|
|
|
Για να εισπράττει ένας
μισθωτός 1.500 ευρώ τον
μήνα καθαρά σε 12μηνη
βάση ή 18.000 ευρώ σε
ετήσια βάση, πρέπει ο
εργοδότης του να
πληρώνει 2.610 ευρώ τον
μήνα ή περισσότερα από
31.300 ευρώ σε ετήσια
βάση.
|
|
|
|
|
|
Για να βγάζει το ίδιο
καθαρό ποσό ένας
ελεύθερος επαγγελματίας
–δηλαδή περίπου 18.000
ευρώ τον χρόνο– πρέπει
να τιμολογεί και να
εισπράττει τουλάχιστον
50.000 ευρώ σε ετήσια
βάση, προκειμένου να
καλύψει τις
επαγγελματικές δαπάνες,
τους φόρους και τις
ασφαλιστικές εισφορές.
Οσο για τον νέο
συνταξιούχο, καθαρό
εισόδημα 1.500 ευρώ τον
μήνα ή 18.000 ευρώ τον
χρόνο θα μπορέσει να
αποκτήσει μόνο αν
εργαστεί αδιάκοπα για
τέσσερις δεκαετίες
εξασφαλίζοντας μέσες
αποδοχές άνω των 2.400
ευρώ τον μήνα για το
σύνολο του εργασιακού
του βίου.
Σύμφωνα με την
Καθημερινή, το πλαίσιο
που έχει διαμορφωθεί
ειδικά την τελευταία
τριετία με τις αυξήσεις
των φόρων και των
ασφαλιστικών εισφορών,
όπως επίσης και με την
επιβολή του νέου τρόπου
υπολογισμού των
συντάξεων, ουσιαστικά
περιορίζει δραματικά τις
πιθανότητες να μπορέσει
να διατηρήσει κάποιος
μηνιαίες αποδοχές σε ένα
ανεκτό επίπεδο. Ηδη, τα
επίσημα στοιχεία
δείχνουν διαρκή
συρρίκνωση της λεγόμενης
μεσαίας τάξης.
Από το σύνολο των
περίπου 8,8 εκατομμυρίων
φυσικών προσώπων που
υπέβαλαν φορολογική
δήλωση πέρυσι (ατομική ή
κοινή), ετήσιο καθαρό
εισόδημα άνω των 18.000
ευρώ (ή 1.500 ευρώ τον
μήνα) εμφάνισαν μόλις
450.000. Το 2010, ο
αριθμός τους ξεπερνούσε
τις 840.000, δηλαδή ήταν
σχεδόν ο διπλάσιος.
Η τάση «εξαφάνισης» της
μεσαίας τάξης αναμένεται
να συνεχιστεί τόσο για
φορολογικούς όσο και για
ουσιαστικούς λόγους.
Ενας εργοδότης θα βρεθεί
αντιμέτωπος με το ίδιο
κόστος αν προσλάβει 5 ή
6 ημιαπασχολούμενους που
θα του προσφέρουν
αθροιστικά 20-24
εργατοώρες σε σχέση με
το να απασχολεί έναν
καλά αμειβόμενο των
1.500 ευρώ καθαρά
μηνιαίως, ο οποίος θα
εργάζεται 8 ώρες.
Ειδικά σε κλάδους όπου
δεν απαιτείται προσωπικό
υψηλής εξειδίκευσης (λιανεμπόριο,
τουρισμός) η τάση
αντικατάστασης καλά
αμειβόμενων θέσεων έχει
ήδη φανεί. Στις τάξεις
των αυτοαπασχολουμένων,
η υπερφορολόγηση
αναμένεται ότι θα
μειώσει ήδη από φέτος
τον αριθμό όσων θα
δηλώνουν φορολογητέο
εισόδημα άνω των 30.000
ευρώ τον χρόνο. Οσο για
τους συνταξιούχους, ήδη
οι πρώτες εκδόσεις
συντάξεων με βάση τον
νέο τρόπο υπολογισμού
αποδεικνύουν ότι οι
πιθανότητες να
εξασφαλίσει κάποιος
ατομικό μηνιαίο εισόδημα
1.500 ευρώ από σύνταξη
είναι πλέον μηδαμινές,
ενώ θα γίνονται ακόμη
λιγότερες με την πάροδο
του χρόνου.
Ιδιωτικός υπάλληλος με
μηνιαίο καθαρό εισόδημα
1.500 ευρώ στοιχίζει
στον εργοδότη 2.600€
Ο ιδιωτικός υπάλληλος
που θα θελήσει να
εξασφαλίσει ένα μέσο
μηνιαίο εισόδημα της
τάξεως των 1.500 ευρώ
τον μήνα –ή 14 μισθούς
των 1.285 ευρώ αν
εργάζεται στον ιδιωτικό
τομέα– θα πρέπει να βρει
εργοδότη πρόθυμο να
πληρώνει 2.610 ευρώ τον
μήνα εκ των οποίων τα
1.500 ευρώ θα καταλήγουν
στην τσέπη του υπαλλήλου
και τα 1.110 ευρώ σε
φόρους και ασφαλιστικές
εισφορές.
Για έναν εργοδότη, ένας
υπάλληλος των 18.000
ευρώ ετησίως κοστίζει
31.324 ευρώ τον χρόνο,
ένα πόσο το οποίο έχει
αυξηθεί πάνω από 1.000
ευρώ κατά τη μνημονιακή
περίοδο και με ευθύνη
κυρίως της σημερινής
κυβέρνησης, η οποία
διόγκωσε και φόρο
εισοδήματος και
ασφαλιστικές εισφορές.
Πριν μπει η Ελλάδα στην
περιπέτεια των μνημονίων,
για να εισπράξει ένας
εργαζόμενος ετήσιο
καθαρό εισόδημα 18.000
ευρώ τον χρόνο, αρκούσε
να έχει μεικτές αποδοχές
23.762 ευρώ, με τον
εργοδότη να πληρώνει
τελικώς 30.287 ευρώ.
Σήμερα, για το ίδιο
καθαρό ποσό χρειάζονται
25.047 ευρώ μεικτών
αποδοχών, ενώ ο
εργοδότης πρέπει να
πληρώνει 31.324 ευρώ
μαζί με τις εργοδοτικές
εισφορές. Οπως προκύπτει
και από τους σχετικούς
υπολογισμούς που έκανε η
«Κ» για όλη τη
μνημονιακή περίοδο, το «κόστος»
κορυφώθηκε το 2012
φτάνοντας σε 32.189 ευρώ,
ενώ το 2014 έγινε μια
προσπάθεια μείωσης
κυρίως μέσα από τη
μείωση των εργοδοτικών
ασφαλιστικών εισφορών, η
οποία και επανέφερε την
κατάσταση περίπου στα
προ μνημονίου επίπεδα
(30.555 ευρώ το κόστος
ενός καθαρού μισθού
1.500 ευρώ το 2015
έναντι 30.287 ευρώ που
ήταν το 2009). Η
σημερινή κυβέρνηση έχει
ήδη ανεβάσει τον «λογαριασμό»
για τον εργοδότη σε
31.324 ευρώ, καθώς
προχώρησε και σε αύξηση
ασφαλιστικών εισφορών
(0,5% για εργοδότη και
0,5% για εργαζόμενο) και
σε αύξηση της
παρακράτησης φόρου λόγω
της μείωσης του
αφορολογήτου. Μάλιστα,
εκτιμάται ότι με τη
μείωση του αφορολογήτου,
το συνολικό κόστος θα
ανέβει κατά επιπλέον 650
ευρώ, πλησιάζοντας στα «ιστορικά
υψηλά» του 2012 εκτός
και αν ενεργοποιηθεί
ταυτόχρονα και το πακέτο
με τα φορολογικά «αντίμετρα».
Οταν ο εργοδότης έχει τη
δυνατότητα με 31.324
ευρώ να εξασφαλίσει την
εργασία… έξι
ημιαπασχολουμένων, οι
οποίοι θα μπορούν να του
καλύπτουν διαδοχικά
ολόκληρο το 24ωρο, είναι
προφανές ότι ο
εργαζόμενος των 1.500
ευρώ θα αντιμετωπίσει
πολύ μεγάλες δυσκολίες
στο να πείσει ότι
δικαιούται να πληρώνεται
με αυτό το ποσό, ειδικά
αν πρόκειται να καλύψει
μια θέση που δεν απαιτεί
ιδιαίτερη εξειδίκευση.
Πράγματι, η σύγκριση
είναι αποκαλυπτική: ένας
εργαζόμενος 4ωρης
απασχόλησης κοστίζει
5.418 ευρώ τον χρόνο ή
περίπου 451 ευρώ τον
μήνα, όταν ένας
εργαζόμενος των 1.500
ευρώ καθαρά τον μήνα,
κοστίζει πάνω από 2.600
ευρώ, δηλαδή περίπου τα
εξαπλάσια. Ή πιο απλά,
με το ίδιο κόστος που
εξασφαλίζει ένας
εργοδότης 8 ώρες
εργασίας ενός ανθρώπου,
μπορεί να εξασφαλίσει 24
ώρες εργασίας από 6
ανθρώπους.
Προφανώς αυτή η «αντικατάσταση»
ενός καλύτερα
αμειβόμενου εργαζόμενου
ο οποίος εργάζεται με
πλήρες ωράριο από
ημιαπασχολούμενους οι
οποίοι θα εισπράττουν το
«βασικό», δεν μπορεί να
εφαρμοστεί σε όλους τους
κλάδους. Ωστόσο, για
θέσεις χαμηλής
εξειδίκευσης (π.χ.
λιανεμπόριο, τουρισμός
κλπ.) η συγκεκριμένη
πρακτική είναι ήδη μια
πραγματικότητα στην
αγορά.
40 έτη εργασίας και
αποδοχές 2.000€ για καλή
σύνταξη
Καθαρό εισόδημα 1.500
ευρώ τον μήνα από
συντάξεις προκύπτει με
βάση τη «συνταγή» του
νόμου Κατρούγκαλου μόνο
για όσους έχουν
συμπληρώσει περισσότερες
από τέσσερις δεκαετίες «φανερής»
εργασίας και μάλιστα με
πολύ υψηλές μέσες
αποδοχές, οι οποίες
ανέρχονται τουλάχιστον
στο επίπεδο των 2.400
ευρώ.
Ο νέος τρόπος
υπολογισμού κύριας και
επικουρικής σύνταξης, σε
συνδυασμό με τη νέα
κλίμακα υπολογισμού του
φόρου και της εισφοράς
αλληλεγγύης, καθιστά
πρακτικά «άπιαστο όνειρο»
το συγκεκριμένο επίπεδο
αποδοχών, καθώς πολλοί
λίγοι θα κατορθώνουν τα
επόμενα χρόνια να
συνδυάζουν και
περισσότερες από
11.000-12.000 ημέρες
εργασίας και υψηλές
μέσες αποδοχές. Τα
ευρήματα από το ύψος των
συντάξεων που «βγάζει» ο
νόμος Κατρούγκαλου είναι
αποκαρδιωτικά:
1. Με μέσον όρο
συντάξιμων αποδοχών της
τάξεως των 2.700 ευρώ (σ.σ.
κάτι που σημαίνει ότι ο
μέσος μισθός θα πρέπει
να διαμορφωθεί σε αυτό
το επίπεδο για όλο τον
εργασιακό βίο) και 35
χρόνια ασφάλισης, ο
συνταξιούχος εξασφαλίζει
κύρια σύνταξη 1.295 ευρώ
και επικουρική σύνταξη
435 ευρώ.
Δηλαδή το σύνολο των
συντάξιμων αποδοχών θα
είναι 1.731 ευρώ.
Στον υπολογισμό έχει
ληφθεί υπόψη και το
γεγονός ότι τόσο στην
κύρια όσο και στην
επικουρική σύνταξη
επιβάλλονται
ασφαλιστικές εισφορές
υπέρ υγείας της τάξεως
του 6%. Επί των 1.731
ευρώ, θα επιβάλλεται
βέβαια και φόρος και
εισφορά αλληλεγγύης με
το άθροισμα να
διαμορφώνεται στα 246
ευρώ. Ετσι, το καθαρό
ποσό που θα απομένει
στον συνταξιούχο δεν θα
ξεπερνά τα 1.485 ευρώ.
Και αυτό χωρίς να ληφθεί
υπόψη η επικείμενη
μείωση του αφορολογήτου.
2. Με 40 χρόνια εργασίας,
άθροισμα αποδοχών από
κύρια και επικουρική
σύνταξη μπορεί να
προκύψει και με μέσο όρο
αποδοχών της τάξεως των
2.300 ευρώ καθ’ όλη τη
διάρκεια του εργασιακού
βίου. Η κύρια σύνταξη θα
ανέλθει στα 1.369 ευρώ
μετά την αφαίρεση των
εισφορών υγείας, η
επικουρική θα
διαμορφωθεί στα 424 ευρώ
(σ.σ. η καταβολή της
οποίας δεν είναι βέβαια
εγγυημένη) και το σύνολο
των αποδοχών θα ανέλθει
στα 1.793 ευρώ. Φόρος
και εισφορά αλληλεγγύης
ανέρχονται στα 267 ευρώ
και τελικώς το καθαρό
ποσό που απομένει είναι
1.525 ευρώ.
Ο νέος τρόπος
υπολογισμού των
συντάξεων είναι
αντίστροφα προοδευτικός,
που σημαίνει ότι όσο
περισσότερα είναι τα
χρόνια εργασίας και οι
συντάξιμες αποδοχές,
τόσο μειώνεται ο
συντελεστής αναπλήρωσης,
δηλαδή το ποσό επί των
συντάξιμων αποδοχών που
θα αποτελέσει τη σύνταξη.
Ο παράγοντας αυτός, σε
συνδυασμό με την επιβολή
του φόρου εισοδήματος,
την επικείμενη μείωση
του αφορολογήτου αλλά
και τις διπλές εισφορές
αλληλεγγύης (προέρχονται
και από την ασφαλιστική
και από την φορολογική
νομοθεσία) θα έχουν ως
αποτέλεσμα οι
συνταξιούχοι με αποδοχές
άνω των 1.500 ευρώ να
είναι στο μέλλον
λιγότεροι από 2-3 στους
100.
Με έσοδα άνω των 50.000
ευρώ ετησίως θα δουν
εισόδημα 1.500 ευρώ
μηνιαίως οι
επαγγελματίες
Εσοδα άνω των 50.000
ευρώ σε ετήσια βάση
πρέπει να τιμολογεί ένας
ελεύθερος επαγγελματίας,
προκειμένου να έχει
πιθανότητες να του
απομείνει ένα καθαρό
εισόδημα της τάξεως των
18.000 ευρώ τον χρόνο ή
1.500 ευρώ τον μήνα.
Ακόμη και αν είναι
ιδιαιτέρως εγκρατής στα
επαγγελματικά του έξοδα
–ενοίκια, τηλέφωνα,
μετακινήσεις,
υλικοτεχνική υποδομή– θα
έρθουν οι ασφαλιστικές
εισφορές, ο φόρος
εισοδήματος, το τέλος
επιτηδεύματος και η
εισφορά αλληλεγγύης για
να ενισχύσουν το
συναίσθημα του κατά
γενική ομολογία «επιτυχημένου»
επαγγελματία (δεδομένου
ότι σε κανέναν κλάδο δεν
είναι πλέον εύκολο να
έχει κάποιος εξοφλημένα
τιμολόγια της τάξεως των
50.000 ευρώ σε ετήσια
βάση) ότι… δουλεύει για
τους άλλους. Και πώς να
μην είναι δικαιολογημένο
όταν από το χρήμα που θα
«τζιράρει» θα του μείνει
τελικώς στην τσέπη
περίπου το ένα τρίτο.
Ο επαγγελματίας που θα
έχει εισπράξει περίπου
50.000 ευρώ σε ετήσια
βάση θα θεωρηθεί
εξαιρετικά εγκρατής αν
κατορθώσει να περιορίσει
τα ετήσια έξοδά του στις
16.000 ευρώ.
Αντιστοιχούν σε περίπου
1.330 ευρώ τον μήνα, τα
οποία θα πρέπει να
φανούν αρκετά για να
πληρωθεί το ενοίκιο του
γραφείου, οι λογαριασμοί
ρεύματος, ύδρευσης,
τηλεφώνου κ.λπ., ένα
επαγγελματικό όχημα με
τα καύσιμα, ένας βοηθός,
αλλά και η υλικοτεχνική
υποδομή,
συμπεριλαμβανομένων και
των όποιων αποσβέσεων ή
δόσεων δανείων. Δεν
είναι άλλωστε και πολλές
οι ειδικότητες που
καταφέρνουν στην πράξη
να δουλέψουν με
περιθώριο κέρδους της
τάξεως του 70% εν μέσω
κρίσης. Ακόμη και αν ο
επαγγελματίας απομείνει
με καθαρό προ φόρων
κέρδος της τάξεως των
34.000 ευρώ, από την
1/1/2019 θα έχει να
αντιμετωπίσει στην
τελική του μορφή των
εφιάλτη των φόρων και
των εισφορών. Με το νέο
έτος, καταργείται το
μεταβατικό καθεστώς του
2018 για τις εισφορές
και η εικόνα
διαμορφώνεται ως εξής:
1. Από τις 34.000 ευρώ,
οι 6.800 ευρώ θα πρέπει
να δίδονται κάθε χρόνο
για εισφορές κύριας
σύνταξης και οι 2.363
ευρώ για εισφορές υγείας:
σύνολο εισφορών 9.163
ευρώ και αυτό είναι το
καλό σενάριο όπου δεν
υπάρχει αναγκαιότητα
κάλυψης για επικούρηση
και εφάπαξ, κάτι που
ανεβάζει τον συντελεστή
υπολογισμού των εισφορών
από το 26,95% στο 34%.
2. Επί των 24.837 ευρώ
που θα απομείνουν θα
επιβληθεί ο φόρος
εισοδήματος, ο οποίος θα
διαμορφωθεί στις 5.803
ευρώ, η εισφορά
αλληλεγγύης των 418 ευρώ
και το τέλος
επιτηδεύματος των 650
ευρώ. Ετσι, θα
απομείνουν οι 17.966
ευρώ που αντιστοιχούν σε
περίπου 1.500 ευρώ τον
μήνα καθαρά για να
καλυφθούν τα προσωπικά
και οικογενειακά έξοδα.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο
δράμα του επαγγελματία;
Ακόμη και να περικόψει
στο μισό της
επαγγελματικές του
δαπάνες –δηλαδή κατά
8.000 ευρώ τον χρόνο ή
κατά 666 ευρώ τον μήνα–
το μόνο που θα καταφέρει
είναι να αυξήσει το
καθαρό του εισόδημα κατά
313 ευρώ τον μήνα. Τα
υπόλοιπα 353 ευρώ, θα τα
πάρουν η εφορία και ο
ΕΦΚΑ.
Πηγή: Καθημερινή
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|