Από τη Μαύρη
Δευτέρα, διάφορες ρυθμίσεις και
τεχνολογίες έχουν τεθεί σε εφαρμογή με την
ελπίδα αποφυγής ενός παρόμοιου κραχ.
Το βασικότερο μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση
είναι ο «κόφτης» που σταματά την αγοραπωλησία
μετοχών ύστερα από μια δραματική πτώση του
χρηματιστηρίου. Για παράδειγμα, το Χρηματιστήριο
της Νέας Υόρκης παύει τη
διαπραγμάτευση μετά από μια πτώση 7% ή 13%. Και
τη διακόπτει οριστικά για το σύνολο της ημέρας
ύστερα από μια πτώση 20%.
Αλλά όπως τονίζει ο νομπελίστας Robert Shiller,
το 20% παραμένει μια μεγάλη απώλεια. Επίσης, ο
ίδιος πιστεύει ότι μια τέτοια κατακόρυφη πτώση
είναι πιθανή και σήμερα, παρά την πρόσφατη άνοδο
της χρηματιστηριακής αγοράς στις ΗΠΑ.
Ο λόγος: Ο Shiller θεωρεί ότι ένα θεμελιώδες
αίτιο του κραχ δεν έχει αλλάξει πολύ από τη
Μαύρη Δευτέρα μέχρι σήμερα: η ανθρώπινη
ψυχολογία. «Αυτό το είδος πανικού θα μπορούσε να
χτυπήσει ξανά» έγραψε ο Shiller σε άρθρο του
στους New York Times με θέμα τη Μαύρη Δευτέρα.
Ο Shiller, καθηγητής οικονομικών στο
Πανεπιστήμιο του Yale,
τονίζει ότι οι βασικοί λόγοι πίσω από το κραχ
του 1987 ήταν ψυχολογικής φύσης. Μελετώντας τη
Μαύρη Δευτέρα, βρήκε ότι το μαζικό ξεπούλημα
ήταν ουσιαστικά μια αντίδραση κάποιων επενδυτών
στις πράξεις άλλων επενδυτών• ουσιαστικά, ήταν
ένας φαύλος κύκλος προς τα κάτω.
«Ήταν μια ημέρα ταχύτατων αντιδράσεων εν μέσω
μιας αίσθησης οξύτατης κρίσης. Φαινόταν σαν να
μην ήξερε κανένας τι γινόταν και όλοι ένιωσαν
ότι έπρεπε να εμπιστευτούν το ένστικτό τους»
έγραψε ο Shiller. Αυτή η ψυχολογική παγίδα
υπάρχει και σήμερα. Ο ίδιος επικαλείται ένα
συμβάν στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Λος Άντζελες
το 2016, όταν ψευδείς αναφορές για πυροβολισμούς
προκάλεσαν πανικό και εκατοντάδες καθυστερήσεις
πτήσεων.
Κάποιες διαφορές, βέβαια, μεταξύ του 1987 και
του σήμερα υπάρχουν, κι αυτό είναι παρήγορο. Οι
αποτιμήσεις και τότε και τώρα εμφανίζονται
υψηλές, αλλά σήμερα είναι χαμηλά τα επιτόκια.
Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, όπως το 1987,
είναι πιο ακριβό το να δανειστείς χρήματα κι
αυτό εξανεμίζει τα εταιρικά κέρδη. Σήμερα το
επιτόκιο κινείται στο 1,15% – τότε ήταν 7,29% –
και είναι φτηνότερος ο δανεισμός.
Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε αυξημένες
δαπάνες και κέρδη – μια τάση που καθιστά πιο
εύλογες τις τωρινές αποτιμήσεις του
χρηματιστηρίου.
Fortune |