Στη Νοµική Σχολή του Χάρβαρντ πάλι ανησυχούσε,
στην Donovan Leisure, τη δικηγορική εταιρεία
όπου εργαζόταν ως δικηγόρος φορολογικών θεµάτων,
το ίδιο, ενώ ανησυχούσε και στην J. Aron &
Company, την εταιρεία αγοραπωλησίας βασικών
προϊόντων που είχε εξαγοράσει η Goldman Sachs το
1981, έναν χρόνο προτού βρεθεί και αυτός εκεί
για να κάνει trading σε χρυσό − τοµέας στον
οποίο είχε ελάχιστα τυπικά προσόντα.
Ο 62χρονος Blankfein είναι πρόεδρος του
Διοικητικού Συµβουλίου και CEO της Goldman από
τον Ιούνιο του 2006, όταν έφυγε ο Hank
Paulson για τη θέση του υπουργού
Οικονοµικών. Και συνεχίζει να ανησυχεί. Ο ίδιος
ελπίζει ότι η φορολογική και διοικητική µεταρρύθµιση,
αν καταστεί εφικτή η ολοκλήρωσή της εν µέσω της
τρέχουσας σφοδρής αναταραχής στην Ουάσιγκτον, θα
βοηθήσει ώστε η Goldman να βρεθεί και πάλι στη
γνωστή της θέση, ως η ικανότερη «µηχανή»
παραγωγής κερδών στη Wall Street. Αλλά ως
συνήθως, δεν ξέρει στα σίγουρα τι θα συµβεί και
ανησυχεί. «Ελπίζω να µην κοιτάζω πίσω σε πέντε
χρόνια από τώρα και να λέω ‘‘τα τελευταία 10
χρόνια ήταν ο Χρυσός Αιώνας’’» λέει. «Αυτό θα
ήταν κακό. Αλλά ποιος ξέρει; Όταν είχαν την
πληµµύρα των 40 ηµερών, την τρίτη µέρα είπαν:
‘‘Πω, πω, µιλάµε για πολλή βροχή! Δεν µπορεί να
διαρκέσει για πολύ ακόµη’’. Άρα, ποιος ξέρει;».
Είναι γεγονός ότι η τελευταία δεκαετία έχει
υπάρξει αρκετά ταραχώδης τόσο για την Goldman
όσο και για τον ίδιο τον Blankfein. Το 2008
ξέσπασε η χρηµατοπιστωτική κρίση και ακολούθησε
ένα κύµα εποπτικών µέτρων, όπως ο νόµος
Dodd-Frank και ο Κανόνας Volcker, που έθεσε
εµπόδια στο εξαιρετικά κερδοφόρο trading στο
οποίο η τράπεζα επιδιδόταν καλύτερα από τον
καθένα. Αξέχαστη παραµένει η περιγραφή της από
το περιοδικό Rolling Stone, ως «ένα τεράστιο
καλαµάρι-βρικόλακας κολληµένο πάνω στο πρόσωπο
της ανθρωπότητας». Και ο Blankfein επικρίθηκε
σφοδρά για µια ατάκα του ότι η Goldman και οι
άλλες εταιρείες του κλάδου επιτελούν «το έργο
του Θεού». Πρόσφατα ο Blankfein αντιµετώπισε ένα
σοβαρό πρόβληµα υγείας: διαγνώστηκε µε λέµφωµα
το 2015 και υποβλήθηκε σε θεραπεία µε επιτυχία.
Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι η πάθηση σταδιακά
υποχωρεί. Οι επαγγελµατικές και προσωπικές
κρίσεις µπορεί να έχουν υποχωρήσει. Αλλά τώρα ο
Blankfein έχει νέους λόγους να ανησυχεί. Κατ’
αρχάς, το νούµερο δύο της εταιρείας, ο Gary
Cohn, έφυγε από την εταιρεία για να πάει στην
Ουάσιγκτον ως σύµβουλος οικονοµικών θεµάτων του
Προέδρου Trump, εξέλιξη που οδήγησε στην πιο
σηµαντική διοικητική αναδιάταξη της τελευταίας
δεκαετίας για την Goldman. Οι µεγαλύτεροι και µε
επαρκέστερη κεφαλαιοποίηση ανταγωνιστές της, οι
JPMorgan Chase, Bank of America και Wells Fargo,
καταγράφουν κέρδη ρεκόρ, ενώ η Goldman Sachs
προσπαθεί ακόµη να βρει τα πατήµατά της σε ένα
ρυθµιστικό περιβάλλον που ευνοεί την ανάληψη
λιγότερου ρίσκου από εκείνο που η εταιρεία του
Blankfein είναι σχεδιασµένη να αναλαµβάνει.
Εν τω µεταξύ, η Morgan
Stanley, ο παραδοσιακός
αντίπαλος της Goldman, κερδίζει τον έπαινο
αναλυτών του κλάδου που είδαν την εξαγορά της
Smith Barney ως µια συνετή κίνηση στον λιγότερο
ασταθή κλάδο της διαχείρισης χρήµατος βάσει
αντιτίµου. Και αυτό τη στιγµή που η Goldman
συνεχίζει να στοιχηµατίζει ότι η επενδυτική
τραπεζική και το trading θα ξαναγίνουν της µόδας.
«Σε αντίθεση µε την Goldman, της οποίας η
στρατηγική είναι λίγο του στιλ ‘‘ας περιµένουµε
και ο κόσµος θα γίνει κάποτε όπως τον θέλουµε’’,
η στρατηγική της Morgan Stanley είναι ‘‘ας
πιάσουµε τον ταύρο από τα κέρατα’’» εξηγεί ο
Guy Mozkowski, αναλυτής στη Wall Street, εδώ και
χρόνια και διευθυντής Έρευνας στην Autonomous
Research.
Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει και η «απειλή»
της χρηµατοοικονοµικής τεχνολογίας, της
λεγόµενης «fintech», που περιλαµβάνει µεγάλο
αριθµό χρηµατοπιστωτικών εταιρειών µε έδρα στη
Silicon Valley, οι οποίες χρησιµοποιούν το
Διαδίκτυο για να αποδιοργανώνουν τη δουλειά που
η Wall Street κάνει θαυµάσια εδώ και αιώνες: να
φέρνει σε επαφή τους ανθρώπους που έχουν χρήµα
και θέλουν να το δανείσουν ή να το επενδύσουν µε
τους ανθρώπους που θέλουν να δανειστούν χρήµα ή
να το χρησιµοποιήσουν για να ξεκινήσουν ή να
επεκτείνουν µια επιχείρηση. Η απειλή παραµένει µικρή
για την ώρα, δεδοµένου ότι οι startups επιλέγουν
εύκολους στόχους στις αγορές των πιστωτικών
καρτών και των φοιτητικών δανείων. Αλλά οι
ηµέρες που οι εταιρείες fintech θα δίνουν
εταιρικά δάνεια και θα εγγυώνται µετοχές και
οµόλογα (το «ψωµοτύρι» της Wall Street) ίσως και
να µη βρίσκονται πολύ µακριά.
Αυτές οι ανησυχίες εντάθηκαν τον περασµένο
Απρίλιο, όταν η Goldman ανακοίνωσε αποτελέσµατα
για το πρώτο τρίµηνο του 2017. Στο trading
οµολόγων, τοµέας όπου η εταιρεία συνήθως
κυριαρχεί, αποκαλύφθηκε µια σοκαριστικά αναιµική
αύξηση εσόδων (1%), σε σύγκριση µε τα διψήφια
ποσοστά που κατέγραψαν οι βασικοί αντίπαλοί της.
Και αυτό έσπειρε την ανησυχία και στη Wall
Street. Πώς κατάφερε η πανίσχυρη Goldman να τα
πάει τόσο άσχηµα αναρωτήθηκαν επενδυτές και
αναλυτές, όταν όλες οι άλλες τράπεζες σάρωσαν
χάρη και στην ώθηση που τους προσέφερε ο Trump;
Τι συνέβη; Αφότου άγγιξε ένα ιστορικό υψηλό 253
δολαρίων τον Μάρτιο, η µετοχή της έπεσε στα 212
δολάρια στις αρχές Ιουνίου. Τον Νοέµβριο πάλι
κινήθηκε στη ζώνη µεταξύ 230 και 240 δολαρίων.
Φυσικά, είναι πρώιµο να ξεγράψουµε την Goldman
Sachs. Με έσοδα 37,7 δισ. δολάρια για το 2016,
βρίσκεται στην 78η θέση της φετινής λίστας
Fortune 500. Μάλιστα εξασφάλισε κέρδη 7,4 δισ.
δολάρια, καταγράφοντας αύξηση 22% σε ετήσια βάση.
Ως εκ τούτου παραµένει υπολογίσιµη δύναµη. Και
µε τους Cohn και Mnuchin σε θέσεις ισχύος µέσα
στην κυβέρνηση Trump, καθώς και µε την Dina
Powell, άλλο πρώην στέλεχος της Goldman, να
υπηρετεί ως αναπληρώτρια σύµβουλος Στρατηγικής
Εθνικής Ασφαλείας, πολλοί καταλήγουν στο
συµπέρασµα ότι η «κυβέρνηση Sachs» ακόµη
εξουσιάζει τον κόσµο.
Όµως, είναι λογικό να αναρωτηθεί κάποιος κατά
πόσο η Goldman είναι κατάλληλα προετοιµασµένη
για τις πραγµατικότητες της σηµερινής Wall
Street, καθώς πιέζεται από µεγαλύτερες
παραδοσιακές τράπεζες, από τη µία, και από πιο
ευέλικτες startups, από την άλλη. Παραµένει
διορατική η τράπεζα που έγινε γνωστή για την
ικανότητά της να προβλέπει τις εξελίξεις στην
αγορά; Ένας συνετός επενδυτής, ο οποίος κατέχει
µετοχές της Goldman αξίας 2,5 δισ. δολαρίων,
συνιστά ηρεµία. «Δεν µου αρέσει να κάνω
προγνωστικά» λέει ο Warren Buffett, ο CEO της
Berkshire Hathaway, «αλλά ένα πράγµα για το
οποίο είµαι σχεδόν 100% σίγουρος είναι ότι η
Goldman θα καταφέρει να προσαρµοστεί, όποιες και
αν είναι οι αλλαγές στην εποπτεία, την
τεχνολογία και τις συνθήκες. Το κάνουν εδώ και
δεκαετίες».
Όταν τον Σεπτέµβριο του 2015 ο Blankfein
ανακοίνωσε ότι έπασχε από µια ιάσιµη µορφή
λεµφώµατος, η ανησυχία εντάθηκε όχι µόνο για τον
CEO, αλλά και για το µέλλον της τράπεζας. Θα
έπρεπε, άραγε, η Goldman να αποκτήσει σύντοµα
έναν νέο ηγέτη; Θα ήταν ο Cohn ο διάδοχός του,
όπως όλοι υπέθεταν; Ή µήπως το διοικητικό
συµβούλιο της Goldman θα έβρισκε κάποιον νεότερο,
όπως είχε κάνει όταν επέλεξε τον Blankfein για
να διαδεχθεί τον Paulson, αντί για τους
αναµενόµενους διαδόχους του, τον John Thain και
τον John Thornton; Αυτό ήταν το αγαπηµένο θέµα
συζήτησης στη Wall Street το 2016. Κατά τη
διάρκεια της συνέντευξής µας στο γραφείο του
στον 41ο όροφο, µε θέα στο λιµάνι της Νέας
Υόρκης, ο Blankfein µού λέει ότι για «πολύ καιρό»
το 2015 δεν ένιωθε καλά και είχε συµπτώµατα που
δεν µπορούσε να «εξηγήσει». Για παράδειγµα,
έχανε βάρος. «Πάντα προσπαθώ να χάνω βάρος» λέει.
«Όµως, ξαφνικά άρχισα να το κάνω µε ασυνήθιστη
επιτυχία». Στην αρχή νόµισε ότι είχε ανακαλύψει
µια νέα δίαιτα και άρχισε να πείθει και άλλους
να την ακολουθήσουν. «Ξεκίνησα να δίνω συµβουλές
στους ανθρώπους ως προς το πώς να χάσουν βάρος».
Στη συνέχεια, ξεκίνησε ο βήχας. «Ήταν καλοκαίρι»
λέει. «Νόµισα ότι είχα αλλεργία». Και µετά ήρθαν
οι πόνοι. Γυµναζόµουν και ένιωθα ότι ήµουν
πιασµένος». Όλα αυτά άρχισαν να εντείνονται.
Πήγε στον ιατρό, ο οποίος του είπε ότι σε δύο
εβδοµάδες δεν θα µπορούσε να περπατά. Είχε 75
όγκους που µεγάλωναν. Ο Blankfein ήταν στο
νοσοκοµείο όταν ο ιατρός του έλαβε τα
αποτελέσµατα της βιοψίας. «Πηγαίνεις κατευθείαν
για χηµειοθεραπεία» του διεµήνυσε. Αµέσως ο
Blankfein ενηµέρωσε το διοικητικό συµβούλιο της
Goldman. Στη συνέχεια µίλησε στο τηλέφωνο µε τα
ανώτερα στελέχη. Κατά τη διάρκεια των
τηλεφωνηµάτων, οι γιατροί έκαναν ταυτόχρονα
βιοψία στον µυελό των οστών, µια επίπονη
διαδικασία. «Αλλά ήµουν τόσο απορροφηµένος µε τα
τηλεφωνήµατα», λέει ο ίδιος, «που ούτε καν το
κατάλαβα».
Η Goldman εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά µε την
πάθηση του Blankfein. Ανέφερε ότι ο ίδιος θα
έκανε χηµειοθεραπεία για µήνες, αλλά θα ήταν σε
θέση να ηγηθεί της εταιρείας εργαζόµενος µε µειωµένο
ωράριο. Περπατούσε στο γραφείο έχοντας πάντα µαζί
του ένα θερµόµετρο, γιατί µετρώντας τη
θερµοκρασία του µπορούσε να καταλάβει γρήγορα
εάν είχε προσβληθεί από κάποια λοίµωξη. «Αν η
θερµοκρασία σου αρχίσει να ανεβαίνει, πρέπει να
πας κατευθείαν στο νοσοκοµείο» λέει. Η
χηµειοθεραπεία είχε αποτέλεσµα. Ο Blankfein λέει
ότι ο καρκίνος υποχωρεί. «Νοµίζω ότι τώρα είµαι
ΟΚ» δηλώνει. «Το πρόβληµα είναι ότι µέχρι να
βεβαιωθώ ότι είµαι τελείως καλά θα έχω γεράσει
τόσο, που πλέον αυτό θα είναι το πρόβληµά µου.
Άρα, δύσκολο να ξεµπλέξω». Τα φρύδια του έχουν
ξαναβγεί. Και ένα µέρος της κοιλίτσας του επίσης.
Το χιούµορ του είναι πιο καυστικό από ποτέ.
Είναι σαφές πλέον ότι ο Blankfein δεν πρόκειται
να φύγει από το πόστο του άµεσα, όπως και ο
Jamie Dimon, πρόεδρος και CEO της JPMorgan
Chase, φαίνεται να είναι ασφαλής στη δική του
θέση, έχοντας αντιµετωπίσει µε επιτυχία τον
καρκίνο του φάρυγγα πριν από δύο χρόνια. Μάλιστα,
ο Blankfein είναι πλέον ο διευθύνων σύµβουλος µε
τη µεγαλύτερη θητεία στη Wall Street (και µε τη
δεύτερη µεγαλύτερη στην ιστορία της Goldman,
πίσω από τον θρυλικό Sidney Weinberg, που πέθανε
το 1969, ύστερα από 35 χρόνια στην κορυφή της
εταιρείας).
Υγιής και συγκεντρωµένος, ο Blankfein µοιάζει
αποφασισµένος να οδηγήσει την Goldman σε µια
κρίσιµη καµπή για τον κλάδο: Η οικονοµία
ισχυροποιείται, η ανεργία κινείται σε χαµηλά
επίπεδα και τα επιτόκια είναι µειωµένα. Αν η
Ουάσιγκτον κινηθεί προς µια κατεύθυνση
απορρύθµισης, το πιθανότερο είναι ότι η Wall
Street θα εισέλθει σε περίοδο εκρηκτικής ανόδου.
Το όραµα του Blankfein για το µέλλον της Goldman
δεν αποκλίνει από τα στοιχεία που έχουν
αναδείξει την εταιρεία σε πρότυπο για κάθε
χρηµατοπιστωτικό οργανισµό στον πλανήτη. Θέλει η
τράπεζα να παραµείνει ο κορυφαίος επενδυτικός
οργανισµός, η νούµερο ένα επιλογή
χρηµατοπιστωτικού µεσάζοντα, ιδιαίτερα όταν τα
προβλήµατα που πρέπει να επιλυθούν είναι σύνθετα.
«Είµαστε ένας στρατηγικός σύµβουλος» εξηγεί. «Δεν
νοµίζω ότι η συµβουλευτική είναι εκτός µόδας.
Διαχειριζόµαστε στοιχεία ενεργητικού υψηλού
ρίσκου για τους πελάτες µας στα ιδιωτικά
κεφάλαια και στη διαχείριση στοιχείων
ενεργητικού. Και είµαστε και χρηµατοοικονοµικοί
σύµβουλοι. Όσο πιο σύνθετη και δύσκολη
καθίσταται µια χρηµατοοικονοµική κατάσταση, τόσο
πιθανότερο είναι να µας καλέσουν να εργαστούµε
πάνω σ’ αυτή».
Πεποίθησή του είναι ότι θα συνεχίσει να υπάρχει
ζήτηση εγχωρίως γι’ αυτές τις σύνθετες λύσεις
χρηµατοδότησης και ότι υπάρχει, επίσης, µια
εντεινόµενη ανάγκη για τις υπηρεσίες της Goldman
σε αναπτυσσόµενες οικονοµίες όπως εκείνες της
Κίνας και της Ινδίας. «Έχουµε ήδη παρουσία σ’
αυτά τα µέρη και νιώθω σίγουρος για όλο αυτό».
Παρά την αυξανόµενη πίεση στις χρεώσεις, καθώς
οι επενδυτές αποµακρύνονται από τους
λογαριασµούς ενεργητικής διαχείρισης προς την
παθητική επένδυση, ο Blankfein ακούγεται
ευχαριστηµένος µε την πρόοδο που παρατηρείται
στο τµήµα Διαχείρισης Ενεργητικού της Goldman
Sachs, όπου τα στοιχεία ενεργητικού «υπό
επιτήρηση», όπως τα αποκαλεί η Goldman, έχουν
αυξηθεί στο 1,375 τρισ. δολάρια, από 1,275 τρισ.
δολάρια πριν από έναν χρόνο. Το πρόβληµα της
Goldman τα τελευταία χρόνια, σύµφωνα µε τον
Blankfein, είναι ότι οι επιχειρηµατικές
δραστηριότητες «συµβαδίζουν ακόµα µε τους
ρυθµούς ανάπτυξης» και ο κόσµος, πέρα από την
Κίνα, βρίσκεται σε µια εκτεταµένη επιβράδυνση,
τη ίδια στιγµή που η Wall Street αντιµετωπίζει
το «βαρύ χέρι» της εφαρµογής των νέων κανόνων.
Τα τελευταία χρόνια η ανάληψη ρίσκου έχει µειωθεί,
λέει ο Blankfein, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται
να µη χάσουν χρήµατα, ή ανησυχούν να µην
κατηγορηθούν για παραβίαση του Κανόνα Volcker ή
να µη χρησιµοποιήσουν κεφάλαιο µε τρόπο που
απαγορεύεται. Ο ίδιος τονίζει ότι η πρόκληση για
την Goldman είναι πώς να βγάλει λεφτά µε τα
εργαλεία που διαθέτει. «Πού είναι η ανάπτυξη;»
αναρωτιέται. «Τι θα κάνεις για να επιτύχεις
υψηλότερη ανάπτυξη;».
Παραδόξως, αυτήν τη στιγµή µια απάντηση για την
Goldman φαίνεται να είναι ο δανεισµός χρήµατος
σε καταναλωτές και µικρές επιχειρήσεις − µια
δραστηριότητα που παραπέµπει στον Marcus Goldman
της δεκαετίας του 1860. «Είµαστε τράπεζα, πρέπει
να δρούµε ως τράπεζα» δήλωσε η εταιρεία στη Wall
Street Journal τον περασµένο Φεβρουάριο. Άρα,
αφότου σνόµπαρε το κοινό για µεγάλο µέρος των
τελευταίων 148 ετών, η Goldman µπαίνει στον
κλάδο των δανείων µε τον τρόπο της. «Έχουµε την
ευκαιρία να δραστηριοποιηθούµε σε δάνεια
υψηλότερης απόδοσης, επειδή δεν ανταγωνιζόµαστε
εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν δάνεια ύψους δύο
τρισ. δολαρίων στα βιβλία τους» λέει. «Αν
εξασφαλίζαµε 100 δισ. δολάρια από το καλύτερο
είδος δανεισµού εκεί έξω, θα λειτουργούσε
ενισχυτικά προς αυτό που κάνουµε. Δεν χρειάζεται
να το κάνουµε, γιατί κανένας δεν θεωρεί ότι
αυτός είναι ο βασικός τοµέας δραστηριότητάς µας».
Στρέφεται λίγο και προς τη fintech. Το 2016, η
εταιρεία δηµιούργησε το Marcus, ένα σκέλος της
νέας υπηρεσίας διαδικτυακής λιανικής τραπεζικής,
που δίνει δάνεια έως και 30.000 δολάρια χωρίς
χρεώσεις σε άτοµα που επιδιώκουν να
αναχρηµατοδοτήσουν το χρέος τους προς πιστωτικές
κάρτες µε ένα µικρό, χαµηλότερου κόστους, δάνειο
από την Goldman. Μέχρι τώρα το Marcus, που πήρε
το όνοµα από τον ιδρυτή της εταιρείας, έχει
δώσει δάνεια ύψους ενός δισ. δολαρίων µέσα στους
πρώτους έξι µήνες. Ο Blankfein λέει ότι, επειδή
η Goldman δεν έχει τραπεζικά υποκαταστήµατα, η
τεχνογνωσία της της επιτρέπει να προσαρµόζει τα
προϊόντα της στις ανάγκες του κάθε ατόµου.
Εφόσον τα δάνειά της δεν τιτλοποιούνται και δεν
πωλούνται σε επενδυτές, σηµειώνει ο ίδιος, «µπορούµε
να το εξατοµικεύσουµε πλήρως». Αυτό σηµαίνει ότι
ο δανειζόµενος µπορεί να επιλέξει τη διάρκεια
του δανείου, το µηνιαίο ποσό και την έναρξη της
αποπληρωµής του. Επίσης, η εµπορική τράπεζα της
Goldman µε την επωνυµία Goldman Sachs Bank USA
ανυποµονεί να δεχτεί τα χρήµατά σας και µέσω του
Διαδικτύου. Για να το πετύχει, προσφέρει
επιτόκιο 1,05%, σχεδόν τετραπλάσιο αυτού που
προσφέρουν οι ανταγωνίστριες JPMorgan Chase και
Bank of America. Η εµπορική τράπεζα της Goldman
διαθέτει καταθέσεις ύψους 125 δισ. δολαρίων −
σαφώς λιγότερες από το 1,4 τρισ. δολάρια της
Chase, αλλά αυξηµένες σε σχέση µε τα 28 δισ.
δολάρια που κατείχε η Goldman το 2008.
Αν το «βάπτισµα του πυρός» της Goldman στον
καταναλωτικό δανεισµό αποδειχθεί επιτυχηµένο, ο
Blankfein θεωρεί ότι η εταιρεία θα εντείνει την
εµπλοκή της στο συγκεκριµένο πεδίο. «Η ψηφιακή
προσέγγιση του καταναλωτή» µέσω της
εξειδικευµένης τεχνολογικής γνώσης, λέει ο ίδιος,
µπορεί να αναδειχθεί σε ένα δυνατό σηµείο της
Goldman. «Αν υποθέσουµε ότι η καταναλωτική
εµπειρία είναι ένα αδύναµό µας σηµείο, θα έλεγα
ότι η τεχνολογία είναι ένα από τα δυνατά µας
σηµεία − ψηφιακές πλατφόρµες, αλγοριθµικό
trading και διαχείριση ρίσκου» καταλήγει. Ενώ
κάποτε η Goldman ήταν η µεγαλύτερη full-service
επενδυτική τράπεζα στη Wall Street, πλέον, στον
απόηχο της χρηµατοπιστωτικής κρίσης που εξαΰλωσε
την Bear Sterns και τη Lehman Brothers, έχει
γίνει η µικρότερη. Η αξία των δικών της
στοιχείων ενεργητικού (όχι αυτών που
διαχειρίζεται) ανέρχεται στα 950 δισ. δολάρια. Η
Bank of America, η οποία κατέχει τη Merrill
Lynch, η JPMorgan Chase, η οποία αγόρασε την
Bear Sterns, και η Wells Fargo, η οποία πήρε τη
Wachovia, διαθέτουν σχεδόν τα τριπλάσια στοιχεία
ενεργητικού σε σχέση µ’ αυτά που διαθέτει η
Goldman. Ο βασικός αντίπαλός της, η Morgan
Stanley, έχει σχεδόν 100.000 εργαζοµένους χάρη
στην εξαγορά της Smith Barney από τη Citigroup
και στο επιθετικό της «µπάσιµο» στον κλάδο της
χρηµατοµεσιτείας. Η Goldman δεν έχει
χρηµατοµεσιτικό τµήµα και διαθέτει µόλις 35.000
εργαζοµένους. Ο Blankfein δεν πιστεύει ότι η
Goldman θα εντείνει την παρουσία της στον κλάδο
της παραδοσιακής εµπορικής και καταναλωτικής
τραπεζικής. «Δεν κάνουµε απλή τραπεζική όπως
κάνουν πολλές άλλες εταιρείες» διαµηνύει. «Αν το
κάναµε, η εταιρεία θα άλλαζε επειδή θα
χρειαζόµασταν 225.000 άτοµα προσωπικό. Θα είχαµε
υποκαταστήµατα και διαχείριση ρευστού, θα
ήµασταν µια διαφορετική εταιρεία. Μπορεί να ήταν
µια καλύτερη εταιρεία, αλλά δεν θα ήταν η
εταιρεία την οποία οραµατιστήκαµε».
Ο Blankfein, ως άνθρωπος, ζηλεύει κατά κάποιον
τρόπο την ικανότητα της JPMorgan Chase να
παράγει καθαρό εισόδηµα 25 δισ. δολαρίων ετησίως.
Αλλά είναι εστιασµένος στην απόδοση ιδίων
κεφαλαίων που µπορεί να επιτευχθεί από το µείγµα
επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων της Goldman και
λιγότερο στον όγκο κερδών της Goldman. Σε ένα
περιβάλλον χαµηλής ανάπτυξης, όπως αυτό που
παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ο Blankfein
λέει ότι το να έχεις ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο
δανείων όπως αυτό της Chase µπορεί να
λειτουργήσει σταθεροποιητικά: «Αλλά υπήρξαν µεγάλες
περίοδοι που οι αποδόσεις µας ήταν υψηλότερες.
Και αν είχαµε τη συγκεκριµένη δραστηριότητα,
αυτό θα πίεζε προς τα κάτω τις αποδόσεις µας.
Άρα, εξαρτάται από τη φάση του κύκλου στην οποία
βρίσκεσαι». Επί της παρούσης, η απόδοση ιδίων
κεφαλαίων της Goldman είναι στο 10%, πιο κάτω
από ό,τι ο ίδιος θα ήθελε και πιο κοντά σε ό,τι
οι µεγαλύτερες εµπορικές τράπεζες θα έπρεπε να
προσφέρουν στους επενδυτές τους.
Ένας τρόπος για να αυξηθεί η απόδοση ιδίων
κεφαλαίων της Goldman, σηµειώνει ο Blankfein, θα
ήταν να µειωθεί το κεφάλαιο που απαιτείται να
διακρατούν οι τράπεζες. Ο ίδιος πιστεύει ότι οι
κεφαλαιακές απαιτήσεις παραείναι υψηλές. «Αν
κάναµε τα ίδια πράγµατα µε 25% λιγότερο κεφάλαιο,
θα είχαµε απόδοση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερη κατά
το ένα τρίτο» επισηµαίνει.
Η αποχώρηση, τον περασµένο Απρίλιο, του Daniel
Tarullo, κυβερνήτη της Fed που για τα τελευταία
έξι χρόνια λειτούργησε ως de facto επικεφαλής
των εποπτικών Αρχών, προσφέρει στον Blankfein
λόγους να είναι αισιόδοξος ότι αυτοί οι κανόνες
θα αλλάξουν. Ο Tarullo ήταν ο βασικός
υποστηρικτής της θέσπισης αυστηρότερων κανόνων
κεφαλαιοποίησης για τις τράπεζες, στον απόηχο
της χρηµατοπιστωτικής κρίσης. Η κυρίαρχη άποψη
στη Wall Street είναι ότι όποιος και αν επιλεγεί
από τον Πρόεδρο Trump για να διαδεχθεί τον
Tarullo θα δείξει περισσότερη κατανόηση στην
οπτική των τραπεζών. Σ’ αυτό ποντάρει και ο
Steve Eisman. Ο βετεράνος επενδυτής, ένας
χαρακτήρας της ταινίας The Big Short που
υποδύεται θαυµάσια ο Steve Carell, πιστεύει ότι
οι εταιρείες του χρηµατοπιστωτικού κλάδου θα
έχουν καλές αποδόσεις. Σ’ αυτές περιλαµβάνεται
και η Goldman. Υπό την ηγεσία του Trump, θεωρεί
ότι οι εποπτικές Αρχές θα αξιολογήσουν µε
διαφορετικά κριτήρια το δίχτυ ασφαλείας των
τραπεζών και ο Κανόνας Volcker θα χαλαρώσει. Οι
τράπεζες θα είναι σε θέση να επαναγοράσουν
περισσότερες µετοχές και να υιοθετήσουν πιο
χαλαρή στάση ως προς το ρίσκο. «Θα έχουν
περισσότερη µόχλευση και άρα η απόδοση ιδίων
κεφαλαίων θα αυξηθεί» λέει. «Η Goldman θα
επωφεληθεί τα µέγιστα από µια τέτοια εξέλιξη».
Και ποιο είναι το µέλλον του ίδιου του Blankfein
στην Goldman; Δεν θα µπορούσε να πει κάποιος και
γι’ αυτόν ότι παραµένει στην εταιρεία για
δυο-τρία χρόνια εις βάρος του επόµενου που θα
ηγηθεί της Goldman για τα επόµενα 10 χρόνια; (Πολλοί
στη Wall Street στοιχηµατίζουν ότι έπειτα από µερικά
χρόνια ωρίµανσης, ο Harvey Schwartz, ο σχετικά
άγνωστος πρώην οικονοµικός διευθυντής, θα είναι
ο επόµενος CEO της Goldman.) «Μη σοκάρεσαι» µου
λέει ο Blankfein. «Το πιθανότερο είναι ότι δεν
θα µείνω για πάντα. Κάποιοι είχαν αρχίσει από
την πρώτη µέρα να βάζουν στοιχήµατα για το ποιος
θα µε διαδεχόταν. Αλλά δεν θα εγκαταλείψω πρόωρα
τη δουλειά µου· καθήκον µου είναι να διαχειριστώ
τη διαδοχή µου και καθήκον του διοικητικού
συµβουλίου είναι να µε διώξει αν κρίνει ότι αυτό
πρέπει να γίνει. Άρα θα περιµένω µέχρι να συµβεί
κάτι τέτοιο. Αν κάποιος µου πει ότι είναι ώρα να
πηγαίνω, θα το καταλάβω».
Για την ώρα παραµένει στη θέση του καθώς «κανένας
δεν µε έχει απολύσει ακόµη». Σε κάθε περίπτωση,
ο Blankfein βλέπει τα πράγµατα µε θετική οπτική
σήµερα. Όπως λέει ο ίδιος, κάποτε ξόδευε 98% του
χρόνου του ανησυχώντας για πράγµατα που είχαν 2%
πιθανότητα να συµβούν. Τώρα είναι πιο αισιόδοξος:
«Βλέπω τα πράγµατα πιο θετικά, τα ποσοστά πλέον
είναι 99% και 1% αντίστοιχα».
Πηγή:
Fortune
|