|
|
|
Περίληψη:
Στη Νότια Ασία, ο
αντιφατικός χαρακτήρας
της προόδου της
δημοκρατίας δείχνει,
πρωτίστως, την σημασία
της επαγρύπνησης.
Εκείνοι που
υπερασπίζονται την
φιλελεύθερη δημοκρατία
πρέπει να το κάνουν
συνεχώς, αντιδρώντας σε
ιδεολογικά σχέδια
άρνησης δικαιωμάτων, σε
πολιτικούς που
υπονομεύουν τους θεσμούς
και σε θεσμούς που
επιδιώκουν να αποφύγουν
την λογοδοσία.
|
|
|
|
|
|
-----------------
Στις 14 Νοεμβρίου,
ξέσπασε μια σύγκρουση
[1] στο κοινοβούλιο της
Σρι Λάνκα. Όταν ο
πρόεδρος της Βουλής
προσπάθησε να συγκαλέσει
μια ψηφοφορία, μια ομάδα
βουλευτών τον
παρενόχλησε [2] και
έσπευσαν στο βήμα. Μια
αντίπαλη ομάδα
προσπάθησε να απωθήσει
τους παρενοχλούντες. Οι
άνδρες αντάλλαξαν
γροθιές. Ένας έβγαλε
μαχαίρι. Ένας βουλευτής
κόπηκε προσπαθώντας να
κλέψει το μικρόφωνο του
προέδρου και κατέληξε
στο νοσοκομείο.
Το χάος ήταν το
αποτέλεσμα μιας
συνταγματικής κρίσης που
ξέσπασε τον Οκτώβριο,
όταν ο πρόεδρος της
χώρας, Maithripala
Sirisena, προσπάθησε να
απολύσει τον πρωθυπουργό
και να τον
αντικαταστήσει με έναν
πρώην πρόεδρο, τον
Mahinda Rajapaksa. Οι
βουλευτές και οι πολίτες
διαμαρτυρήθηκαν˙ ο
Sirisena διέλυσε [3] την
Βουλή, μέχρις ότου το
Ανώτατο Δικαστήριο
αποφάνθηκε ότι η απόφαση
αυτή είναι
αντισυνταγματική˙ και ο
Rajapaksa, που
απορρίφθηκε από το
Κοινοβούλιο, αρνήθηκε να
παραιτηθεί. Το αδιέξοδο
λύθηκε μόνο τον
Δεκέμβριο, όταν ο
Σιρισένα επανέφερε τον
απολυθέντα πρωθυπουργό,
τον Ranil Wickremesinghe,
όντας απέναντι σε μια
συντονισμένη
αντιπολίτευση από το
δικαστικό σώμα και την
πλειοψηφία του
Κοινοβουλίου.
Υποστηρικτές του
Wickremesinge κρατούν
κεριά κατά την διάρκεια
μιας διαμαρτυρίας με
αίτημα την δημοκρατία,
στην πρωτεύουσα της Σρι
Λάνκα, Colombo, τον
Νοέμβριο του 2018..
DINUKA LIYANAWATTE /
REUTERS
--------------------------------------------------------------
Μέχρι πρόσφατα, η Σρι
Λάνκα, μια από τις
παλαιότερες δημοκρατίες
της Ασίας, φαινόταν
ασφαλής από αυτό το
είδος αστάθειας. Ο
αιματηρός εμφύλιος
πόλεμος της χώρας έληξε
[4] το 2009 και οι
εκλογές της το 2015 [5]
φάνηκαν να σηματοδοτούν
μια νέα φάση
φιλελευθεροποίησης. Αλλά
τα κέρδη της δημοκρατίας
ήταν λιγότερο ασφαλή από
όσο φαινόταν.
Η Σρι Λάνκα δεν είναι
μοναδική στη Νότια Ασία
από αυτή την άποψη. Από
μερικές πλευρές, η
περιοχή είναι πιο
σταθερή και δημοκρατική
από όσο σε δεκαετίες [που
πέρασαν]. Η βία και η
αναταραχή έχουν
υποχωρήσει. Οι
στρατιωτικοί έφυγαν από
τους δρόμους και
επέστρεψαν στους
στρατώνες τους. Οι
μεγάλες εξεγέρσεις έχουν
περιοριστεί. Ως περιοχή,
η Νότια Ασία βιώνει
οικονομική ανάπτυξη με
μέσο ρυθμό σχεδόν 7%
ετησίως. Σήμερα το
Μπαγκλαντές, η Μυανμάρ
και το Πακιστάν -χώρες
που κυβερνιούνταν από
σκληρές στρατιωτικές
δικτατορίες στο πρόσφατο
παρελθόν- είναι όλες,
τουλάχιστον τυπικά,
δημοκρατίες.
Αλλά αυτή η φαινομενική
ηρεμία καλύπτει τις
κύριες πηγές της
ανησυχίας. Οι εθνοτικές
και θρησκευτικές
εντάσεις κορυφώνονται.
Οι πολιτικοί προσπαθούν
να κερδίσουν ψήφους
επιτιθέμενοι σε
ανεξάρτητους θεσμούς.
Και οι στρατιωτικοί
εξακολουθούν να
κρύβονται στο παρασκήνιο.
Η εμπειρία της Νότιας
Ασίας δείχνει ότι η
δημοκρατία δεν προχωρά
απρόσκοπτα ούτε υποχωρεί
ομοιόμορφα. Η ενδυνάμωση
σε ορισμένους τομείς
μπορεί να συνοδεύεται
από καταστολή σε άλλους.
Οι μεταρρυθμίσεις
μπορούν να προκαλέσουν
νέες συγκρούσεις. Ο
ανοιχτός πολιτικός
ανταγωνισμός δίνει στους
ανθρώπους μια φωνή, αλλά
αυτή η φωνή μπορεί να
είναι βαθιά
αντιφιλελεύθερη. Οι
τακτικές εκλογές δεν
αποκλείουν πολιτικές
κρίσεις. Η πορεία της
Νότιας Ασίας δείχνει
πόσο σημαντικό είναι να
αξιοποιούνται οι
ευκαιρίες για την
ενίσχυση της
φιλελεύθερης δημοκρατίας
όταν παρουσιάζονται, και
να αντιμετωπίζονται οι
πιθανοί κίνδυνοι προτού
μετασταθούν.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η κρίση της Σρι Λάνκα
έχει τις ρίζες της στην
προεδρία του Rajapaksa,
η οποία έγινε ιδιαίτερα
αυταρχική στην δεύτερη
θητεία της. Το 2009, ο
Ρατζάπακσα τερμάτισε τον
25ετή εμφύλιο πόλεμο της
Σρι Λάνκα, προκαλώντας
μια αιματηρή ήττα στους
αποσχιστές «Τίγρεις της
Απελευθέρωσης του Ταμίλ
Εελάμ (επίσης γνωστούς
ως Τίγρεις Ταμίλ).
Επανεξελέγη σαρωτικά το
2010 και, μαζί με την
οικογένειά του και το
Κόμμα Ελευθερίας της Σρι
Λάνκα (Sri Lanka Freedom
Party, SLFP), προχώρησε
στην συγκέντρωση της
εξουσίας, στην διεύρυνση
της εξουσίας της
Προεδρίας, και στην
προσέγγιση της Κίνας. Οι
αναφορές των μέσων
ενημέρωσης συνέδεαν
αξιόπιστα τον Rajapaksa
και τους συμμάχους του
με διαφθορά και με
παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Sirisena ήταν μέλος
του SLFP, αλλά στις
προεδρικές εκλογές του
2015 απείχε απροσδόκητα
από αυτό για να
αμφισβητήσει τον
Rajapaksa. Με την
υποστήριξη του Ηνωμένου
Εθνικού Κόμματος (United
National Party, UNP) και
άλλων κομμάτων της
αντιπολίτευσης, ο
Σιρισένα κέρδισε μια
νίκη-σοκ. Μετά τις
βουλευτικές εκλογές
αργότερα εκείνο το έτος,
ο ηγέτης του UNP,
Wickremesinghe,
αναδείχθηκε πρωθυπουργός.
Αυτό έβαλε τον Sirisena
και τον Wickremesinghe
να ακολουθήσουν αυτό που
ισχυρίζονταν ότι θα ήταν
ένα φιλόδοξο πρόγραμμα
μεταρρυθμίσεων που
αποσκοπούσε στον
περιορισμό της
εκτελεστικής εξουσίας
και στην αντιμετώπιση
των επιπτώσεων του
εμφυλίου πολέμου.
Η κυβέρνηση εκπλήρωσε
ορισμένες από αυτές τις
προτεραιότητες,
περιορίζοντας κυρίως τις
εξουσίες της Προεδρίας
που είχε επεκτείνει ο
Ραζάπακσα. Αλλά ο
Σιρισένα και ο
Wickremesinghe δεν
απέδειξαν ότι ήταν μια
συνεκτική ομάδα, η
μεταρρύθμιση σταμάτησε,
και όταν διεξήχθησαν
τοπικές εκλογές νωρίτερα
το 2018, το κόμμα του
Ρατζάπακσα, που ξεκίνησε
εκ νέου ως «Sri Lanka
Podujana Peramuna»,
κυριάρχησε στα
αποτελέσματα. Με την
αναζωογόνηση του
Rajapaksa, η σχέση
μεταξύ Sirisena και
Wickremesinghe
επιδεινώθηκε. Στις 26
Οκτωβρίου, ο Sirisena
έδιωξε τον
Wickremesinghe και
διόρισε τον Rajapaksa ως
νέο πρωθυπουργό.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες,
το Ανώτατο Δικαστήριο
ανέστειλε την διάλυση
του κοινοβουλίου από τον
Σιρισένα. Απτόητος, ο
Σιρισένα και ο
Ρατζάπακσα προσπάθησαν
να συμπήξουν μια
κοινοβουλευτική
πλειοψηφία για να
επικυρώσουν τον
Ρατζάπακσα ως
πρωθυπουργό. Ωστόσο,
παρά τις συντονισμένες
προσπάθειες να
δωροδοκήσουν και να
προσελκύσουν μέλη του
κοινοβουλίου να
αποστατήσουν, η
πλειοψηφία παρέμεινε
κοντά στον
Wickremesinghe, ο οποίος
αρνήθηκε να εγκαταλείψει
την κατοικία του
πρωθυπουργού. Πολίτες
κατέκλυσαν τους δρόμους
για να υποστηρίξουν τον
Wickremesinghe ενάντια
στην αρπαγή της εξουσίας.
Η στάση κράτησε
περισσότερο από έξι
εβδομάδες. Ο Ρατζάπακσα
δεν ήταν σε θέση να
σχηματίσει πλειοψηφία
στο κοινοβούλιο, οπότε ο
Σιρισένα προκήρυξε
εκλογές για το 2019 σε
μια προσπάθεια να
δημιουργήσουν μια νέα
εκλογική πλειοψηφία.
Τέλος, στις 13
Δεκεμβρίου, το Ανώτατο
Δικαστήριο αποφάνθηκε
αποφασιστικά εναντίον
του Σιρισένα, ο οποίος
στην συνέχεια αναγνώρισε
απρόθυμα τον
Wickremesinghe ως
πρωθυπουργό. Παρόλο που
η άμεση κρίση έχει
τελειώσει, αποκάλυψε
βαθιές ευαλωτότητες στην
δημοκρατία της Σρι Λάνκα,
οι οποίες είναι απίθανο
να εξαφανιστούν.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ
ΕΘΝΟΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Στο βάθος της πολιτικής
κρίσης της Σρι Λάνκα
είναι η εθνική αναταραχή
που μαστίζει την χώρα
από την δεκαετία του
1950. Ο Rajapaksa
αντιπροσωπεύει ένα
ισχυρό σκέλος του
βουδιστικού Σιναλέζε
εθνοτικού εθνικισμού
(Sinhalese Buddhist) που
έχει διαδραματίσει
κεντρικό ρόλο στην
προώθηση της εθνικής
βίας. Αυτός και οι
υποστηρικτές του έπαιξαν
αυτό το χαρτί όταν
επιτέθηκαν στους
επικριτές τους στην πιο
πρόσφατη κρίση.
Υποστήριξαν ότι ο
Wickremesinghe
αντιπροσώπευε ξένες (κυρίως
Δυτικές) επιρροές και
ξένες πολιτιστικές αξίες.
Αυτό το είδος
προβλήματος εκτείνεται
και πέρα από την Σρι
Λάνκα: Οι εθνοτικές και
θρησκευτικές εντάσεις
απειλούν και άλλες
δημοκρατίες της Νότιας
Ασίας.
Αν και οι εκλογές είναι
πλέον ρουτίνα σε
ολόκληρη την υποήπειρο,
και συχνά είναι γενικά
ελεύθερες και δίκαιες, ο
εθνοτικός και
θρησκευτικός
πλειοψηφισμός [στμ:
majoritarianism, η ιδέα
ότι η πλειοψηφία
δικαιούται να έχει
περισσότερα δικαιώματα
από τις μειοψηφίες]
παραμένει. Οι
πλειοψηφισμικές
πολιτικές καθοδηγούνται
συχνά από ένα σύμπλεγμα
μειοψηφίας-πλειοψηφίας:
Παρότι εκπροσωπούν
μεγάλες πλειοψηφίες στις
χώρες τους, οι πολιτικοί
και ακτιβιστές
υποστηρίζουν ότι οι
μοχθηρές διακρατικές
επιρροές, οι
μακροπρόθεσμες
δημογραφικές αλλαγές και
η διαφθορά και η μη
καθαρότητα των
κοσμοπολιτικών ελίτ
υπονομεύουν την εξουσία
των ομάδων τους. Όπως
και οι λαϊκιστές στην
Δύση, ισχυρίζονται ότι
μόνο αυτοί μπορούν να
προστατεύσουν τις
πλειοψηφούσες ομάδες από
αυτές τις απειλές -ακόμη
και όταν αυτές οι ομάδες
αντικειμενικά ήδη
κυριαρχούν.
Αυτή η στρατηγική έχει
αποδειχθεί εκλογικά
νικητήρια. Το
ινδουιστικό εθνικιστικό
κόμμα Bharatiya Janata
του Ινδού πρωθυπουργού
Narendra Modi, έχει
κατασκευάσει μια
πολιτική μηχανή που
ακολούθησε την
αποφασιστική νίκη του το
2014, αυξάνοντας
δραματικά τον αριθμό των
κρατιδίων που βρίσκονται
υπό τον έλεγχό του.
Παρόλο που πήγε άσχημα
στις πιο πρόσφατες
εθνικές εκλογές, τον
Δεκέμβριο, το BJP
παραμένει το φαβορί για
τις εθνικές εκλογές του
2019. Ο ινδουιστικός
πλειοψηφισμός έχει γίνει
ένα εξαιρετικά ισχυρό
πολιτικό σχέδιο στην
Ινδία. Αν και υπάρχουν
ακόμα πολλοί Ινδοί που
δεν προσυπογράφουν σε
αυτόν, η προσπάθεια να
δοθεί ένα ευνοϊκότερο
καθεστώς στους
Ινδουιστές έχει
προχωρήσει δραματικά τα
τελευταία χρόνια. Όπως
επισήμανε ο πολιτικός
επιστήμονας Kanchan
Chandra [6], «Η ιδέα της
Ινδίας
επαναπροσδιορίζεται ως
μια ινδουιστική πολιτεία».
Ακόμη και πριν από την
πρόσφατη κρίση, ο μακρύς
πόλεμος της Σρι Λάνκα με
τους Τίγρεις Ταμίλ είχε
τις ρίζες του στην άνοδο
του βουδιστικού Σιναλέζε
εθνικισμού, μια πολιτική
τάση που ακόμα έχει
βαθιά επιρροή στο νησί.
Τα δύο κυρίαρχα κόμματα
Σιναλέζε της χώρας
προσπάθησαν να
υπερθεματίσουν το ένα
έναντι του άλλου με το
να επικαλεστούν τον
βουδιστικό εθνικισμό,
περιορίζοντας την
ικανότητα του πολιτικού
συστήματος της Σρι Λάνκα
να φιλοξενήσει τις
μειονότητες των Ταμίλ
και των Μουσουλμάνων της
χώρας. Οι εκλογές της
Σρι Λάνκα το 2015
πρόσφεραν την ευκαιρία
να αντιμετωπιστούν
τέτοιες εθνοτικές
εντάσεις, αλλά οι
εθνικιστές Σιναλέζε
(Sinhalese) αντιτίθενται
σθεναρά σε αυτές τις
προσπάθειες,
συμβάλλοντας στην
σταδιακή κατάρρευση της
μεταρρυθμιστικής
ατζέντας.
Ίσως η πιο δραματική
περίπτωση της Νότιας
Ασίας στην οποία ο
εθνοτικός εθνικισμός
έχει οπισθοδρομήσει την
πραγματική
φιλελευθεροποίηση, είναι
στη Μιανμάρ. Η ντε φάκτο
πρόεδρος, Aung San Suu
Kyi, έχει αποδειχθεί ότι
αποτελεί μια πικρή
απογοήτευση για πολλούς
διεθνείς παρατηρητές
εξαιτίας της αποτυχίας
της να καταδικάσει την
βίαιη καταστολή των
στρατιωτικών επί του
μουσουλμανικού λαού των
Rohingya. Αλλά η στάση
της Aung San Suu Kyi
αντικατοπτρίζει το
δημόσιο αίσθημα. Πολλοί
στη Μιανμάρ, ακόμη και
εκείνοι που προηγουμένως
αντιτάχθηκαν στον στρατό,
υποστηρίζουν τις σκληρές
πολιτικές κατά των
Rohingya. Οι γενικές
εκλογές της Μιανμάρ για
το 2020 πιθανότατα θα
δουν τόσο τον Εθνικό
Σύνδεσμο για την
Δημοκρατία της Aung San
Suu Kyi όσο και την
κύρια αντιπολίτευσή της,
το στρατιωτικό Κόμμα
Ένωσης, Αλληλεγγύης και
Ανάπτυξης, να
απευθύνονται στην καρδιά
του εθνοτικού εθνικισμού
των Bamar. Η άνοδος της
εκλογικής δημοκρατίας
στη Μιανμάρ επέτρεψε
στους υποστηρικτές του
πλειοψηφισμού, από τους
πολιτικούς μέχρι τους
μοναχούς και μέχρι τους
χρήστες των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης, να
απεικονίσουν τους
Rohingya ως
ανατρεπτικούς ξένους που
πρέπει να εξαλειφθούν.
Ακόμη και όταν τα εθνικά
και θρησκευτικά
πλειοψηφικά κινήματα
χάνουν τις εκλογές,
συνεχίζουν να ασκούν την
εξουσία του δρόμου. Τα
θρησκευτικά κόμματα του
Πακιστάν έχουν σε μεγάλο
βαθμό αποδειχθεί
εκλογικές αποτυχίες.
Ωστόσο, οι θρησκευτικές
οργανώσεις μπορούν να
εκμεταλλευτούν τις
υποψίες και τη
μισαλλοδοξία εναντίον
μειονοτικών ομάδων για
να κινητοποιήσουν τους
υποστηρικτές τους. Ο
Πακιστανός πρωθυπουργός
Imran Khan το ανακάλυψε
αυτό με τον σκληρό τρόπο.
Υιοθέτησε μια σθεναρή
στάση προς υπεράσπιση
της απόφασης του
Ανωτάτου Δικαστηρίου για
την απαλλαγή μιας
Χριστιανής γυναίκας από
κατηγορίες για βλασφημία
και στην συνέχεια
γρήγορα υποχώρησε,
τουλάχιστον συμβολικά,
μετά από ημέρες
διαμαρτυριών από ένα
θρησκευτικό κίνημα που
ονομάζεται
Tehreek-e-Labbaik
Pakistan (TLP). Η
κυβέρνηση του Khan
αντιστάθηκε στην TLP τις
τελευταίες εβδομάδες,
αλλά οι κίνδυνοι και οι
πειρασμοί για την
κινητοποίηση του υπέρ
του αποκλεισμού
σουνιτικού θρησκευτικού
πλειοψηφισμού που
στοχεύει τους Σιίτες,
τους Χριστιανούς, τους
Ινδουιστές και ιδιαίτερα
τον Ahmadis (μια
μουσουλμανική ομάδα που
θεωρούνται από πολλούς
στο Πακιστάν ως
αιρετικοί και άρα
υποκείμενους σε
διακρίσεις) παραμένουν.
ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η εκλογική δημοκρατία
στη Νότια Ασία
συνυπάρχει δύσκολα με
ανεξάρτητα πολιτικά
θεσμικά όργανα, ιδίως με
τα συστήματα δικαιοσύνης.
Ένας έντονος πολιτικός
ανταγωνισμός μπορεί να
αναγκάσει τους
πολιτικούς να δώσουν
προσοχή στους ψηφοφόρους
τους, ιδανικά κάνοντάς
τους να ανταποκρίνονται
περισσότερο. Αλλά αυτός
ο ανταγωνισμός τούς ωθεί
επίσης να
πολιτικοποιήσουν τα
δικαστήρια, τις
γραφειοκρατίες και την
επιβολή του νόμου. Οι
κορυφαίοι πολιτικοί της
Σρι Λάνκα έδειξαν μια
αξιοσημείωτα κατάφωρη
παράβλεψη του
συντάγματος κατά την
διάρκεια της κρίσης,
προσφέροντας μια
μεταβαλλόμενη σειρά από
αμφίβολες δικαιολογίες
για τις πράξεις τους. Η
δικαιοσύνη της Σρι Λάνκα
έχει αποδειχθεί
εκπληκτικά ισχυρή, αλλά
υποβλήθηκε σε μια
δοκιμασία ακραίων
καταστάσεων (stress
test) που δεν θα έπρεπε
ποτέ να έχει συμβεί.
Στο Μπαγκλαντές, το
κόμμα Σύνδεσμος Awami (Awami
League) του πρωθυπουργού
Sheikh Hasina απέρριψε
τις διαδικαστικές
λεπτότητες στην
προσπάθειά του να
διαλύσει τους αντιπάλους
του πριν από τις
πρόσφατες γενικές
εκλογές. Το Awami League
κέρδισε με συντριπτική
πλειοψηφία, αλλά η
προεκλογική εκστρατεία
και η ίδια η εκλογική
ημέρα έπεσαν θύματα
θανατηφόρων βιαιοπραγιών
και ισχυρισμών για
σοβαρές εκλογικές
παρατυπίες. Η κυβέρνηση
έχει εγκρίνει νόμους που
περιορίζουν την
ελευθερία του λόγου,
συνέλαβε δημοσιογράφους
και αντιφρονούντες και
χρησιμοποίησε την
αστυνομία για να
στοχεύσει πολιτικούς
αντιπάλους. Κατά
ειρωνικό τρόπο, η Awami
League επισημαίνει την
απειλή του θρησκευτικού
πλειοψηφισμού και της
μισαλλοδοξίας ως την
αιτία για την οποία
κατέστρεψε τους
πολιτικούς θεσμούς που
αποσκοπούν στην
προστασία των
δικαιωμάτων και στην
παροχή τάξης: Οι
ενέργειές του είναι
απαραίτητες, υποστηρίζει
το κόμμα, προκειμένου να
κρατηθούν σε απόσταση
πλειοψηφιστικά κόμματα
της ισλαμιστικής
αντιπολίτευσης όπως το
Εθνικό Κόμμα του
Μπαγκλαντές και το
Jamaat-e-Islami.
Και στην Ινδία, επίσης,
η κυβέρνηση έχει
συγκρουστεί με, και
φέρεται να παρεμβαίνει
σε, σημαντικά εθνικά
θεσμικά όργανα,
επιδιώκοντας να τα
διαμορφώσει προς όφελος
του κόμματος του Modi.
Το Κεντρικό Γραφείο
Ερευνών και η
Αποθεματική Τράπεζα της
Ινδίας γνώρισαν
δραματικές, ιδιαίτερα
δημόσιες διαμάχες και
εσωτερικές έριδες. Αυτή
η χειραγώγηση προηγείται
του BJP και έχει μακρά
ιστορία στην Ινδία. Αλλά
ακόμη και οι ελίτ
κρατικοί θεσμοί
αντιμετωπίζουν αυτό που
ο πολιτικός αναλυτής
Milan Vaishnav αποκάλεσε
ως μια «κρίση
αξιοπιστίας», καθώς το
BJP επιδιώκει να
κρατήσει τα κυβερνητικά
ανώτατα επίπεδα της
κρατικής εξουσίας.
Ωστόσο, πολλές χώρες της
Νότιας Ασίας υποφέρουν
από το αντίθετο πρόβλημα:
Αντί οι εκλεγμένοι
πολιτικοί να
παρεμβαίνουν σε
ανεξάρτητους θεσμούς, οι
αυτόνομοι στρατοί
μπορούν να παρεμβαίνουν
στην πολιτική. Οι
στρατιωτικοί συμμετέχουν
σε πολιτικές υποθέσεις
κυρίως στο Πακιστάν και
τη Μιανμάρ, χώρες οι
οποίες έχουν βιώσει
μακρά στρατιωτικά
καθεστώτα. Αμφότεροι οι
στρατοί έχουν επισήμως
αποσυρθεί από τον άμεσο
έλεγχο των εθνικών
πολιτικών αλλά
συνεχίζουν να ασκούν
εξουσία.
Ο στρατός της Μιανμάρ, ο
Tatmadaw, ελέγχει τα
βασικά υπουργεία
ασφαλείας και του
αποδίδεται το 25% των
εδρών στο κοινοβούλιο. Η
βίαιη εκστρατεία του
εναντίον των Rohingya
έχει αποκτήσει νέα
υποστήριξη από πολλούς
στην εθνοτική πλειοψηφία
των Bamar, που τον
βλέπουν ως ότι διεξάγει
έναν πόλεμο για να
προστατεύσει την χώρα
από τους εισβολείς
Μπενγκάλι (Bengali) και
την ανάμειξη ξένων. Ο
στρατός έχει περιορίσει
τις ελευθερίες του Τύπου
και συνεχίζει να κάνει
ζοφερές αντιανταρτικές
εκστρατείες στην
περιφέρεια της Μιανμάρ,
ειδικά στα
βορειοανατολικά. Αφού
τροφοδότησε τον
εθνικισμό των Μπαμάρ, ο
στρατός προχώρησε να τον
εκμεταλλευτεί, με το να
επανεφεύρει τον εαυτό
του ως προστάτη του
έθνους, αντί μιας
τυραννικής πρώην
δικτατορίας.
Στο Πακιστάν, ο στρατός
δεν χρειάζεται καν
τυπικά συνταγματικά
προνόμια για να ασκήσει
την επιρροή του. Κατά
την διάρκεια των εκλογών
του 2018, ο στρατός
θεωρήθηκε ευρέως ότι
έριξε το βάρος του στον
Imran Khan. Μετά τη νίκη
του, ο στρατός
μεσολάβησε στις
διαπραγματεύσεις του Χαν
με το TLP στον απόηχο
της ετυμηγορίας περί την
βλασφημία. Ο στρατός
εξακολουθεί να ελέγχει
ένα ευρύ φάσμα
επιχειρήσεων που του
προσδίδουν εξωτερική
επιρροή και χρησιμεύουν
ως πηγή εσωτερικής
συνοχής παρέχοντας
άνετες θέσεις [εργασίας]
στις αποστρατευμένες
στρατιωτικές ελίτ. Το
πιο σημαντικό, θεωρείται
ότι ασκεί βέτο σε
σημαντικές αποφάσεις
εξωτερικής πολιτικής,
ειδικά εκείνες που
αφορούν το Αφγανιστάν
και την Ινδία, κάτι που
θα έπρεπε να είναι το
προνόμιο των εκλεγμένων
πολιτικών ηγετών.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Αυτά τα προβλήματα -ο
εθνοτικός και
θρησκευτικός
πλειοψηφισμός, οι
επιθέσεις εναντίον
ανεξάρτητων θεσμών και η
συνεχιζόμενη στρατιωτική
επιρροή- δεν
αντισταθμίζουν τα πολλά
πλεονεκτήματα της
φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ωστόσο, η εμπειρία της
Νότιας Ασίας δείχνει ότι
η πρόοδος και η
οπισθοδρόμηση είναι
δύσκολο να διακριθούν.
Η σύγκρουση μεταξύ
Sirisena και
Wickremesinghe στην Σρι
Λάνκα δεν θα μπορούσε
ποτέ να έχει συμβεί αν
οι δύο άνδρες δεν είχαν
περάσει σημαντικές,
ιδιαιτέρως απαιτούμενες
μεταρρυθμίσεις στις
εξουσίες της Προεδρίας
μετά τις εκλογές του
2015. Αυτές οι
μεταρρυθμίσεις
αποδείχθηκαν
καταστροφικές
βραχυπρόθεσμα, αλλά
μακροπρόθεσμα είναι
πιθανό να ενισχύσουν την
δημοκρατία στη Σρι Λάνκα.
Το άνοιγμα της Μιανμάρ
έχει εξαπολύσει έναν
επικίνδυνο πλειοψηφισμό
(majoritarianism), αλλά
συνέβαλε και σε έναν
ελεύθερο Τύπο, στον πιο
ανοικτό πολιτικό
ανταγωνισμό και σε νέες
δυνατότητες για την
κοινωνία των πολιτών. Η
Μιανμάρ μπορεί ακόμα να
κινηθεί -αν και μόνο
σταδιακά- προς την
πληρέστερη δημοκρατία.
Οι εκλογές της Ινδίας
παραμένουν εξαιρετικά
ανταγωνιστικές και το
BJP δεν μπορεί να
επαναπαυθεί απέναντι σε
μια αναζωογονημένη
αντιπολίτευση. Ακόμη και
στο Πακιστάν, κάτω από
την σκιά της
στρατιωτικής επιρροής
και του θρησκευτικού
ριζοσπαστισμού, ο
δημοκρατικός
ανταγωνισμός εξακολουθεί
να δίνει την δυνατότητα
μιας κυβέρνησης που
ανταποκρίνεται
περισσότερο στους
πολίτες της.
Η δημοκρατία είναι
αναμφισβήτητα σε
υποχώρηση από ορισμένες
χώρες, όπως η Ουγγαρία.
Αυτή δεν είναι η
κατάσταση στη Νότια Ασία.
Εκεί ο αντιφατικός
χαρακτήρας της προόδου
της δημοκρατίας δείχνει,
πρωτίστως, την σημασία
της επαγρύπνησης.
Εκείνοι που
υπερασπίζονται την
φιλελεύθερη δημοκρατία
πρέπει να το κάνουν
συνεχώς, αντιδρώντας σε
ιδεολογικά σχέδια
άρνησης δικαιωμάτων, σε
πολιτικούς που
υπονομεύουν τους θεσμούς
και σε θεσμούς που
επιδιώκουν να αποφύγουν
την λογοδοσία.
Η θέληση για υπεράσπιση
της δημοκρατίας
αποδείχθηκε απαραίτητη
για την επίλυση της
συνταγματικής κρίσης
στην Σρι Λάνκα. Το
τολμηρό παιχνίδι
εξουσίας του Sirisena θα
μπορούσε πολύ εύκολα να
επιτύχει. Δύο από τους
βασικούς κινδύνους για
την δημοκρατία στη Νότια
Ασία ήταν παρόντες: Ο
εθνοτικός εθνικισμός και
η περιφρόνηση των
πολιτικών θεσμών. Ο
στόχος του Σιρισένα ήταν
να καθιερώσει γρήγορα
δεδομένα επί του εδάφους
που δεν θα μπορούσαν να
ανατραπούν. Αλλά η
συντονισμένη
κινητοποίηση των ατόμων,
της κοινωνίας των
πολιτών και των
πολιτικών έχει (μέχρι
στιγμής) διατηρήσει την
συνταγματική τάξη. Αυτή
η μετά από σκληρή μάχη
επιτυχία αποτελεί τόσο
μια πηγή έμπνευσης όσο
και μια προειδοποίηση
προς τους υπερασπιστές
της δημοκρατίας αλλού.
Ο PAUL STANILAND είναι
αναπληρωτής καθηγητής
Πολιτικών Επιστημών στο
Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72109/paul-staniland/to-mellon-tis-dimokratias-sti-notia-asia
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72109/paul-staniland/to-mellon-tis-dimokratias-sti-notia-asia?page=show
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|