα
κράτος της περιοχής,
όπως η επίθεση του Ιράκ
εναντίον του Ιράν το
1980 και του Κουβέϊτ το
1991, ή λόγω
εξω-περιφερειακής
επέμβασης όπως η
σοβιετική εισβολή στο
Αφγανιστάν το 1979 και η
αμερικανική εισβολή στο
Ιράκ το 2003. Οι αιτίες
της διάλυσης ετούτης
ήταν κατά κύριο λόγο
εσωτερικές, και
σχετίζονταν με τη μερική
ή ολική εσωτερική
απο-νομιμοποίηση των εν
λόγω καθεστώτων [16], η
οποία, ανά χώρα και
κοινωνία, ελάμβανε
διαφορετική, αλλά
πάντοτε βίαιη μορφή, με
τη μοναδική ίσως
εξαίρεση της Τυνησίας.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον
οποίο οι ΗΠΑ και οι
σύμμαχοι τους επέλεξαν
είτε να εμπλακούν (Λιβύη,
Συρία) είτε να μην
εμπλακούν (Αίγυπτος,
Ιράκ, Μπαχρέϊν, Υεμένη)
στις επαναστατικές
διαδικασίες που
μετασχημάτισαν τη Μέση
Ανατολή έως το β’
εξάμηνο το 2014 όταν
άρχισαν να βομβαρδίζουν
το ISIS, διαδραμάτισε
αποφασιστικό ρόλο στον
τρόπο με τον οποίο
μεταβλήθηκε επί το
πολυπολικότερον το
σύστημα ισορροπίας
δυνάμεων στην περιοχή.
Αυτή η περιφερειακή
πολυπολικότητα [17]
προέκυψε και λόγω της
ρωσικής στρατιωτικής
επέμβασης στην Συρία,
και λόγω της περαιτέρω
αυτονόμησης της Αιγύπτου
και του βασιλείου της
Σαουδικής Αραβίας από
την αμερικανική
ηγεμονική σφαίρα
επιρροής. Αυτό δεν
σημαίνει ότι η
αμερικανική υπεροπλία
ιδίως στο υποσύστημα του
Περσικού Κόλπου έχει
διαρραγεί, αλλά είναι
αδιαμφισβήτητο πλέον το
γεγονός ότι η
αμερικανική περιφερειακή
ηγεμονία που
εγκαθιδρύθηκε με τον
πόλεμο του Κόλπου το
1991 έχει πλέον παρέλθει,
ενδεχομένως ανεπιστρεπτί
[18].
Η Αμερική παραμένει ο
ισχυρότερος παίκτης αλλά
δεν διαθέτει το
μονοπώλιο της
στρατιωτικο-διπλωματικής
ισχύος που διέθετε στις
δύο πρώτες
μεταψυχροπολεμικές
δεκαετίες. Η Ρωσία πλέον
αποτελεί αξιόπιστο
γεωπολιτικό και
στρατιωτικό εταίρο
επιλογής για εκείνες τις
χώρες, τα καθεστώτα και
τις πολιτικές δυνάμεις
που η Ουάσινγκτον
αντιμάχεται ή έχει
αποξενώσει λόγω του
δημοκρατικού
πειραματισμού της
προεδρίας Obama [19],
ενώ η Μόσχα έχει εκ νέου
αποκτήσει (στην Συρία) ή
επιδιώκει να αποκτήσει
(στην Λιβύη και την
Υεμένη) τις βάσεις και
τις υποδομές για την
προβολή της
περιφερειακής της ισχύος
εις το διηνεκές,
επεκτείνοντας εκ νέου
την ιστορική της επιρροή
στην Αίγυπτο [20].
Εξίσου σημαντικό, ή ίσως
και σημαντικότερο, είναι
το γεγονός ότι η
στρατηγική αβελτηρία που
επέδειξε η κυβέρνηση
Obama είχε ως αποτέλεσμα
να διαρραγεί ο βαθμός
εμπιστοσύνης που υπήρχε
ανάμεσα στην Ουάσινγκτον
και στους δύο
σημαντικότερους
περιφερειακούς της
συμμάχους, η συνεργασία
των οποίων ήταν και
είναι απαραίτητη για την
διατήρηση της
αμερικανικής
πρωτοκαθεδρίας μετά την
ανατροπή του Σάχη: Την
Αίγυπτο και την Σαουδική
Αραβία. Η έμμεση στήριξη
ή καλύτερα η ανοχή που
οι ΗΠΑ προσέφεραν στις
επαναστατικές δυναμικές
που αποκαθήλωσαν το
καθεστώς Mubarak το 2011
[21] και η άμεση στήριξή
τους έναν μήνα αργότερα
στη ΝΑΤΟϊκή επιχείρηση
εκθρόνισης του Qaddafi,
μπορούσαν να
δικαιολογηθούν και ως
μια προσπάθεια
πειραματισμού της
Ουάσινγκτον με την
δημοκρατική δυναμική που
ενδεχομένως να
αναμόρφωνε την
περιφερειακή πολιτική
τάξη πραγμάτων, κάτι που
άλλωστε διαφαίνεται και
από τα απομνημονεύματα
του τότε υπουργού Αμύνης
των ΗΠΑ, Robert Gates
[22].
Ο ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ
Πέραν των όποιων
ιδεοληπτικών τους
αγκυλώσεων, οι ΗΠΑ,
άλλωστε, προσπάθησαν
πάντοτε σε επίπεδο
Realpolitik αρχικά να
συνεννοηθούν και εν
γένει να μην αποξενώσουν
επαναστατικές
κυβερνήσεις που έρχονταν
στην εξουσία σε διάφορα
κράτη της Μέσης Ανατολής
τα τελευταία 65 χρόνια.
Επέλεγαν, δηλαδή, να
υιοθετούν μια πολιτική
αναμονής του τρόπου με
τον οποίο θα εξελίσσετο
η εξωτερική πολιτική των
εν λόγω επαναστατικών
δυνάμεων πριν
τοποθετηθούν, χωρίς να
αποκλείσουν το
ενδεχόμενο μερικής
στήριξης ή έστω ανοχής
των επαναστατών. Αυτό
έκαναν έναντι του Nasser
την περίοδο 1952-1956,
έναντι του Qaddafi για
περίπου μια δεκαετία
μετά την επανάσταση του
1969, ακόμη και έναντι
των ιρανικών πολιτικών
δυνάμεων που ανέτρεψαν
τον Σάχη τον Δεκέμβριο
του 1978 έως την άλωση
της αμερικανικής
πρεσβείας στην Τεχεράνη
τον Νοέμβριο του 1979.
Το μεγαλύτερο λάθος των
ΗΠΑ έναντι της παρούσας
αιγυπτιακής κυβέρνησης,
που επιχειρεί να
επιδιορθώσει η κυβέρνηση
Trump [23], είναι ότι
φάνηκε πρόθυμη να
ακολουθήσει μια πολιτική
συγκατάνευσης έναντι της
Μουσουλμανικής
Αδελφότητας και της
προεδρίας Morsi και ότι
-ακόμη χειρότερο- όταν ο
Morsi ανετράπη από την
αντεπανάσταση του
στρατηγού al-Sissi, η
Ουάσινγκτον και πολλοί
Ευρωπαίοι σύμμαχοί της
απέφυγαν επί μακρόν να
νομιμοποιήσουν και να
στηρίξουν διπλωματικά το
νέο καθεστώς [24]. Οι
ΗΠΑ, η Βρετανία και η
μεγάλη πλειοψηφία των
ευρωπαϊκών κρατών
ομοθυμαδόν καταδίκασαν
την αντεπανάσταση του
Ιουλίου 2013 και απείχαν
ή σκοπίμως «σνόμπαραν»
την τελετή αναγόρευσης
του στρατηγού al-Sissi
στην Προεδρία της
Αιγύπτου τον Ιούνιο του
2014. Ένας από τους
βασικούς λόγους για την
άνθιση της τριμερούς
συνεργασίας
Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου
είναι ότι η Αθήνα και η
Λευκωσία επέλεξαν
επιτυχώς να
διαφοροποιήσουν εγκαίρως
την στάση τους υπέρ της
κυβέρνησης Sissi [25]
συνειδητοποιώντας
ενδεχομένως την ένταση
και το βάθος της
στρατηγικής συνεννόησης
και σύμπραξης που
χαρακτήρισε και
χαρακτηρίζει την
ιδεολογική και
γεωπολιτική συμμαχία
ανάμεσα στον Erdogan και
τις δυνάμεις της
Μουσουλμανικής
Αδελφότητας στην Αίγυπτο,
την Λιβύη και την Συρία
[26].
Ο Αμερικανός πρόεδρος,
Μπαράκ Ομπάμα, χαιρετά
τον πρωθυπουργό του Ιράκ,
Nuri al-Maliki, μετά από
συνάντηση με
δημοσιογράφους μετά την
συνάντησή τους στο Οβάλ
Γραφείο του Λευκού Οίκου,
στην Ουάσινγκτον, την 1η
Νοεμβρίου 2013.
REUTERS/Jonathan Ernst
---------------------------------------------------------------------------------------
Υπό το αυτό το πλαίσιο
δεν θα έπρεπε να
προκαλεί έκπληξη το
γεγονός, όπως εύστοχα
σημειώνει και ο Henry
Kissinger, ότι η παρούσα
αιγυπτιακή κυβέρνηση
είναι συνειδητά «απομακρυσμένη
από μια ιστορική
συμμαχία με την Αμερική,
προτιμώντας μεγαλύτερη
ευχέρεια χειρισμών»
[27]. Υπό αυτό το πρίσμα
δεν θα πρέπει να
προκαλεί έκπληξη το
γεγονός ότι οι βασικοί
αμυντικοί εταίροι της
Αιγύπτου δεν είναι πλέον
οι ΗΠΑ αλλά πρωτίστως η
Γαλλία και δευτερευόντως
η Ρωσία [28]. Δεν είναι
επίσης τυχαίο το ότι οι
βασικοί οικονομικοί και
ενεργειακοί αρωγοί της
δοκιμαζόμενης
αιγυπτιακής οικονομίας
κατά την περίοδο
2013-2015 δεν ήταν οι «αμέτοχες»
ΗΠΑ αλλά οι πετρελαϊκές
μοναρχίες της Σαουδικής
Αραβίας, των Ηνωμένων
Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ)
και του Κουβέϊτ, που
φοβούνταν τη
Μουσουλμανική Αδελφότητα
και την εξάπλωση της
επιρροής της στον
Περσικό Κόλπο με επίνειό
της το Κατάρ.
Τα κράτη αυτά, υπό την
καθοδήγηση της Σαουδικής
Αραβίας, εξέλαβαν την «εγκατάλειψη»
του Mubarak από τις ΗΠΑ
ως κακό προάγγελο για
την αξιοπιστία που θα
είχε η αμερικανική
εγγύηση ασφαλείας για τα
ίδια σε περίπτωση
ανάγκης, ιδίως εάν αυτή
η ανάγκη ελάμβανε τη
μορφή μιας γενικευμένης
εξέγερσης. Η «αδιαφορία»
του Obama για την τύχη
του Mubarak και η
μη-καταδίκη των
κινημάτων διαμαρτυρίας
του αραβικού πολιτικού
ακτιβισμού, ερμηνεύθηκε
από τις αραβικές
μοναρχίες του Κόλπου και
κυρίως το βασίλειο της
Σαουδικής Αραβίας [29],
ως ανατροπή ή
αμφισβήτηση της
διακήρυξης του προέδρου
Reagan τον Απρίλιο του
1981, η οποία επεξέτεινε
την εφαρμογή του
Δόγματος Carter και σε
δυνητικές απειλές που θα
μπορούσαν να ανατρέψουν
τα βασιλικά καθεστώτα εκ
των έσω [30].
Η ΣΚΛΗΡΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Σ.
ΑΡΑΒΙΑΣ
Όταν αυτές οι απειλές
ενσαρκώθηκαν μέσα από
τις διαμαρτυρίες της
σιιτικής μειονότητας
στην Ανατολική επαρχία
της Σαουδικής Αραβίας
[31] και της σιιτικής
πλειονότητας στο
Μπαχρέιν τον
Φεβρουάριο-Μάρτιο 2011,
η αντίδραση του Ριάντ
και του Άμπου Ντάμπι
ήταν ακαριαία
διευκολύνοντας, μέσα από
την κινητοποίηση 4.500
ανδρών της Peninsula
Shield Force (PSF), τo
καθεστώτος Al-Khalifa να
καταστείλει με
στρατιωτικά μέσα την
γενικευμένη σιιτική
εξέγερση, τη μοναδική
σιιτική εξέγερση της
αραβικής «άνοιξης». Ήταν
η πρώτη φορά που οι
δυνάμεις της PSF, του
στρατιωτικού δηλαδή
βραχίονα του Gulf
Cooperation Council (GCC)
κινητοποιήθηκαν για να
αντιμετωπίσουν μια
εσωτερική απειλή που
απειλούσε την επιβίωση
ενός από τα κράτη-μέλη
του οργανισμού, ο οποίος
συστήθηκε το 1981 για να
συσπειρώσει τις
μοναρχίες του Κόλπου από
την απειλή του
επαναστατικού Ιράν.
Ενδεχόμενη ανατροπή της
εξαρτώμενης από το
βασίλειο της Σαουδικής
Αραβίας δυναστείας των
al-Khalifa, θα έφερνε
στην εξουσία την σιιτική
πλειοψηφία δημιουργώντας
μετά το Ιράκ, την Συρία
και τον Λίβανο, το
τέταρτο αραβικό κράτος
που θα συμμετείχε, υπό
την ηγεσία αν όχι
ποδηγέτηση της Τεχεράνης,
στον σιιτικό άξονα,
υποδαυλίζοντας την
ένταση ανάμεσα στο Ριάντ
και την σιιτική
μειονότητα της
Ανατολικής επαρχίας της
Σαουδικής Αραβίας. Για
να εξουδετερώσει εν τη
γενέσει του αυτόν τον
κίνδυνο, το Ριάντ δεν
δίστασε με την βοήθεια
των ΗΑΕ να υλοποιήσει
την πρώτη
αντεπαναστατική επέμβαση
των καθεστωτικών
δυνάμεων, παράδειγμα που
θα ακολουθηθεί -τηρουμένων
των αναλογιών- από τον
αιγυπτιακό στρατό και το
μεγάλο μέρος της
αιγυπτιακής κοινωνίας
τον Ιούλιο του 2013
[32]. Το γεγονός μάλιστα
ότι από την επέμβαση στο
Μπαχρέϊν το 2011 απείχαν
το Κατάρ, το Ομάν και το
Κουβέϊτ, δηλαδή τα μισά
μέλη του GCC, αποτέλεσε
προάγγελο της
ενδοαραβικής ρήξης που
ξέσπασε μεταξύ του Κατάρ
και του
φιλο-σαουδαραβικού
συνασπισμού το 2014 και
το 2017, με επίκεντρο
την τουρκο-καταρινή
συμμαχία με τις δυνάμεις
της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας.
Η αμερικανική στάση κατά
το έτος των αραβικών
επαναστάσεων δεν
αποτέλεσε ωστόσο τη
μοναδική αιτία για την
οποία και η Σαουδική
Αραβία άρχισε να
απομακρύνεται «από μια
ιστορική συμμαχία με την
Αμερική, προτιμώντας
μεγαλύτερη ευχέρεια
χειρισμών». Στην
πραγματικότητα όπως
έχουμε ήδη εξετάσει σε
άλλο κεφάλαιο η
απομάκρυνση ΗΠΑ-Σαουδικής
Αραβίας είχε ξεκινήσει
ήδη από την επαύριον του
πολέμου του Κόλπου και
επιταχύνθηκε μετά την
αμερικανική εισβολή και
κατοχή του Ιράκ, η οποία
διευκόλυνε μέσα από χάος
που επικράτησε στο Ιράκ
την εκστρατεία της
Al-Qaeda για την
ανατροπή των al-Saud το
2003-2005. Έκτοτε η
αποστασιοποίηση
συνεχιζόταν με ρυθμούς
αριθμητικής προόδου αλλά
η αμερικανική
παρεκλυστικότητα κατά το
έτος των αραβικών
εξεγέρσεων επέτεινε αυτή
την δυναμική.
Μεσολάβησαν ωστόσο και
άλλα γεγονότα τα οποία
μεγάλωσαν το χάσμα
ανάμεσα στην Ουάσινγκτον
και το Ριάντ,
καθιστώντας αναπόφευκτη
την περαιτέρω
γεωπολιτική αυτονόμηση
της Σαουδικής Αραβίας
και την συνεπαγόμενη
διάβρωση των θεμέλιων
επί των οποίων εδράζεται
η περιφερειακή
αμερικανική
πρωτοκαθεδρία. Εκτός από
την συγκαταβατική στάση
που κράτησε έναντι της
κυβέρνησης Morsi η
προεδρία Obama, η φανερή
απροθυμία της
αμερικανικής κυβέρνησης
να νομιμοποιήσει επί
σειρά ετών την
αιγυπτιακή αντεπανάσταση
του Ιουλίου 2013,
δημιούργησε έντονα
ερωτηματικά στην
Σαουδική Αραβία για το
ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να
ερωτοτροπούσαν και οι
ίδιες με την
αποσταθεροποιητική
δυναμική των αραβικών
εξεγέρσεων [33].
Η επιλογή της μερικής
εμπλοκής της Ουάσινγκτον
στην εκστρατεία
ανατροπής του καθεστώτος
Qaddafi διαδέχθηκε την
παντελή απουσία των ΗΠΑ
από τις διαλυτικές
δυναμικές που διαίρεσαν
την χώρα σε μια πλειάδα
αντιμαχόμενων
θρησκευτικο-φυλετικών
συνασπισμών που
καθιστούσαν, όπως είχε
συμβεί παλαιότερα στο
Αφγανιστάν και το Ιράκ,
σχεδόν αναπόφευκτη την
ανάδυση ακραίων
τζιχαντιστικών
πολιτοφυλακών οι οποίες
μετά το 2014 θα
συνασπίζονταν υπό την «σημαία»
του Ισλαμικού Κράτους.
Η αμερικανική πολιτική
που είχε σε τελική
ανάλυση ανάψει το
πράσινο φως στις
ΝΑΤΟϊκές επιθέσεις,
παρέμεινε σε μια
κατάσταση «αυτισμού»
παρά την δολοφονία, το
2012, του Αμερικανού
πρέσβη στην Βεγγάζη,
ανήμερα της ενδέκατης
επετείου των επιθέσεων
της 11ης Σεπτεμβρίου
2001. Αγνοώντας τα
μαθήματα που θα έπρεπε
να είχαν μάθει από την
αποτυχία της πολιτικής
Bush Jr. στο Ιράκ, οι
κυβερνήσεις των ΗΠΑ,
αλλά εν προκειμένω και
της Γαλλίας και της
Βρετανίας, αποσύρθηκαν
από το προσκήνιο
διευκολύνοντας την
κάλυψη του κενού ισχύος
από δυνάμεις του ISIS
και της υποστηριζόμενης
από την Τουρκία και το
Κατάρ Μουσουλμανικής
Αδελφότητας της Λιβύης.
Αντί η Ουάσινγκτον και
οι σύμμαχοι της να
αντιδράσουν δυναμικά,
απλώς απαγκιστρώθηκαν,
μπερδεύοντας την ευφορία
που επικράτησε μετά την
πτώση της κανταφικής
δικτατορίας ως σημάδι
δημοκρατικής
σταθεροποίησης.
Αυτό αποτελούσε συνταγή
για την πρόκληση χάους,
την γένεση μιας ακόμη
γεωπολιτικής «μαύρης
τρύπας», η βαρυτική έλξη
της οποίας κατέστρεψε τα
συστατικά στοιχεία του
λιβυκού οικοδομήματος.
Όπως ακριβώς συμβαίνει
με το αστρονομικό της
ανάλογο, αυτή η
γεωπολιτική μαύρη τρύπα
εξάγει με τη μορφή
πολιτικής αστάθειας τα
δομικά υλικά του τέως
λιβυκού κράτους το οποίο
και καταστρέφει,
αποσταθεροποιώντας τα
γειτονικά κράτη, με
σημαντικότερο την
Αίγυπτο.
Το δομικό πρόβλημα
αστάθειας της Μέσης
Ανατολής προέκυψε από το
γεγονός ότι το φαινόμενο
της γεωπολιτικής «μαύρης
τρύπας» δεν περιορίστηκε
στην Λιβύη, αλλά ξέσπασε
σχεδόν ταυτόχρονα στην
Συρία, το Ιράκ και την
Υεμένη για διαφορετικούς
λόγους σε κάθε περίπτωση.
Στην περίπτωση της
Λιβύης, αντί τα Δυτικά
κράτη να επέμβουν για να
ελέγξουν το χάος που η
επέμβασή τους
δημιούργησε, και να
αποτρέψουν την ανάδυση
του Ισλαμικού Κράτους
και των μαζικών
προσφυγικών ροών που
προωθούνταν άναρχα στην
ΕΕ μέσω Ιταλίας,
επέλεξαν να απόσχουν,
αφήνοντας στον επίδοξο
ρόλο του σταθεροποιητή
μόνο την υποστηριζόμενη
από τα ΗΑΕ, Αίγυπτο, και
σε δευτερεύοντα ρόλο τα
ίδια τα ΗΑΕ και την
Σαουδική Αραβία.
Αν για την Σαουδική
Αραβία η πολιτική της
Ουάσινγκτον στην Λιβύη
αποτελούσε μνημείο
στρατηγικής αβελτηρίας,
η άρνηση του προέδρου
των ΗΠΑ να επέμβει
στρατιωτικά κατά του
καθεστώτος Assad στην
Συρία τον Αύγουστο του
2013 έπληξε την
αξιοπιστία της
αμερικανικής διπλωματίας
σε όλη την περιοχή, κατά
την εκτίμηση μεταξύ
άλλων και του Leon
Panetta, του τελευταίου
υπουργού Αμύνης της
προεδρίας Obama, που
διαδέχθηκε τον Robert
Gates [34]. Η
μη-στρατιωτική επέμβαση
των ΗΠΑ κατά του Assad
παρά την γαλλική
προθυμία συνδρομής σε
αμερικανική εκστρατεία,
πλήγωσε το γόητρο και
την αξιοπιστία των ΗΠΑ
στα μάτια των Αράβων
συμμάχων τους με
σημαντικότερη την
Σαουδική Αραβία [35]. Η
Σαουδική Αραβία είχε
χρηματοδοτήσει όσο καμία
άλλη μουσουλμανική χώρα
την προσπάθεια ανατροπής
του ασαντικού καθεστώτος,
αντιλαμβανόμενη, όπως
άλλωστε η Τουρκία και το
Ισραήλ, την πτώση του
Assad ως διάσπαση του
σιιτικού άξονα που
αποτελούσε την βασική
αρτηρία τροφοδοσίας της
Hezbollah από το Ιράν.
Η πτώση του Assad δεν θα
απέκοπτε μόνο το Ιράν
από τη Μεσόγειο, αλλά θα
περιόριζε την επιρροή
του στο Ιράκ ενώ θα
απομόνωνε και σταδιακά
θα περιθωριοποιούσε την
Hezbollah τόσο ως
ηγετικό παράγοντα της
λιβανέζικης πολιτικής
πραγματικότητας όσο και
ως απειλή για το Ισραήλ.
Το γεγονός ότι το 2013 ο
Obama αρνήθηκε, την ώρα
μάλιστα που δεν υπήρχαν
στην Συρία ρωσικές
ένοπλες δυνάμεις, να
ανατρέψει τον Assad,
ερμηνεύθηκε από το Ριάντ
ως μια στρατηγικής
σημασίας υπαναχώρηση
έναντι της επιτακτικής
ανάγκης να ανασχεθεί η
διόγκωση της ιρανικής
περιφερειακής επιρροής
μετά το 2003, και
εμφατικά μετά το 2011.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο
Kissinger το 2014, «σε
επίπεδο περιφερειακής
πρωτοκαθεδρίας,
ισορροπίας δυνάμεων και
δογματικής ασυμφωνίας, η
Σαουδική Αραβία
αισθάνεται ότι
απειλείται από το
σιιτικό Ιράν τόσο ως
θρησκευτικό όσο και ως
ηγεμονικό φαινόμενο.
Βλέπει να διαμορφώνεται
υπό την ηγεσία της
Τεχεράνης ένα
αρχιπέλαγος ενισχυόμενης
σιιτικής παρουσίας και
επίδρασης το οποίο
εκτείνεται από τα
αφγανικά σύνορα του Ιράν
μέχρι τις ακτές της
Μεσογείου,
περιλαμβάνοντας Ιράκ,
Συρία και Λίβανο, σε
αντιπαράθεση με τη
σουνιτική παράταξη της
οποίας ηγείται η
Σαουδική Αραβία και
περιλαμβάνει την Αίγυπτο,
την Ιορδανία, τα κράτη
του Περσικού Κόλπου, της
Αραβικής χερσονήσου,
φτάνοντας μέχρι την
επιφυλακτική συνεργασία
με την Τουρκία» [36].
Ο υπουργός Εξωτερικών
των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο,
συναντιέται με τον
βασιλιά της Σαουδικής
Αραβίας, Σαλμάν Μπιν
Αμπντουλαζίζ Αλ Σαούντ,
στο Ριάντ της Σαουδικής
Αραβίας, στις 29
Απριλίου 2018. Bandar
Algaloud/Courtesy of
Saudi Royal
Court/Handout via
REUTERS
-------------------------------------------------------------------------
Εάν το 2014 η Τεχεράνη
έβλεπε αυτό σιιτικό «αρχιπέλαγος»
να διογκώνεται, είναι
εύκολο να καταλάβουμε
τον τρόπο με τον οποίο
αντέδρασε το Ριάντ όταν
το θέρος του 2015 η
Ουάσινγκτον αφενός
συμβιβάστηκε με το Ιράν
για το πυρηνικό του
πρόγραμμα, αίροντας τις
διεθνείς κυρώσεις κατά
της Τεχεράνης και
αφετέρου αποδέχθηκε ως
τετελεσμένο την ρωσική
στρατιωτική επέμβαση που
διέσωσε το καθεστώς
Assad αντιστρέφοντας τη
ροή του πολέμου υπέρ του
σιιτικού άξονα στην
Συρία. Η ενδυνάμωση της
ιρανικής επιρροής στη
Μέση Ανατολή ως
αποτέλεσμα αυτών των δύο
εξελίξεων επεξέτεινε σε
πρωτοφανή βαθμό τον
γεωστρατηγικό
ανταγωνισμό ανάμεσα στην
Σαουδική Αραβία και το
Ιράν, διευρύνοντας
παράλληλα το ψυχολογικό
χάσμα ανάμεσα στο Ριάντ
και την Ουάσινγκτον,
κάτι που συμπαρέσυρε και
άλλα μέλη του Συμβουλίου
Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ)
προεξαρχόντων των
Ηνωμένων Αραβικών
Εμιράτων (ΗΑΕ) [37].
Η αντίδραση του Ριάντ
κωδικοποιήθηκε μέσα από
τη μερική αυτονόμησή του
από την στρατηγική
συμμαχία που διατηρεί με
τις ΗΠΑ μετά το 1945. Η
αυτονόμηση αυτή δεν
συνεπάγεται υποχρεωτικά
την εχθρότητα του
βασιλείου της Σαουδικής
Αραβίας προς όλες τις
αμερικανικές στρατηγικές
επιλογές στην περιοχή,
ιδίως σε ό,τι αφορά τις
βασικές παραμέτρους του
δόγματος Carter και την
συνέχιση της
στρατιωτικής παρουσίας
των ΗΠΑ στην περιοχή του
Κόλπου, την οποία
ενίσχυσε και η προεδρία
Obama σε μια αποτυχημένη
προσπάθεια κατευνασμού
των αραβικών αντιδράσεων
έναντι της πυρηνικής
συμφωνίας με το Ιράν
[38]. Συνεπάγεται ωστόσο
ένα βαθμό ελευθερίας
στις κινήσεις της
Σαουδικής Αραβίας έναντι
της Ουάσιγκτον, που το
Ριάντ ουδέποτε είχε ή
επεδίωξε να έχει [39].
Αυτός ο βαθμός
ελευθερίας υπό τον νέο
αντιβασιλέα Mohammed bin
Salman, εκφράζεται μέσα
από μια ασυμβίβαστα
αντι-ιρανική πολεμική σε
όλα τα μέτωπα, που πλέον
δεν διστάζει να κάνει
ακόμη και εκτεταμένη
χρήση βίας. Αυτό έχει
διαφανεί με σαφήνεια,
μεταξύ άλλων, από την
στρατιωτική εμπλοκή της
Σαουδικής Αραβίας στον
εμφύλιο της Υεμένης μετά
τον Μάρτιο του 2015
[40], και από την
σφοδρότητα της
διπλωματικής και
οικονομικής της
σύγκρουσης με το Κατάρ
μετά τον Ιούνιο του
2017, η οποία έχει
διαρρήξει κατά πρωτοφανή
τρόπο την ενότητα του
Συμβουλίου Συνεργασίας
του Κόλπου διευρύνοντας
έτσι την ιρανική επιρροή
[41]. Η σαουδαραβική
ανασφάλεια έναντι της
ιρανικής εξάπλωσης, που
εν μέρει οφείλεται και
στα λάθη της
αμερικανικής διπλωματίας,
αποτελεί ίσως τον βασικό
γεωπολιτικό λόγο για την
απομάκρυνση της
Σαουδικής Αραβίας από
τις στρατηγικές των ΗΠΑ.
ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Υπάρχει ωστόσο και μια
παράλληλη οικονομική
αιτία για την
σαουδαραβική καχυποψία
έναντι των ΗΠΑ, και
σχετίζεται με την
δραματική αύξηση της
αμερικανικής
σχιστολιθικής παραγωγής
πετρελαίου. Η αύξηση
αυτή, που έφτασε τα 6
εκατ. β/η κατά την
περίοδο 2010-2015
αποτέλεσε τη μεγαλύτερη
αύξηση που καταγράφηκε
παγκοσμίως από μια χώρα
παραγωγό μετά την
δεκαετία του 1960 [42],
και μεταβάλλει τα
δεδομένα της παγκόσμιας
πετρελαϊκής ισορροπίας,
χωρίς ωστόσο να απειλεί
ακόμη την πρωτοκαθεδρία
του ΟΠΕΚ και της
Σαουδικής Αραβίας. Το
ειρωνικό της υπόθεσης
είναι ότι η Σαουδική
Αραβία και οι
ισχυρότεροι σύμμαχοί της
στον ΟΠΕΚ, δηλαδή το
Κουβέϊτ και τα ΗΑΕ, που
ελέγχουν το 100% της
παγκόσμιας
πλεονασματικής παραγωγής
πετρελαίου, συνέβαλλαν
στην επιτυχία της
αμερικανικής
σχιστολιθικής «επανάστασης»
λόγω της υψηλής
τιμολογιακής πολιτικής
που ακολούθησαν για μια
σχεδόν δεκαετία
(2003-2014), με έμφαση
στην περίοδο μετά το
2008.
Επαναλαμβάνοντας το
λάθος του ΟΠΕΚ κατά την
περίοδο 1973-1983 όταν
οι τιμές πετρελαίου
εκτοξεύθηκαν σε πολύ
υψηλά επίπεδα
διευκολύνοντας την
αύξηση της ακριβότερης
παραγωγής πετρελαίου από
την Βόρεια Θάλασσα, τον
Κόλπο του Μεξικού και
την Αλάσκα, η Σαουδική
Αραβία μείωνε σταδιακά
την παραγωγή της για να
συντηρήσει ένα πλαφόν
τιμών που κατά μέσο όρο
κινήθηκαν στα 95,56
δολάρια/βαρέλι την
επταετία 2008-2014 [43].
Η Σαουδική Αραβία
θεωρούσε ότι η πολιτική
της αυτή θα παρέμενε «ατιμώρητη»
για όσο χρονικό διάστημα
παρέμενε αμείωτη η
ζήτηση πετρελαίου από
την Κίνα και την Ινδία
υποτιμώντας την σημασία
της αύξησης του μη
συμβατικού πετρελαίου
στις ΗΠΑ, η παραγωγή του
οποίου αυξανόταν κατά
περίπου 1 εκατ. β/η κάθε
χρόνο έως και το 2014.
Όταν, μετά το 2010, η
ζήτηση τελικά μειώθηκε
στις βασικές ασιατικές
αγορές του ΟΠΕΚ, η
Σαουδική Αραβία και οι
εντός ΟΠΕΚ σύμμαχοί του,
με πρώτα τα ΗΑΕ,
ακολούθησαν μια
τιμολογιακή πολιτική
αντιστρόφως ανάλογη των
όσων θα υπαγόρευαν οι
δυναμικές
ζήτησης-προσφοράς. Οι
Σαουδάραβες δεν είχαν
κανένα πρόβλημα να «κανιβαλίσουν»
τα αγοραστικά μερίδια
του Ιράν όταν η Τεχεράνη
έχασε σχεδόν το μισό της
παραγωγής και των
εξαγωγών της, ως
αποτέλεσμα του
αμερικανο-ευρωπαϊκού
μποϋκοτάζ στις πωλήσεις
ιρανικού αργού την
περίοδο 2011-2015.
Το ίδιο ακριβώς θα
επιδιώξουν να πράξουν
και κατά το δεύτερο
εξάμηνο του 2018
διευκολύνοντας με αυτόν
τον τρόπο την επιβολή
των αμερικανικών
κυρώσεων κατά του Ιράν
που αποφάσισε ο Trump
τον Μάιο του 2018. Κάτι
τέτοιο επιβαλλόταν και
επιβάλλεται από την
ευρύτερη γεωστρατηγική
αντιπαράθεση της
Σαουδικής Αραβίας με το
Ιράν, ενώ μετά το 2011
εξυπηρετούσε την
διατήρηση ιστορικά
υψηλών τιμών που
πολλαπλασίαζαν τα έσοδα
της Σαουδικής Αραβίας σε
μια περίοδο χαοτικών
ανακατατάξεων στην
ευρύτερη Μέση Ανατολή
συνεπεία των αραβικών
εξεγέρσεων.
Τα κράτη του ΣΣΚ
επεδίωκαν την συντήρηση
υψηλών τιμών, καθώς
αυτές τους διασφάλιζαν
δεκάδες δισεκατομμύρια
δολάρια που θα μπορούσαν
να επενδυθούν στην
διασφάλιση και διατήρηση
της καθεστωτικής
σταθερότητας [44]. Ως
αποτέλεσμα των πολύ
υψηλών τιμών πετρελαίου
την δεκαετία 2004-2014,
τα κράτη του GCC
αποθησαύρισαν
πλεονάσματα ύψους άνω
των 2 τρισεκατομμυρίων
δολαρίων, κάτι που
επέτρεψε στην Σαουδική
Αραβία και (δευτερευόντως)
τα ΗΑΕ και το Κουβέϊτ να
προχωρήσουν κατά το
κρίσιμο 2011 σε
αδιανόητες για τα Δυτικά
δεδομένα αυξήσεις
επιδομάτων, μισθών,
συντάξεων, διαγραφών
δανείων και γενικότερων
παροχών στο εσωτερικό
τους. Το κόστος αυτών
των παροχών, σημαντικό
μέρος των οποίων ήταν
καταβλητέο άμεσα,
έφτασαν μόνο στην
Σαουδική Αραβία τα 129
δισ. δολάρια για το
οικονομικό έτος
2011-2012 [45].
Τα πλεονάσματα που
δημιουργούσαν οι πολύ
υψηλές τιμές πετρελαίου
τούς έδιναν παράλληλα
την ευχέρεια να
επενδύσουν 10 δισ.
δολάρια το 2011-2012 για
την σταθεροποίηση του
Μπαχρέϊν και του Ομάν,
ενώ το 2014 δέσμευσαν
πάνω από 20 δισ. δολάρια
για την οικονομική και
ενεργειακή ενίσχυση του
καθεστώτος al-Sissi στην
Αίγυπτο, που αποτελούσε
τον σημαντικότερο
γεωπολιτικό τους εταίρο
στη μάχη κατά της
επιρροής των κομμάτων
της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας στην περιοχή
του Κόλπου [46].
Ενδεικτικό της
δημοσιονομικής επέκτασης
στην οποία προχώρησαν τα
κράτη του GCC μετά το
2011 ήταν ότι η
πετρελαϊκή τιμή που θα
εξισορροπούσε τον
σαουδαραβικό
προϋπολογισμό το 2008
υπολογιζόταν μεταξύ 40
και 50 δολαρίων/βαρέλι.
Το 2014 η Σαουδική
Αραβία χρειαζόταν μια
διεθνή τιμή πετρελαίου
κοντά στα 100 δολάρια/βαρέλι
και το 2015 κοντά στα 80
δολάρια/βαρέλι για να
συντηρήσει το τεράστιο
πρόγραμμα δημοσίων
επενδύσεων και παροχών
που ξεκίνησε το 2011
[47].
Όταν στα τέλη του 2014 η
αγορά πετρελαίου
χαρακτηριζόταν από
αυξημένη υπερπροσφορά
και η αμερικανική
παραγωγή συνέχιζε να
διευρύνεται ακάθεκτη σε
σημείο που είχε μειώσει
κατά 31,65% τις
αμερικανικές εισαγωγές
αργού πετρελαίου την
οκταετία 2006-2014 [48],
η Σαουδική Αραβία
αποφάσισε να αλλάξει
πολιτική. Αποφάσισε να
αφήσει την τιμή να
μειωθεί. Σε περίπτωση
που επιχειρούσε να
συντηρήσει τις τιμές στο
ίδιο υψηλό επίπεδο
κόβοντας την παραγωγή
της, θα έκανε το ίδιο
σφάλμα που ο al-Yamani
διέπραξε την περίοδο
1981-1986. Το
αμερικανικό πετρέλαιο θα
παρέμενε ανταγωνιστικό
συρρικνώνοντας και
αντικαθιστώντας, όπως
και άλλοι ακριβότεροι
του ΟΠΕΚ παραγωγοί, τα
αγοραστικά μερίδια της
Σαουδικής Αραβίας και
των συμμάχων της [49].
Η επιλογή της Σαουδικής
Αραβίας να «ενθαρρύνει»
τη μείωση των τιμών
χωρίς να αυξήσει
ουσιαστικά την παραγωγή
της έχει παρερμηνευθεί
από ορισμένους αναλυτές
ως εγκατάλειψη του
παραδοσιακού μετά το
1973 ρόλου της ως «ηγεμονικού
ρυθμιστή» της παγκόσμιας
πετρελαϊκής αγοράς. Η
πραγματικότητα ωστόσο
είναι περισσότερο
σύνθετη. Η Σαουδική
Αραβία δεν είχε κανένα
λόγο να αυξήσει την
παραγωγή της για να
επιφέρει τη μείωση των
τιμών δια της οποίας
ήλπιζε να βγάλει
νοκ-άουτ τη μη-συμβατική
παραγωγή των ΗΠΑ. Αυτό
θα το έκανε η διαρκής
αύξηση της ιρακινής
παραγωγής και η πλήρης
επιστροφή του Ιράν στις
παγκόσμιες αγορές μετά
την άρση των διεθνών
οικονομικών κυρώσεων
συνεπεία της συμφωνίας
που επέτυχε η Τεχεράνη
με τις ΗΠΑ και τα άλλα
μέλη του Συμβουλίου
Ασφαλείας του ΟΗΕ τον
Ιούλιο του 2015.
Η ιρανική επιστροφή θα
αύξανε την παραγωγή της
χώρας κατά περίπου 1
εκατ. β/η, ενώ η ιρακινή
παραγωγή τελικά αυξήθηκε
μεταξύ 2014-2016 κατά
1,2 εκατ. β/η. Η
Σαουδική Αραβία θα
χρησιμοποιούσε την
αύξηση της παραγωγής του
σημαντικότερου εντός
ΟΠΕΚ γεωπολιτικού της
ανταγωνιστή -που ούτως ή
άλλως δεν μπορούσε να
εμποδίσει- για να
επιτύχει και τη μείωση
της παραγωγής του
μεγαλύτερου εκτός ΟΠΕΚ
παραγωγού, δηλαδή των
ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ήδη από το
2014 είχαν επιστρέψει
για πρώτη φορά από την
δεκαετία του 1980 στην
κορφή της παγκόσμιας
πετρελαϊκής παραγωγής,
και παρά το γεγονός ότι
οι εξαγωγές της
Σαουδικής Αραβίας προς
τις ΗΠΑ αν και μειώθηκαν
κατά 400.000 β/η
παρέμειναν σταθερές ως
προς το μερίδιο του
συνόλου των αμερικανικών
εισαγωγών [50], το Ριάντ
θεωρούσε και θεωρεί ότι
η πλήρης απεξάρτηση των
ΗΠΑ από τις εξαγωγές του
ενέχει δυνητικά τον
κίνδυνο αποδέσμευσης της
Ουάσινγκτον από το δόγμα
Carter, ιδίως όταν ο
Αμερικανός πρόεδρος που
υπέγραψε αυτή την
συμφωνία για τα πυρηνικά
του Ιράν τον Ιούλιο του
2015 προέτρεψε δημοσίως
την Σαουδική Αραβία να «μοιρασθεί»
την επιρροή της στη Μέση
Ανατολή με το Ιράν [51].
Ένας Ιρακινός
εργαζόμενος ανοίγει έναν
αγωγό στο διυλιστήριο
πετρελαίου Sheaiba στην
Βασόρα, 550 χλμ. νότια
της Βαγδάτης, στις 29
Μαρτίου 2007. REUTERS/Atef
Hassan
-------------------------------------------------------------------------------
Μολονότι ένας τέτοιος
κίνδυνος είναι
περιορισμένος λόγω της
παγκόσμιας φύσης της
τιμολόγησης πετρελαίου
που θα εκτιναχθεί σε
δυσθεώρητα ύψη σε
περίπτωση κατάρρευσης
του συστήματος ασφαλείας
στον Περσικό Κόλπο, η
Σαουδική Αραβία θεωρεί
την διατήρηση της
μερικής έστω εξάρτησης
των ΗΠΑ από τις
πετρελαϊκές της εξαγωγές
ως έναν από τους
θεμέλιους λίθους της
συμμαχίας της με την
Ουάσινγκτον. Η Σαουδική
Αραβία στην ουσία
προσπαθούσε να χτυπήσει
με ένα σμπάρο τρία
τρυγόνια.
Το πρόβλημα αυτής της
στρατηγικής ήταν ότι
είχε υποτιμήσει [52] το
σημείο στο οποίο θα
έπρεπε να μειωθεί η
διεθνής τιμή του
πετρελαίου για να
ανακόψει και εν συνεχεία
να αντιστρέψει τους
ρυθμούς ανάπτυξης της
μη-συμβατικής
πετρελαϊκής παραγωγής
των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός
ότι η τιμή έπεσε μέσα σε
ένα έτος κατά περίπου
45% από τα 108 δολάρια/βαρέλι
τον Ιούνιο του 2014 στα
61 δολάρια/βαρέλι τον
Ιούνιο του 2015 [53], η
αμερικανική σχιστολιθική
βιομηχανία αν και
κατέγραψε σημαντικές
απώλειες έδειχνε
εντυπωσιακά δείγματα
αντοχής. Η αύξηση της
παραγωγής επιβραδύνθηκε
αλλά δεν κατέρρευσε.
Έπρεπε η τιμή να μειωθεί
πολύ περαιτέρω σε
επίπεδα μεταξύ 30-40
δολάρια/βαρέλι όπως
έγινε μεταξύ Οκτωβρίου
2015 και Ιουνίου 2016
προκειμένου να τεθούν
εκτός λειτουργίας οι
ακριβότεροι παραγωγοί
σχιστολιθικού πετρελαίου
στις ΗΠΑ, μεταξύ των
οποίων καταγράφονται
μεγάλες αποκλίσεις ανά
διαφορετική πετρελαϊκή
λεκάνη, με αποτέλεσμα να
καθίσταται δυσχερής η
δυνατότητα ακριβούς
πρόβλεψης του βαθμού
ανταπόκρισης του
σχιστολιθικού πετρελαίου
στις διακυμάνσεις της
διεθνούς τιμής [54].
Έως τον Ιούνιο του 2016
η σαουδαραβική πολιτική
είχε επιτύχει προσωρινά
να σταματήσει την άνοδο
της αμερικανικής
σχιστολιθικής παραγωγής
αντιστρέφοντας την
δυναμική των τελευταίων
δέκα περίπου ετών. Η
αμερικανική παραγωγή, αν
και παράμεινε στην πρώτη
θέση το 2016 μεταξύ των
πετρελαιοπαραγωγών
κρατών, συρρικνώθηκε
κατά περίπου 12%
χάνοντας 654.000 βαρέλια/ημέρα
[55]. Το «επίτευγμα»
αυτό ήταν τακτικής και
όχι στρατηγικής φύσεως,
δεδομένου ότι η
αμερικανική παραγωγή
επανήλθε το 2017
υποβοηθούμενη από τις
υψηλότερες τιμές του
προηγούμενου έτους που ο
ίδιος ο ΟΠΕΚ προκάλεσε
μέσω της μείωσης της
παραγωγής του. Πέραν
αυτού, η τακτική
περιστολή της
αμερικανικής παραγωγής
προκλήθηκε έναντι ενός
μεγάλου κόστους, καθώς η
κατάρρευση των τιμών
οδήγησε στην απώλεια
εκατοντάδων
δισεκατομμυρίων δολαρίων
για τα κράτη-μέλη του
ΟΠΕΚ την διετία 2015 και
2016, συγκριτικά με το
τελευταίο έτος υψηλών
διακυμάνσεων, δηλαδή το
2014.
Για την ακρίβεια, η ΕΙΑ
του αμερικανικού
Υπουργείου Ενέργειας
υπολόγιζε ότι από τα
946,5 δισ. δολάρια που
εισέπραξε ο ΟΠΕΚ από τις
πετρελαϊκές του εξαγωγές
το 2014, τα έσοδα του
οργανισμού μειώθηκαν στα
515,4 δισ. δολάρια το
2015 και στα 433,4 δισ.
το 2016, δηλαδή σε
επίπεδα ανάλογα με αυτά
του 2004, όταν ο ΟΠΕΚ
είχε εισπράξει 438,3 δισ.
δολάρια. Το κόστος αυτό
προφανώς δεν μοιράστηκε
ισομερώς μεταξύ των
κρατών-μελών του ΟΠΕΚ
αλλά σε κάθε περίπτωση η
Σαουδική Αραβία
χτυπήθηκε περισσότερο
αφού απώλεσε έσοδα ύψους
178 δισ. δολαρίων μέσα
σε δύο χρόνια [56]. Η
στρατηγική αυτή δεν
μπορούσε να συνεχιστεί
εις το διηνεκές, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι η
Σαουδική Αραβία θα
επεδίωκε να αυξήσει εκ
νέου τις τιμές σε
επίπεδα προ του 2014,
γιατί κάτι τέτοιο πολύ
απλά θα αναγεννούσε εκ
νέου την αμερικανική «απειλή».
Σε κάθε περίπτωση η
Σαουδική Αραβία
συνειδητοποίησε ότι μια
τιμή κάτω ή πέριξ τα 30
δολάρια/βαρέλι, όπως
διαμορφώθηκε το πρώτο
τρίμηνο του 2016,
ισοδυναμούσε με
οικονομική αυτοκτονία. Η
Σαουδική Αραβία είχε τα
μεγαλύτερα αποθέματα
αξίας 750 δισ. δολαρίων
στο Πετρελαϊκό Ταμείο
της αλλά μέσα σε
λιγότερο από δύο χρόνια
είδε τα αποθεματικά της
να μειώνονται κατά
περίπου 200 δισ. δολάρια.
Εάν σε αυτό
συνυπολογισθεί και η
μείωση των εσόδων, η
τακτική μείωση της
αμερικανικής
σχιστολιθικής παραγωγής
«κόστισε» στο Ριάντ
σχεδόν 400 δις. δολάρια
[57].
Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ
Είναι προφανές ότι η
επιτυχία του
αμερικανικού πετρελαϊκού
σχιστολιθικού πειράματος,
έστω και εάν αυτό
περιορίστηκε κατά βάση
τις ΗΠΑ, είχε μια
καταλυτική επιρροή στις
παγκόσμιες πετρελαϊκές
τιμές καθώς κατόρθωσε
τουλάχιστον για τα
επόμενα 5-10 χρόνια να
επιβάλλει ένα «ταβάνι»
[58], μια απαγορευτική
οροφή -μεταξύ 50 και 65
δολαρίων ανά βαρέλι
Brent- πάνω από την
οποία ο ΟΠΕΚ δεν θα
επιχειρούσε να σπρώξει
τις τιμές χωρίς να χάσει
σημαντικό μέρος της
αγοραστικής του ισχύος.
Είναι ασαφές σε ποιο
επίπεδο τιμών βρίσκεται
αυτή η οροφή, αλλά προς
το παρόν ο ΟΠΕΚ και η
Ρωσία δεν δείχνουν να
αισθάνονται απειλούμενοι
από τον σχεδόν
τριπλασιασμό των τιμών
από τον Ιανουάριο του
2016 έως σήμερα.
Σε περίπτωση κατά την
οποία η εσωτερική συνοχή
του ΟΠΕΚ ήταν ισχυρότερη
και υπήρχαν ουσιαστικές
πιθανότητες συνεννόησης
μεταξύ της Σαουδικής
Αραβίας και του Ιράν,
τότε η στάση του
οργανισμού ίσως να ήταν
διαφορετική. Ενδεικτικό
του βαθμού στον οποίο η
γεωπολιτική αντιπαλότητα
Σαουδικής Αραβίας-Ιράν
έχει διαβρώσει την
εσωτερική συνοχή και
πειθαρχία του καρτέλ,
είναι το γεγονός ότι ο
σημαντικότερος αρωγός
του Ριάντ στην
προσπάθειά του να
επιβάλλει μια πολιτική
παγώματος της παραγωγής
στα υπόλοιπα μέρη του
ΟΠΕΚ μέσα στο 2016
προήλθε εκτός του καρτέλ.
Ιδίως μετά την
αποτυχημένη σύνοδο
ΟΠΕΚ-Ρωσίας στη Ντόχα
τον Απρίλιο του 2016, η
Σαουδική Αραβία δεν θα
μπορούσε να είχε
επιβάλλει μια πολιτική
παγώματος ή πολύ
περισσότερο μείωσης της
παραγωγής χωρίς την
ουσιαστική συνδρομή της
Μόσχας, κάτι που
επετεύχθη τελικά τον
Οκτώβριο του 2016.
Ωστόσο, το επίπεδο της
ρωσο-σαουδαραβικής
συνεργασίας που -υπό την
απειλή της αμερικανικής
σχιστολιθικής παραγωγής-
φαίνεται ότι έχει πλέον
συστηματοποιηθεί, είχε
ευρύτερες επιπτώσεις
τόσο εντός του ΟΠΕΚ όσο
και παγκοσμίως. Η
σημαντικότερη από αυτές
είναι ότι κατέστησε τη
Μόσχα προνομιακό
συνομιλητή του Ριάντ,
κάτι σαν ένα de facto
μέλος του ΟΠΕΚ, το βάρος
του οποίου έδωσε την
δυνατότητα στην Σαουδική
Αραβία να προχωρήσει
πέραν του παγώματος της
παραγωγής στην
συνδυαστική μείωση της
παραγωγής του καρτέλ
κατά 1,2 εκατ. β/η τον
Νοέμβριο του 2016. Η
τήρηση αυτής της μείωσης
δεν περιόρισε μόνο τους
κραδασμούς από την πλήρη
επιστροφή των ιρανικών
εξαγωγών πετρελαίου στα
επίπεδα που βρίσκονταν
πριν από τις
αμερικανο-ευρωπαϊκές
κυρώσεις του Δεκεμβρίου
2011, αλλά επέβαλλε για
πρώτη φορά ποσοστώσεις
στην ιρακινή παραγωγή
μετά το 2003.
Η συμμαχία Ρωσίας-
Σαουδικής Αραβίας
επέβαλλε την συλλογική
πειθαρχία στο εσωτερικό
του καρτέλ και πέτυχε να
αυξήσει τις τιμές χωρίς
να χάσει αγοραστικά
μερίδια, επειδή
υποστηρίχθηκε από τον
μεγαλύτερο μετά την
Σαουδική Αραβία εξαγωγέα
πετρελαίου παγκοσμίως,
την Ρωσία του προέδρου
Putin. Το 1985-1986, μια
σοβιετο-σαουδαραβική
συνεννόηση ήταν
γεωπολιτικά αδιανόητη.
Όταν το 1998 κατέρρευσαν
οι τιμές πετρελαίου στα
χαμηλότερα επίπεδα μετά
το 1973, η συνεννόηση
Ριάντ-Μόσχας επιτεύχθηκε
με μεγάλη δυσκολία
ύστερα από καθυστέρηση
τριών ετών και αρκετές
παλινωδίες. Στην παρούσα
συγκυρία η συνεννόηση
έγινε σχεδόν αυτόματα,
είχε στρατηγικό
χαρακτήρα, και ήταν πολύ
πιο αποτελεσματική για
την σταθεροποίηση των
τιμών που παραμένει
ζωτικής σημασίας για τις
οικονομίες των δύο
μεγαλύτερων
πετρελαιο-εξαγωγικών
κρατών.
Ο Ρώσος πρόεδρος
Βλαντιμίρ Πούτιν
παρευρίσκεται σε
συνάντηση με επικεφαλής
ρωσικών πετρελαϊκών
εταιρειών, στο Κρεμλίνο,
την 1η Μαρτίου 2016.
REUTERS/Alexei Nikolsky/Sputnik/Kremlin
-------------------------------------------------------------------------------------
Η Σαουδική Αραβία
επανασταθεροποίησε την
οικονομία της και η
Ρωσία μπόρεσε να
ανταπεξέλθει στις
προκλήσεις των
αμερικανο-ευρωπαϊκών
οικονομικών κυρώσεων που
ακολούθησαν την
επανενσωμάτωση της
Κριμαϊκής στο ρωσικό
κράτος, το 2014. Αυτή η
στρατηγική συνεννόηση,
και όχι η μείωση των
αμερικανικών εισαγωγών
αργού πετρελαίου στα
επίπεδα του 1996 [59],
ήταν η σημαντικότερη
επίπτωση της
αμερικανικής
σχιστολιθικής «επανάστασης».
Οι νέες αμερικανικές
πετρελαϊκές κυρώσεις
κατά του Ιράν που η
Σαουδική Αραβία
επικρότησε και επεδίωξε
αποτελούν μια νέα
πρόκληση για τον ΟΠΕΚ
και την στρατηγική σχέση
Ρωσίας- Σαουδικής
Αραβίας, καθώς το Ριάντ
θέλει να επιφέρει
οικονομικό πόνο στην
Τεχεράνη χωρίς να δει
τις τιμές του πετρελαίου
να επιστρέφουν σε πολύ
μεγάλα ύψη πάνω από το
όριο των 70 δολαρίων ανά
βαρέλι.
Το σενάριο των
υψηλότερων τιμών δεν
φαίνεται να είναι προς
το παρόν το
επικρατέστερο. Το ίδιο
το αμερικανικό Υπουργείο
Ενέργειας στη
μεσοπρόθεσμη (Μάιος
2018) έκθεσή του για τις
αγορές ενέργειας
προβλέπει μια μέση τιμή
Brent στα 70 δολάρια/βαρέλι
για το 2018, με
προοπτική μείωσής της
στα 65 δολάρια/βαρέλι το
2019. Η επιστροφή της
Ρωσίας, του Μεξικού, της
Νορβηγίας και του
Καζακστάν σε καθεστώς
πλήρους παραγωγής στην
περίπτωση που
καταρρεύσει η συμφωνία
με τον ΟΠΕΚ, θα
προσθέσει στην παγκόσμια
παραγωγή πάνω από
500.000 βαρέλια/ημέρα
συμπιέζοντας τις τιμές.
Παράλληλα τόσο η
Σαουδική Αραβία όσο και
οι άλλες δύο χώρες του
ΟΠΕΚ, τα ΗΑΕ και το
Κουβέιτ που διαθέτουν
πλεονασματική παραγωγή
πετρελαίου, δεν θέλουν
να δουν τις τιμές να
αυξάνονται υπερβολικά
ενώ θα προσπαθούν
μονομερώς να τιμωρήσουν
το Ιράν.
Το υφιστάμενο παραγωγικό
τους πλεόνασμα των 1,76
εκατ. β/η μόλις και μετά
βίας επαρκεί για να
καλύψει τις δυνητικές
απώλειες των ιρανικών
εξαγωγών που τα κράτη
αυτά θέλουν να επιφέρουν.
Πετρελαϊκές τιμές άνω
των 65 με 70 δολαρίων/βαρέλι
θα δώσουν περαιτέρω
ισχυρή ώθηση στη
μη-συμβατική αμερικανική
παραγωγή πετρελαίου που
με την σειρά της θα
μειώσει τα εξαγωγικά/παραγωγικά
μερίδια του ΟΠΕΚ,
αποδυναμώνοντας την
οικονομική πτυχή της ήδη
προβληματικής «ειδικής
σχέσης» ΗΠΑ-Σαουδικής
Αραβίας. Οι περισσότεροι
τύποι της αμερικανικής
μη-συμβατικής παραγωγής
πετρελαίου θεωρούνται
οικονομικώς βιώσιμοι με
τιμές άνω των 50-55
δολαρίων/βαρέλι. Οι
Σαουδάραβες δεν θα
ήθελαν να δουν την
περαιτέρω απεξάρτηση των
ΗΠΑ από τις πετρελαϊκές
τους εξαγωγές, ιδίως
όταν ο πρόεδρος Trump
αρνείται να πάρει το
μέρος τους στον
πολιτικο-οικονομικό τους
«πόλεμο» κατά του Κατάρ.
Ο Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι επίκουρος
καθηγητής Γεωπολιτικής &
Ενεργειακής Πολιτικής,
στο Πανεπιστήμιο
Λευκωσίας, μέλος του Δ.Σ.
της Hellenic Association
for Energy Economics (ΗΑΕΕ)
και μέλος του ΙΑΕΕ.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72099/dr-theodoros-tsakiris/to-geopolitiko-%C2%ABtetragono%C2%BB-ipa-rosias-iran-s-arabias?page=show |