Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Τράπεζας, το
ομόλογο προσέλκυσε το ενδιαφέρον περισσότερων
από 110 θεσμικών επενδυτών, με τη ζήτηση να
φτάνει στα €2 δις.
Το μεγαλύτερο μέρος της Συναλλαγής κατανεμήθηκε
σε επενδυτές από το Ηνωμένο Βασίλειο και την
Ιρλανδία (46%), 15% από τη Γερμανία, την Αυστρία
και την Ελβετία, 14% σε επενδυτές από την Ιταλία,
14% στην Ελλάδα, 6% σε επενδυτές από την
Σκανδιναβία και 5% σε επενδυτές από άλλες
ευρωπαϊκές χώρες.
Το 56% της συναλλαγής κατανεμήθηκε σε
Διαχειριστές Κεφαλαίων (Asset Managers), το 17%
σε Τράπεζες και Ιδιωτική Πελατεία τους
(Banks/Private Banking), το 14% σε Hedge funds,
το 11% σε Κεντρικές Τράπεζες/Υπερεθνικούς
Οργανισμούς (Central Banks/Official
Institutions) και το υπόλοιπο 2% σε άλλους
τύπους επενδυτών.
Η UBS ενήργησε ως Σύμβουλος της έκδοσης
(Arranger), ενώ οι Bank of America Merrill
Lynch, Deutsche Bank, Goldman Sachs, HSBC,
NatWest Markets and UBS ενήργησαν από κοινού ως
Κύριοι Ανάδοχοι και Συνδιοργανωτές της Έκδοσης
(Joint Lead Managers ). Η Commerzbank και η ΕΤΕ
ενήργησαν ως Ανάδοχοι (Co-Lead Mangers).
Η Orrick, Herrington & Sutcliffe και Δρακόπουλος
& Βασσαλάκης ενήργησαν ως νομικοί σύμβουλοι της
Εθνικής Τράπεζας.
Η Συναλλαγή εντάσσεται στις στρατηγικές
πρωτοβουλίες της Εθνικής Τράπεζας με στόχο την
επανεδραίωση της παρουσίας της στις Διεθνείς
Αγορές, επιταχύνοντας παράλληλα την αποδέσμευσή
της από τον ELA και βελτιώνοντας τη συνολική
χρηματοδοτική της δομή. |