Σύμφωνα με το CNN
Greece, η ανάλυση του
Ταμείου καλύπτει τις
προβλέψεις για το ΑΕΠ 63
κρατών για τα έτη από το
1992 έως το 2014. Το
κύριο συμπέρασμα είναι
ότι, παρόλο που εκείνοι
που διατυπώνουν τις
προβλέψεις γενικά
γνωρίζουν ότι τα έτη
ύφεσης θα είναι
διαφορετικά από τα άλλα
έτη, ωστόσο χάνουν το
μέγεθος της ύφεσης με
διαφορά έως ότου η
χρονιά να έχει σχεδόν
ολοκληρωθεί. «Στα χρόνια
της ύφεσης, τα μεγέθη
αναθεωρούνται αλλά όχι
αρκετά για να
αποφευχθούν μεγάλα
σφάλματα προβλέψεων»,
αναφέρει το ΔΝΤ.
Το δεύτερο συμπέρασμά
των συντακτών της
έκθεσης είναι ότι οι
προβλέψεις του ιδιωτικού
τομέα και του επίσημου
τομέα για την πορεία της
ανάπτυξης είναι σχεδόν
ίδιες. Έτσι, και οι δύο
αποκλίνουν το ίδιο από
τις πραγματικές συνθήκες.
Για την Ελλάδα η έκθεση
του ΔΝΤ αναφέρει πως μεταξύ
2008 και 2013 χάθηκε το
29,6% του ΑΕΠ. Το 2008
επήλθε ύφεση 0,4%, το
2009 4,4%, το 2010 η
οικονομία συρρικνώθηκε
κατά 5,4%, το 2011 κατά
8,9%, το 2012 κατά 6,6%
και το 2013 κατά 3,9%.
Μάλιστα, κανένα από τα
86 επεισόδια ύφεσης που
εξέτασε το ΔΝΤ σε βάθος
22 χρόνων (1992 -2014)
δεν μπορεί να συγκριθεί
με αυτό που συνέβη στην
Ελλάδα. Και αυτό
εξακολουθεί να ισχύει
και έως σήμερα.
Η ανάλυση του ΔΝΤ είναι
εξαιρετικά χρήσιμη και
υπό το πρίσμα των
χθεσινών ανακοινώσεων
για την ανάπτυξη στην
Ελλάδα. Στην εισηγητική
έκθεση του
προϋπολογισμού του
2017 η κυβέρνηση
εκτιμούσε πως η ανάπτυξη
στο σύνολο του έτους θα
ανερχόταν στο 2,7%. Το
Μάιο του 2017 και ενώ
είχε μεσολαβήσει η
πολύμηνη και εξαιρετικά
ψυχοφθόρα για την
οικονομία και την αγορά
δεύτερη αξιολόγηση, το
υπουργείο Οικονομικών
αναθεώρησε το σχετικό
στόχο κατά 0,9%
χαμηλότερα, στο 1,8%. Το
Νοέμβριο του 2017 και
υπό το βάρος των
απογοητευτικών στοιχείων
για την πορεία της
οικονομίας τη θερινή
περίοδο το υπουργείο
προσγείωσε το στόχο για
την ανάπτυξη στο 1,6%.
Χθες η Ελληνική
Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ)
ψαλίδισε περαιτέρω τις
προσδοκίες των
κυβερνητικών στελεχών
και στην πρώτη της
εκτίμηση για το ΑΕΠ του
2017 τοποθέτησε την
ανάπτυξη στο 1,4%.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
έδειξαν ουσιαστικά πως
το «Χριστουγεννιάτικο
θαύμα» που περίμενε η
κυβέρνηση δεν έγινε ποτέ.
Το οικονομικό επιτελείο
είχε την προσδοκία πως
στο τελευταίο τρίμηνο
του 2017 το ΑΕΠ θα
αυξανόταν κατά 2,1%
περίπου, στηριζόμενο στην
κατανάλωση της
εορταστικής περιόδου.
Ωστόσο, η κατανάλωση στο
τέταρτο τρίμηνο του 2017
μειώθηκε κατά 0,3% τόσο
σε σχέση με το τρίτο
τρίμηνο του 2017 όσο και
σε σχέση με το τέταρτο
τρίμηνο του 2016,
διαψεύδοντας τους
κυβερνητικούς
υπολογισμούς και
οδηγώντας την ανάπτυξη
μεταξύ Οκτωβρίου και
Δεκεμβρίου στο 1,9%.
Έτσι, σε μια χρονιά που
η ευρωζώνη αναπτύχθηκε
κατά 2,4% η ελληνική
οικονομία δεν μπόρεσε
καν να πλησιάσει την
επίδοση αυτή και το
Ακαθάριστο Εγχώριο
Προϊόν σε όρους όγκου
διαμορφώθηκε στα 187,1
δισ. ευρώ, όταν
κυβέρνηση και θεσμοί
ανέμεναν στις αρχές του
2017 πως θα ξεπερνούσε
τα 190 δισ. ευρώ στο
σύνολο του έτους.
Ανέκυψαν ωστόσο και άλλα
αρνητικά δεδομένα. Η
τελική κατανάλωση το
2017 μειώθηκε κατά 0,2%,
στα 167,2 δισ. ευρώ,
έναντι 167,4 δισ. ευρώ
το 2016, κινουμένη 1,8
δισ. ευρώ χαμηλότερα σε
σχέση με τις
κυβερνητικές εκτιμήσεις.
Αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι η κατανάλωση
του Δημοσίου μειώθηκε
κατά 1,1% και η
αντίστοιχη κατανάλωση
των νοικοκυριών έμεινε
στα επίπεδα του 2016.
Παράλληλα, οι εισαγωγές
αγαθών και υπηρεσιών
αυξήθηκαν κατά 7,2%, στα
64,8 δισ. ευρώ,
ξεπερνώντας κατά 1,5 δισ.
ευρώ τις κυβερνητικές
προβλέψεις. Αντιθέτως οι
εξαγωγές αυξήθηκαν κατά
6,8%, στα 59,5 δισ. ευρώ,
υστερώντας κατά 560 εκατ.
ευρώ έναντι των
κυβερνητικών εκτιμήσεων.
|
|