|
|
|
Περίληψη:
Καθώς οι απειλές για την
ασφάλεια στα εμπόλεμες
ζώνες γενικώς
αντικατοπτρίζουν τα
σοβαρά ζητήματα
διακυβέρνησης, είναι
ζωτικής σημασίας να
αποφευχθεί μια
ωραιοποιημένη άποψη περί
του μοντέλου συνεργασιών
των ΗΠΑ «με, μαζί, μέσω»
τοπικές δυνάμεις.
|
|
|
|
|
|
-----------------
Πώς μοιάζει εν δράση η
στρατηγική εθνικής
ασφάλειας του «Πρώτα η
Αμερική» [2]; Ο Λευκός
Οίκος προσέφερε έναν
υπαινιγμό τον Απρίλιο,
όταν βγήκε η είδηση [3]
ότι ο Σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας, John Bolton,
είχε ζητήσει από τα
αραβικά έθνη,
συμπεριλαμβανομένης της
Αιγύπτου και ενδεχομένως
της Σαουδικής Αραβίας,
να προμηθεύσουν επίγειες
δυνάμεις για να
αντικαταστήσουν τα
στρατεύματα των ΗΠΑ στην
Συρία [4]. (Αυτό ήρθε
λίγες μόλις εβδομάδες
αφότου ο πρόεδρος των
ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, [5]
ανακοίνωσε την επιθυμία
του να «φέρει τα
στρατεύματά μας πίσω
στην πατρίδα»). Παρόλο
που τα στοιχεία είναι
λιγοστά, η νέα
πρωτοβουλία του Μπόλτον
αντικατοπτρίζει ένα θέμα
ευρύτερων συζητήσεων που
προέρχεται από την
διοίκηση Trump: Αντί να
βάζουν την ζωή των
Αμερικανών σε κίνδυνο,
οι Ηνωμένες Πολιτείες θα
δουλέψουν «με, μαζί,
μέσω»
(«by-with-through»)
τοπικές δυνάμεις για να
επιτύχουν τους εθνικούς
στόχους ασφαλείας τους.
Οι υπέρμαχοι του
μοντέλου «με, μαζί, μέσω»
υποστηρίζουν ότι είναι
ένα καλύτερο (και
φθηνότερο) μέσο για την
διεξαγωγή των πολέμων
και την νίκη της ειρήνης
από το να στέλνονται τα
στρατεύματα των ΗΠΑ εκεί
όπου μπορούν να πάθουν
ζημιά. Τον Μάρτιο, ο
στρατηγός Joseph Votel
της Κεντρικής Διοίκησης
των ΗΠΑ, καταθέτοντας
ενώπιον του Κογκρέσου
εξήγησε [6] ότι «δουλεύοντας
‘με, μαζί και μέσω’ τους
συμμάχους και τους
εταίρους μας μάς
επιτρέπει να
πολλαπλασιάσουμε το
αποτέλεσμα σχετικά
μικρών [στρατιωτικών]
δεσμεύσεων»,
εξασφαλίζοντας ότι η
Μέση Ανατολή «δεν θα
απαιτήσει ποτέ ξανά
μαζική ανάπτυξη
αμερικανικών δυνάμεων».
Για τον Trump, αυτό
μοιάζει με την υπέρτατη
συμφωνία: Η συνεργασία
με τους τοπικούς
εταίρους θα επιτρέψει
στις Ηνωμένες Πολιτείες
να αποκτήσουν
περισσότερα από τα
αποτελέσματα ασφαλείας
που επιθυμούν για
λιγότερο αίμα και χρήμα.
Μαχητές των SDF στην
Deir ez-Zor, τον Μάιο
του 2018. RODI SAID
---------------------------------------------------------------------------
Η συνεργασία με τους
τοπικούς εταίρους δεν
είναι ένα καινούργιο
μοντέλο: Οι διοικήσεις
του Τζορτζ Μπους και του
Μπαράκ Ομπάμα βασίστηκαν
σε μεγάλο βαθμό στους
τοπικούς εταίρους για
την διεξαγωγή του «πολέμου
κατά της τρομοκρατίας»,
είτε μέσω σημαντικών
προσπαθειών για την
ανάπτυξη εθνικών στρατών
και αστυνομικών δυνάμεων
στο Ιράκ και το
Αφγανιστάν είτε μέσω πιο
περιορισμένων
συνεργασιών σε ολόκληρη
την Αφρική, την Ασία και
τη Μέση Ανατολή. Σήμερα,
ωστόσο, [η συνεργασία
αυτού του τύπου] έχει
καταλάβει μια νέα
κεντρική θέση καθώς ο
Trump επιδιώκει να
καταργήσει τις
στρατιωτικές δεσμεύσεις
των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Ο
Votel είπε [6] ότι το
μοντέλο «με, μαζί, μέσω»
υποστηρίζει τις
εκστρατείες των ΗΠΑ στο
Αφγανιστάν, την Αίγυπτο,
το Ιράκ, τον Λίβανο, την
Συρία και την Υεμένη. Ο
υπουργός Άμυνας, James
Mattis, το ανέφερε [7]
σε πρόσφατη επίσκεψη σε
στρατιωτικούς συμμάχους
των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Ο
στρατηγός Raymond
Thomas, διοικητής της
Διοίκησης Ειδικών
Επιχειρήσεων των ΗΠΑ,
κατέθεσε [8] στο
Κογκρέσο ότι το «με,
μαζί και μέσω» είναι η «πρωταρχική
προσέγγιση» για την
επίτευξη των στόχων της
διοίκησής του. Και ο
στρατηγός Thomas
Waldhauser, διοικητής
της Διοίκησης Αφρικής
των ΗΠΑ, το αναφέρει ως
κεντρικό δόγμα [9] των
αμερικανικών
επιχειρήσεων στην
αφρικανική ήπειρο.
Ωστόσο, πόσο
αποτελεσματικό είναι το
«με, μαζί, μέσω»; Το
πρώτο έτος της διοίκησης
του Τραμπ έχει ήδη δώσει
μια περίπτωση για μελέτη,
καθώς οι αμερικανικές
δυνάμεις έχουν
εντατικοποιήσει την
συνεργασία τους με τους
Άραβες και Κούρδους
μαχητές των Συριακών
Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF)
για να κατανικήσουν το
Ισλαμικό Κράτος (ISIS)
στην Συρία, μια
προσπάθεια που ξεκίνησε
ο Ομπάμα. Η συνεργασία
ΗΠΑ-SDF είναι ένα τέλειο
παράδειγμα της υπόσχεσης
-και των κινδύνων- της
εξωτερικής ανάθεσης
(outsourcing)
στρατιωτικών εκστρατειών
των ΗΠΑ. Και παρόλο που
οι SDF είναι μη κρατική
ένοπλη ομάδα και όχι
στρατός εθνικού κράτους,
η συνεργασία φωτίζει
αρκετά ζητήματα που
ισχύουν για το μοντέλο «με,
μαζί, μέσω» και
προσφέρει μαθήματα για
το πώς η Ουάσινγκτον
μπορεί να κάνει την
δουλειά της.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
Το πρώτο πράγμα που
καταδεικνύει η
συνεργασία μεταξύ των
ΗΠΑ και των SDF είναι
ότι το μοντέλο «με, μαζί,
μέσω», όταν στήνεται
καλά, διαθέτει τεράστια
υπόσχεση για την
επίτευξη στρατιωτικών
στόχων. Οι SDF έχουν
αποδείξει [10] ότι είναι
μια πολύ αποτελεσματική
[11] και οικονομικά
αποδοτική [12] δύναμη
μάχης. Με την βοήθεια
συμβουλών, εξοπλισμού
και υποστήριξης από
εδάφους και αέρος στο
πεδίο της μάχης από τις
ΗΠΑ, οι SDF χρησίμευσαν
ως το κύριο στρατιωτικό
σώμα στο μέτωπο, στην
υπό την ηγεσία των ΗΠΑ
εκστρατεία για να
ανακαταληφθούν μεγάλα
τμήματα εδαφών [13] από
το ISIS στην βόρεια και
ανατολική Συρία. Η
εκστρατεία υπήρξε
στρατιωτική επιτυχία και
τα επίπεδα του αριθμού
των Αμερικανών
στρατιωτών και θυμάτων
παρέμειναν ελάχιστα
[14].
Η εκκαθάριση και η
κατοχή εδαφών δεν είναι
μόνο στρατιωτική
προσπάθεια, και οι SDF
ήταν επίσης εξαιρετικά
γρήγορες στο να
θεσμοθετήσουν
αποτελεσματική
διακυβέρνηση και
διοίκηση. Σε σύγκριση με
τις προσπάθειες
οικοδόμησης των ΗΠΑ στο
Ιράκ και το Αφγανιστάν,
οι SDF και το πολιτικό
κόμμα τους, το
Δημοκρατικό Συμβούλιο
της Συρίας, δημιούργησαν
γραφειοκρατικές δομές
[15] σε απελευθερωμένα
εδάφη με ταχύτητα ρεκόρ.
Ο αριθμός των Αμερικανών
πολιτών στο έδαφος της
Συρίας που υποστηρίζουν
αυτήν την προσπάθεια
σταθεροποίησης
αναφέρεται ότι είναι
πολύ μικρός [16]. Αυτό
ωχριά σε σύγκριση με το
«πολιτικό κύμα» [17] στο
Αφγανιστάν, το οποίο
έφερε λίγους
περισσότερους από
χίλιους Αμερικανούς
κυβερνητικούς [18]
αμάχους στην χώρα.
Ο Trump και ο John
Bolton στον Λευκό Οίκο,
τον Απρίλιο του 2018.
CARLOS BARRIA / REUTERS
---------------------------------------------------------
Τέλος, οι SDF
αντανακλούν τις αξίες
των ΗΠΑ με ορισμένους
σημαντικούς τρόπους -εάν
όχι με όλους. Έχουν
αναφερθεί πολλά σχετικά
με το «ριζοσπαστικό
πείραμα των Κούρδων για
τα δικαιώματα των
γυναικών» [19], το οποίο
συνίσταται σε γυναικείες
μονάδες [20] που
διαδραματίζουν «κεντρικό
ρόλο στην δρομολόγηση
μαχητών του ISIS έξω από
συριακά οχυρά», και οι
SDF χρησιμοποίησαν τις
νεοσύστατες
γραφειοκρατίες τους για
την προώθηση της
ισότητας των φύλων [20]
στα εδάφη που ελέγχουν.
Πολλοί Αμερικανοί
δείχνουν επίσης
συμπάθεια στο μακράς
απογοήτευσης σχέδιο
αυτοδιάθεσης των Κούρδων
[21].
ΦΙΛΟΙ ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Παρά τις πραγματικές
αυτές επιτυχίες, η
συνεργασία μεταξύ των
ΗΠΑ και των SDF
καταδεικνύει επίσης τους
κινδύνους του «με, μαζί,
μέσω» ως κατευθυντήρια
αρχή της πολιτικής
εθνικής ασφάλειας.
Ο πρώτος και σοβαρότερος
από αυτούς τους
κινδύνους είναι το απλό
γεγονός ότι οι
προτεραιότητες της
Ουάσινγκτον δεν είναι
πάντα ευθυγραμμισμένες
με τις προτεραιότητες
των τοπικών εταίρων της.
Τα τελευταία δύο χρόνια,
για παράδειγμα, οι
Ηνωμένες Πολιτείες και
οι SDF μοιράστηκαν το
ενδιαφέρον για να
οδηγήσουν το ISIS έξω
από την ανατολική Συρία.
Όμως, νωρίτερα φέτος,
μετά την εισβολή της
Τουρκίας στο κουρδικής
κατοχής καντόνι Afrin
στην βόρεια Συρία, οι
προτεραιότητες των SDF
άλλαξαν. Χιλιάδες από
τους πιο ικανούς μαχητές
τους εγκατέλειψαν [10]
την εκστρατεία εναντίον
του ISIS για να
πολεμήσουν τους Τούρκους
στο Αφρίν, σταματώντας
την πρόοδό της.
Ο ξαφνικός αντίκτυπος
της εισβολής της
Τουρκίας στο Αφρίν
δείχνει ένα βαθύτερο
δίλημμα σχετικά με την
υιοθέτηση από την
Ουάσινγκτον της
προσέγγισης
«by-with-through»: Το
γεγονός ότι χρησιμοποιεί
στρατιωτικά κριτήρια για
να επιλέξει έναν εταίρο
για μια σχέση που συχνά
εξελίσσεται σε πολιτική.
Αν, όπως έγραψε περίφημα
ο Clausewitz, ο «πόλεμος
δεν είναι παρά η
συνέχιση της πολιτικής
με άλλα μέσα», το
μοντέλο «με, μαζί, μέσω»
ανατρέπει αυτό το ρητό,
υποτάσσοντας την
πολιτική στις επιλογές
των ΗΠΑ στο πεδίο της
μάχης.
Αυτό το δίλημμα είναι
ακόμη πιο έντονο, διότι
στην Συρία, όπως και σε
πολλές συμμαχίες τύπου «με,
μαζί, μέσω», οι Ηνωμένες
Πολιτείες και οι εταίροι
τους δεν είναι οι μόνοι
σημαντικοί παίκτες [22].
Με το να συμμαχήσει με
τις SDF προκειμένου να
προωθήσει τον στόχο της
νίκης επί του ISIS, η
Ουάσιγκτον έθεσε σε
κίνδυνο ορισμένες από
τις άλλες σχέσεις της. Η
σύμπραξη με τις SDF έχει
περιπλέξει ιδιαιτέρως
την σχέση των ΗΠΑ με την
Τουρκία, μια σύμμαχο στο
ΝΑΤΟ, για την οποία οι
SDF είναι άρρηκτα
συνδεδεμένες με το
Κουρδικό Εργατικό Κόμμα
(PKK), μια τρομοκρατική
ομάδα που διεξήγαγε
βίαιη, διάρκειας
δεκαετιών εξέγερση στο
τουρκικό έδαφος. Ως
αποτέλεσμα της
υποστήριξης της
Ουάσινγκτον προς τις SDF,
η Τουρκία έχει πλησιάσει
[23] την Ρωσία. Επιπλέον,
οι ανησυχίες σχετικά με
τις σχέσεις με την
Τουρκία και σχετικά με
την διακυβέρνηση των SDF
περιόρισαν την προθυμία
βασικών Ευρωπαίων
συμμάχων, όπως το
Ηνωμένο Βασίλειο και η
Γερμανία, να
υποστηρίξουν τις
προσπάθειες
σταθεροποίησης των ΗΠΑ
στην ανατολική Συρία. Η
διοίκηση του Trump
επέμεινε [24] ότι η
συνεργασία της με τις
SDF είναι «προσωρινή,
συναλλακτική και τακτική»
και ότι δεν υπάρχει
καμία σχέση μεταξύ των
SDF και του PKK [25].
Ωστόσο, αυτά τα
ανακοινωθέντα έχουν -σε
μεγάλο βαθμό- απευθυνθεί
σε ώτα μη ακουόντων.
Ένα άλλο μειονέκτημα
είναι ότι οι τοπικοί
εταίροι μπορεί να είναι
απρόθυμοι ή ανίκανοι να
καθιερώσουν το είδος της
περιεκτικής,
αντιπροσωπευτικής
διακυβέρνησης και
διοίκησης που οι
Ηνωμένες Πολιτείες
επιθυμούν να προωθήσουν.
Και αυτό είναι εμφανές
στην συνεργασία ΗΠΑ-SDF.
Απαντώντας στις
ανησυχίες των ΗΠΑ
σχετικά με τις
αντιλήψεις της [ένοπλης]
ομάδας ως σεκταριστικής
κουρδικής δύναμης, οι
SDF έχουν καταβάλει
προσπάθειες να
διαφοροποιήσουν τις
τάξεις τους, με τους
Αμερικανούς συνομιλητές
να αναφέρουν τώρα [26]
ότι το 60% των μαχητών
των SDF είναι Άραβες.
Ωστόσο, είναι οι Κούρδοι
ηγέτες της ομάδας που
εξακολουθούν να παίρνουν
αποφάσεις, οδηγώντας σε
σιγοβράζουσες εθνικές
εντάσεις στην αραβικής
πλειοψηφίας Raqqa. Και
παρόλο που οι SDF
διακηρύττουν το μοντέλο
του «δημοκρατικού
συνομοσπονδισμού» ως μια
τοπική και
πολυπολιτισμική μορφή
κυβέρνησης, η ομάδα έχει
μέχρι στιγμής αποτύχει
να αποκεντρώσει την
πραγματική εξουσία [27]
στις τοπικές κοινότητες
στις περιοχές που
ελέγχει, και υπολείπεται
[28] στο να συμπεριλάβει
ουσιαστικά τις μη
κουρδικές φωνές στην
διαδικασία λήψης
αποφάσεων. Ως
αποτέλεσμα, υπάρχει
πραγματικός κίνδυνος
αντίδρασης από τις
αραβικές κοινότητες.
Η συνεργασία της
Ουάσιγκτον με τις SDF
εγείρει επίσης ανησυχίες
για τα ανθρώπινα
δικαιώματα [29]. Έχουν
εμφανιστεί αναφορές [30]
που υποστηρίζουν ότι οι
SDF στρατολογούν με
βίαιο τρόπο μαχητές,
συμπεριλαμβανομένων
παιδιών [31], και
χρησιμοποιούν την
καθολική κράτηση
εκτοπισθέντων για να
τους εξετάζουν για
συνδέσεις με το ISIS.
Εκτός από τις
ανησυχητικές παραβιάσεις
των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων που
παρουσιάζουν αυτοί οι
ισχυρισμοί, θέτουν
επίσης σε κίνδυνο τους
μακροπρόθεσμους στόχους
των ΗΠΑ στην περιοχή. Η
αναγκαστική στρατολόγηση
μεταξύ των Σουνιτών
Αράβων μπορεί να
προκαλέσει παράπονα και
να αυξήσει την
ελκυστικότητα των
σουνιτικών εξτρεμιστικών
ομάδων όπως το ISIS
-επιδεινώνοντας το ίδιο
το πρόβλημα που η
συνεργασία θέλησε να
λύσει. Ακόμη και πέραν
της συγκεκριμένης
περίπτωσης των SDF, η
εξωτερική ανάθεση
στρατιωτικών
επιχειρήσεων σε τοπικούς
εταίρους μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο [32]
της βλάβης πολιτών,
δεδομένου ότι οι εταίροι
ενδέχεται να μην
διαθέτουν τις
καθιερωμένες διαδικασίες
ή απλώς την προθυμία ή
την ικανότητα της
προστασίας των αμάχων.
Αυτά και άλλα προβλήματα
παρουσιάζονται επίσης σε
άλλες «με, μαζί, μέσω»
αλληλεπιδράσεις. Στον
Νίγηρα, τα στρατεύματα
των ΗΠΑ έχουν
συνεργαστεί με τις
τοπικές δυνάμεις για να
καταπολεμήσουν τις
συγκλίνουσες απειλές των
ISIS, al Qaeda και Boko
Haram. Αλλά ο θάνατος
τεσσάρων Αμερικανών
στρατιωτών εκεί το 2017
έχει αποδείξει ότι ακόμα
και οι λεγόμενες
αποστολές «εκπαίδευσης,
συμβουλών και βοηθείας»
μπορούν να οδηγήσουν σε
απώλειες των ΗΠΑ.
Επιπλέον, οι
στρατιωτικές νίκες από
μόνες τους αποδείχθηκαν
ανίκανες να μετριάσουν
την ανάπτυξη του
εξτρεμισμού, η οποία
απορρέει από «τοπικά
παράπονα, διαφθορά και
αδύναμη διακυβέρνηση»,
σύμφωνα με τον
Waldhauser.
Υπενθυμίζοντας ότι οι
απειλές για την ασφάλεια
γενικώς αντικατοπτρίζουν
τα σοβαρά ζητήματα
διακυβέρνησης, είναι
ζωτικής σημασίας να
αποφευχθεί μια
ωραιοποιημένη άποψη περί
του «με, μαζί, μέσω».
Η σύμπραξη των ΗΠΑ με
τις ένοπλες δυνάμεις του
Λιβάνου αποτελεί ένα
ακόμη παράδειγμα του πώς
οι αποφάσεις που έχουν
στρατιωτικό νόημα
μπορούν να επιδεινώσουν,
ή απλά να αποτύχουν να
αντιμετωπίσουν, βασικές
πολιτικές προκλήσεις.
Για πάνω από μια
δεκαετία, οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχουν
εκταμιεύσει περίπου 1,7
δισεκατομμύρια δολάρια
για εκπαίδευση και
εξοπλισμό για τον στρατό
του Λιβάνου. Ο στρατός
του Λιβάνου πολέμησε
κατά τα τελευταία χρόνια
το ISIS και άλλους
Σουνίτες ριζοσπάστες,
αλλά το κάνει όλο και
περισσότερο μαζί με την
Χεζμπολάχ. Παρόλο που
υπάρχει κάποια συζήτηση
[33] σχετικά με την
ακριβή σχέση του στρατού
με την Χεζμπολάχ, το
ευρύτερο δίλημμα είναι
ότι αμφότεροι έχουν ένα
συμφέρον να
εξουδετερώσουν ορισμένες
απειλές, όπως η Al Qaeda
και οι θυγατρικές του
ISIS. Η συνεργασία αυτή
έχει εδραιώσει την
Χεζμπολάχ ως κεντρικό
πολιτικό παράγοντα στον
Λίβανο, αποδυναμώνοντας
έτσι το κράτος.
Μαχητές των SDF στην
Raqqa, τον οκτωβριο του
2017. ERIK DE CASTRO /
REUTERS
---------------------------------------------------------------
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΑ
ΛΕΙΤΟΥΓΗΣΕΙ
Λαμβάνοντας υπόψη τις
δηλώσεις που προέρχονται
από την διοίκηση του
Trump, το μοντέλο «με,
μαζί, μέσω» φαίνεται να
είναι το πρότυπο για τις
δεσμεύσεις των ΗΠΑ στο
εγγύς μέχρι μεσοπρόθεσμο
χρονικό διάστημα. Πώς
μπορούν οι Ηνωμένες
Πολιτείες να το κάνουν
να λειτουργήσει;
Πρώτον, η σταθερότητα
και η σαφήνεια των ΗΠΑ
στην καθοδήγηση των
αποτελεσμάτων είναι
καθοριστικής σημασίας.
Όπως παρατήρησε ο Votel
στην κατάθεσή του τον
Μάρτιο [6], «Η
περιορισμένη δέσμευση
πόρων, εφαρμοσμένη
σταθερά και με συνέπεια
στο βάθος του χρόνου και
με προβλέψιμο τρόπο,
μπορεί να βοηθήσει τους
εταίρους μας στο να
διαχειριστούν αλλαγές,
να προσαρμοστούν σε νέες
απειλές και να
οικοδομήσουν την δική
τους ικανότητα για
δράση». Πράγματι, οι
Ηνωμένες Πολιτείες
μπορούν να μετριάσουν
πολλούς κινδύνους της
εξωτερικής ανάθεσης
(outsourcing) με το να
είναι ένας σταθερός,
πειθαρχημένος και βαθιά
δεσμευμένος χορηγός.
Μπορούν να προκαλέσουν
τους εταίρους ώστε να
καταστούν πιο επιδέξιοι
στο να ηγούνται σε
επιχειρήσεις ασφαλείας,
να αντιμετωπίζουν ενεργά
αντιπάλους, και
αναλαμβάνουν την ευθύνη
για την προστασία των
πληθυσμών τους. Η
Ουάσινγκτον μπορεί
επίσης να χρησιμοποιήσει
τη μόχλευση της (και να
συμμετάσχει σε άβολες
συζητήσεις) για να
ωθήσει τους ομολόγους
της προς πιο
συμμετοχικές, υπεύθυνες
δομές διακυβέρνησης που
σέβονται τα ανθρώπινα
δικαιώματα, μειώνοντας
έτσι τον κίνδυνο
περαιτέρω εξτρεμισμού.
Αλλά μπορούν να το
κάνουν αυτό μόνο εφόσον
παραμένουν βαθιά
εμπλεγμένες και πρόθυμες
να θέσουν με τους
εταίρους τους ευαίσθητα
ζητήματα όπως η
αποστολή, η συμπεριφορά
και η οργανωτική δομή.
Δεύτερον, οι Ηνωμένες
Πολιτείες πρέπει να
ενσωματώσουν τις
συναλλακτικές
συνεργασίες τους επί
θεμάτων ασφάλειας σε μια
ευρύτερη πολιτική
στρατηγική. Οι
στρατιωτικές συνεργασίες
γεννούν περίπλοκες
πολιτικές. Αντιστρόφως,
τα πολύπλοκα προβλήματα
διακυβέρνησης
υποκρύπτουν τις
περισσότερες προκλήσεις
ασφάλειας που
αντιμετωπίζουν οι
συνεργάτες των ΗΠΑ. Στην
καλύτερη περίπτωση, η
στρατιωτική στήριξη που
αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί στα
πολιτικά ζητήματα θα
χρησιμεύσει ως
βραχυπρόθεσμο μπάλωμα˙
στην χειρότερη, θα κάνει
τα πράγματα χειρότερα. Η
διαχείριση αυτών των
επιπλοκών απαιτεί
επιδέξια διπλωματία,
επίμονη διαφύλαξη των
διεθνών σχέσεων, και
περιεκτική πολιτική
δέσμευση για να βοηθήσει
τους εταίρους των ΗΠΑ να
αντιμετωπίσουν τα τοπικά
παράπονα.
Τρίτον, οι συνεργασίες
τύπου «με, μαζί, μέσω»
απαιτούν ρεαλισμό,
επικοινωνία και μια
συνεχή αξιολόγηση του
βαθμού ικανοποίησης των
προκαθορισμένων στόχων.
Όταν αποφασίζουν να
σχηματίσουν μια εταιρική
σχέση, οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής των
ΗΠΑ θα πρέπει να είναι
ξεκάθαροι από την αρχή
σχετικά με τον σκοπό και
την εμβέλειά της και τι
θέλει ο εταίρος από
αυτήν. Θα πρέπει να
έχουν ένα σχέδιο για να
μετριάσουν αυτές τις
διαφορές, ει δυνατόν,
και να αναγνωρίσουν πού
μπορούν να είναι
ασυμβίβαστες. Και όταν
αλλάζουν οι συνθήκες,
όπως το κάνουν
αναπόφευκτα, οι
υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής πρέπει να
είναι σε θέση να
αποφασίσουν πώς πρέπει
να προσαρμόζεται μια
συνεργασία για την
ασφάλεια, ώστε να
ανταποκρίνεται στους
πολιτικούς στόχους της
Ουάσινγκτον, και να
επικοινωνείται με τους
εταίρους αντίστοιχα.
Όπως δείχνει η μελέτη
της περίπτωσης των SDF,
η διοίκηση Trump συχνά
δεν κατάφερε να
ανταποκριθεί στα πρότυπα
αυτά. Αντί να
επιδεικνύει σταθερότητα,
οι δηλώσεις του προέδρου
ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες «θα φύγουν
πολύ σύντομα από την
Συρία» [34] έθεσαν
αμφιβολίες για την
δέσμευση των Ηνωμένων
Πολιτειών με τις SDF.
Καθώς η Ουάσινγκτον
μοιάζει να είναι
αναξιόπιστος σύμμαχος,
οι SDF θα αντισταθμίσουν
την δική τους
συμπεριφορά αναλόγως,
ενδεχομένως με την
παγίωση της κουρδικής
ηγεσίας ή την επιδίωξη
άλλων συμμαχιών. Αυτό θα
μπορούσε τελικά να
υπονομεύσει την
ικανότητα των Ηνωμένων
Πολιτειών να επιτύχουν
τους στόχους τους στο
πλαίσιο της συνεργασίας.
Όσον αφορά την ανάγκη
για μια πρωταρχική
πολιτική στρατηγική, το
Υπουργείο Εξωτερικών του
Trump είναι διαβόητα
υποστελεχωμένο και ο
Λευκός Οίκος του
υποφέρει από συνεχή
μετακίνηση προσωπικού
και αδιάκοπη σύγχυση
μηνυμάτων. Επιπλέον, η
χαοτική αλληλεξάρτηση
της διαδικασίας λήψης
αποφάσεων [μέσα στις
διάφορες υπηρεσίες αλλά
και μεταξύ υπηρεσιών],
καθιστά πολύ δύσκολο να
γίνεται οποιαδήποτε
συνεχής και
αντικειμενική
επανεκτίμηση.
Είτε στην Συρία είτε
οπουδήποτε αλλού, η
προσέγγιση
«by-with-through» για
την συνεργασία με τις
τοπικές δυνάμεις μπορεί
να διαθέτει μεγάλες
υποσχέσεις για τις
Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι όμως γεμάτη
πολυπλοκότητα και
απαιτεί συνέπεια,
εξελιγμένη πολιτική
στρατηγική και συνεχή
επανεκτίμηση,
προκειμένου να επιτύχει.
Καθώς η διοίκηση Trump
ισχυρίζεται ότι κάνει «περισσότερα
με λιγότερα» με το να
υιοθετεί την στρατιωτική
εξωτερική ανάθεση, οι
Αμερικανοί πρέπει να
θυμούνται την παλιά
παροιμία της
διαπραγμάτευσης: Αν μια
συμφωνία ακούγεται καλή
για να είναι αληθινή,
τότε πιθανότατα είναι.
Η FRANCES Z. BROWN είναι
πρώην διευθύντρια στο
προσωπικό των Εθνικών
Συμβουλίων Ασφάλειας και
του Ομπάμα και του
Trump. Είναι συνεργάτις
του Carnegie Endowment
for International Peace
και υποψήφια διδάκτωρ
στην Οξφόρδη.
Η MARA KARLIN είναι
αναπληρώτρια καθηγήτρια
στην Σχολή Προωθημένων
Διεθνών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Johns
Hopkins. Έχει περάσει
σχεδόν μια δεκαετία ως
υπεύθυνη χάραξης
πολιτικής του Υπουργείου
Άμυνας και είναι η
συγγραφέας του βιβλίου
με τίτλο Building
Militaries in Fragile
States: Challenges for
the United States [1].
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/71771/frances-z-brown-kai-mara-karlin/filoi-me-ofeli?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2018-05-08/friends-benefits
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|