|
|
|
Περίληψη:
Παρά την θεαματική
βελτίωση των
αμερικανο-γαλλικών
σχέσεων, τα κλασικά
στοιχεία δυσπιστίας
μεταξύ της Γαλλίας και
των ΗΠΑ μπορούν εύκολα
να βρουν πάλι το δρόμο
τους διαμέσω του
Ατλαντικού. Οι δύο χώρες
εξακολουθούν να θεωρούν
την εξέλιξη η μια της
άλλης ως προβληματική.
|
|
|
|
|
|
-----------------------------
Μια μεγάλη θύελλα
επαπειλείται πάνω από
τον Ατλαντικό και θα
μπορούσε να ξεσπάσει
στους επόμενους μήνες.
Με την εξαίρεση των
Ευρωπαίων συμμάχων από
τους δασμούς των ΗΠΑ
στον χάλυβα και το
αλουμίνιο που λήγει την
1η Μαΐου και την
προθεσμία του Αμερικανού
προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ,
προς τους Ευρωπαίους για
να «διορθώσουν» τις
πυρηνικές συμφωνίες του
Ιράν να έρχεται σύντομα
μετά την 1η Μαΐου, οι
Ηνωμένες Πολιτείες
φαίνονται έτοιμες να
έρθουν σε σύγκρουση με
την Ευρώπη για πολιτικές
που αντιβαίνουν τα
βασικά συμφέροντα της
γηραιάς ηπείρου. Παρά τα
πρόσφατα κοινά
στρατιωτικά χτυπήματα
στις εγκαταστάσεις των
χημικών όπλων της Συρίας,
στις 14 Απριλίου, οι
Ευρωπαίοι ανησυχούν για
τις μακροπρόθεσμες
δεσμεύσεις των Ηνωμένων
Πολιτειών για την
σταθεροποίηση και
ανοικοδόμηση της Μέσης
Ανατολής. Οι σύμμαχοι
έχουν αφεθεί να
πιθανολογούν για το τι
θα φέρει ο πρόσφατος
ανασχηματισμός του
προσωπικού στην διοίκηση
του Trump,
προετοιμαζόμενοι για μια
αχαλίνωτη εξωτερική
πολιτική τύπου «Πρώτα η
Αμερική».
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ, συναντά
τον Γάλλο πρόεδρο,
Εμμανουέλ Μακρόν, στη
Νέα Υόρκη, στα 18
Σεπτεμβρίου 2017. KEVIN
LAMARQUE / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------
Στο πλαίσιο αυτό, ο
πρόεδρος Emmanuel Macron
[1] θα πραγματοποιήσει
την πρώτη του επίσημη
επίσκεψη στις Ηνωμένες
Πολιτείες, στις 23-25
Απριλίου. Όχι μόνο ο
νεαρός Γάλλος ηγέτης,
ένας ήρωας των
φιλελεύθερων
φιλο-ευρωπαϊστών,
αγκάλιασε τον
λαϊκιστή-εθνικιστή Τραμπ,
αλλά η επίσκεψή του
έρχεται σε μια εποχή
εξασθένισης της
βρετανικής και της
γερμανικής επιρροής. Ο
Macron παίζει σίγουρα τα
χαρτιά του με
πραγματισμό για να
προωθήσει τα συμφέροντα
της Γαλλίας, αλλά μήπως
μπορεί να εξασφαλίσει
ευρύτερο ρόλο για την
χώρα του, ως τη νέα
ασφαλιστική δικλείδα
στην σχέση ΗΠΑ-Ευρώπης;
Ή μήπως η Γαλλία και οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν
θα μπορέσουν να
συμφιλιώσουν τα
βραχυπρόθεσμα συμφέροντά
τους, αναζωπυρώνοντας
έτσι τις παλιές
δυσπιστίες των δύο χωρών;
ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΕΝ
ΜΕΣΩ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ
Από την εκλογή του
Trump, η σχέση των
Ηνωμένων Πολιτειών με
δύο από τους παραδοσιακά
πλησιέστερους Ευρωπαίους
συμμάχους τους, την
Γερμανία και το Ηνωμένο
Βασίλειο, έχει
επιδεινωθεί. Και οι δύο
χώρες έχουν βρεθεί
ανίσχυρες να κάνουν το
οτιδήποτε γι’ αυτό,
αδυνατώντας να βρουν τον
σωστό τόνο για να
προσεγγίσουν
αποτελεσματικά τον
Trump, παραλυμένες όπως
είναι λόγω της έλλειψης
πρόσβασης (Γερμανία) ή
της έλλειψης
αυτοπεποίθησης (Ηνωμένο
Βασίλειο) . Καθώς οι
Βρετανοί οραματίζονται
ένα μέλλον μετά το
Brexit, η πρωθυπουργός
Theresa May έκανε
κινήσεις προς τον Trump
με την ελπίδα να
χρησιμοποιήσει την
ειδική σχέση για να
εξασφαλίσει μια
κερδοφόρα εμπορική
συμφωνία, αλλά η
υπερβολική αντιδημοφιλία
του Αμερικανού προέδρου
στο Ηνωμένο Βασίλειο
περιόρισε την προσέγγισή
της. Η Γερμανία, υπό τα
συνεχή πυρά του Trump
επειδή καταγράφει μεγάλα
εμπορικά πλεονάσματα με
τις Ηνωμένες Πολιτείες,
επειδή δεν δαπανά αρκετά
για την άμυνα, για την
πολιτική ανοικτών
συνόρων της κατά την
διάρκεια της προσφυγικής
κρίσης του 2015, ή,
πρόσφατα, επειδή δεν
συμμετείχε στα χτυπήματα
κατά της Συρίας, έπρεπε
να κάνει ειδικά
ανοίγματα προς την
διοίκηση για να λάβει
την μεταχείριση που θα
ήταν η συνήθης υπό τους
προηγούμενους προέδρους
–ωθώντας την καγκελάριο
Άνγκελα Μέρκελ [2] να
επισκεφθεί την
Ουάσινγκτον δύο ημέρες
μετά τον Macron τον
Απρίλιο, για να
διασφαλίσει ότι οι
εξαιρέσεις στους δασμούς
χάλυβα και αλουμινίου θα
γίνουν μόνιμες.
Αυτή η σειρά γεγονότων
δημιούργησε μια ευκαιρία
για την Γαλλία ώστε να
καλύψει το χάσμα στην
διατλαντική σχέση. Σε
αντίθεση με τους δύο
μεγάλους γείτονές της,
οι καρδιακοί παλμοί της
Γαλλίας δεν έχει
επιταχύνθηκαν. Ο
γαλλικός λαός δεν έδειξε
το είδος της ωμής
συναισθηματικής
αντίδρασης στην εκλογή
του Trump που
επικρατούσε σε άλλες
χώρες της Δυτικής
Ευρώπης και ο Macron,
μάλιστα, τόλμησε να
προσκαλέσει τον πρόεδρο
στο Παρίσι για την Ημέρα
της Βαστίλης, σε μια
στιγμή που η προοπτική
μιας επίσημης επίσκεψης
του Trump στο Ηνωμένο
Βασίλειο εγκαταλείφθηκε
υπό τον φόβο μιας
δημόσιας αντίδρασης. Οι
δύο πρόεδροι ανέπτυξαν
μια πραγματική προσωπική
σχέση, μοιραζόμενοι
ομοιότητες κατά την
ανάρρησή τους στην
εξουσία -δύο αουτσάιντερ
που κατέστρεψαν το
πολιτικό κατεστημένο,
δύο αποδιοργανωτικές
προσωπικότητες που
απολαμβάνουν την
υπέρβαση- και στην άμεση,
ωμή ρητορική τους. Οι
ηγέτες της Γαλλίας και
της Αμερικής μιλούν σε
τακτική βάση και ο Τραμπ
στέλνει συγχαρητήρια
σημειώματα στον Γάλλο
πρόεδρο όταν εμφανίζεται
θετικά στον Τύπο.
Επακόλουθα, ο Macron
είχε το προνόμιο να
είναι ο πρώτος ηγέτης
του κόσμου που θα
προσκληθεί από τον Trump
για επίσημη κρατική
επίσκεψη.
Ο ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ TRUMP
Παρά την εξαιρετική
σχέση του Macron με τον
Trump, μεγάλο μέρος της
ανανέωσης των
αμερικανο-γαλλικών
δεσμών στην
πραγματικότητα
προηγήθηκε. Η γαλλική
διπλωματική παράδοση, η
οποία στο παρελθόν
θεωρήθηκε ως εμπόδιο για
την στενή σχέση με τις
Ηνωμένες Πολιτείες,
αποδεικνύεται
πλεονέκτημα για την
συνεργασία με την
Αμερική του Trump.
Οι Γάλλοι διπλωμάτες
μοιράζονται μερικές
βασικές απόψεις για την
θέση και τον ρόλο της
Γαλλίας στον κόσμο. Η
ανεξαρτησία, που
βρίσκεται στο επίκεντρο
της εξωτερικής πολιτικής
της Γαλλίας (και
μεταφράζεται σε μια
λατρευτική προσκόλληση
στην πυρηνική αποτροπή,
μια συνεχή επένδυση στις
στρατιωτικές δυνάμεις
της και μια άρνηση να
δεχτεί στα τυφλά την
αμερικανική κυριαρχία),
μεταδίδεται από
συνθήματα όπως του
Hubert Védrine «φίλη,
σύμμαχος αλλά όχι
ευθυγραμμισμένη», για να
περιγράψει την σχέση της
Γαλλίας με τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Υπάρχει και
μια γαλλική
ιδιαιτερότητα: Η χώρα
της Διακήρυξης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και του Πολίτη πιστεύει
στην παγκόσμια αποστολή
της, είτε για να δώσει
φωνή σε εκείνους που δεν
έχουν φωνή -όπως έδειξε
ο Macron όταν έφερε έναν
Μαλιανό μαθητή και έναν
Λίβυο μετανάστη μαζί του
κατά την επίσκεψή του
στην Γενική Συνέλευση
του ΟΗΕ- είτε για να
ενώσει την χώρα για την
καταπολέμηση της
κλιματικής αλλαγής. Η
Γαλλία επίσης αγαπά πολύ
την δέσμευσή της στο
ευρωπαϊκό σχέδιο. Είναι
βαθιά πεπεισμένη για την
υπαρξιακή αναγκαιότητα
του γαλλογερμανικού
δεσμού [3] και θα ήθελε
να οικοδομήσει μια
Ευρωπαϊκή Ένωση καθ’
εικόνα της. Πέρα από τις
ενοποιητικές έννοιες της
ανεξαρτησίας, του
εξεψιοναλισμού και του
ευρωπαϊσμού, η ελίτ της
γαλλικής πολιτικής
μοιράζεται επίσης μια
ισχυρή αίσθηση ρεαλισμού,
που την βοηθά να
αντιμετωπίσει τον
Τραμπισμό καλύτερα από
όσο οι Ευρωπαίοι
ομόλογοί της. Σε κάποιο
βαθμό, η εξέλιξη της
εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ υπό τον Trump έχει
ως αποτέλεσμα θέσεις
συχνά κοντά στις
γαλλικές απόψεις ή
τουλάχιστον συνεπείς με
τις γαλλικές προσδοκίες.
Πράγματι, η Γαλλία δεν
ανησυχεί πολύ για την
απειλή του Trump για την
Δύση και την φιλελεύθερη
παγκόσμια τάξη, την
οποία το Παρίσι έχει
συχνά αντιληφθεί ως την
αμερικανο-κεντρική τάξη.
Κατά τα τελευταία 70
χρόνια, στην χρυσή εποχή
της αμερικανικής ισχύος,
η Γαλλία έχει
επανειλημμένα αναζητήσει
τρόπους για να
απο-Δυτικοποιήσει την
δική της εξωτερική
πολιτική –παίρνοντας
θέση ως η φωνή του
Τρίτου Κόσμου την
δεκαετία του 1960 και
του 1970, σηματοδοτώντας
την δική της
μετα-αποικιακή αραβική
πολιτική ως μια γέφυρα
μεταξύ Ευρώπης και Μέσης
Ανατολής ή εκφράζοντας
ανησυχίες στο όνομα του
υπόλοιπου κόσμου κατά
την σύγκρουση με την
Ουάσινγκτον για τον
πόλεμο στο Ιράκ. Ως εκ
τούτου, η πεποίθηση του
Trump ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν πρέπει να
συμπεριφέρονται
διαφορετικά και καλύτερα
από όσο άλλες χώρες ή να
φέρουν βάρος περισσότερο
από άλλες χώρες είναι
μια μορφή
από-Δυτικοποίησης της
εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ και ταιριάζει με το
όραμα της Γαλλίας [4].
Η προτίμηση της
διοίκησης του Trump για
τα συμφέροντα αντί των
αξιών, εν τω μεταξύ, δεν
έχει απασχολήσει τόσο
τους Γάλλους, διότι η
Γαλλία δεν υιοθέτησε
ποτέ πλήρως την έννοια
μιας κοινότητας αξιών
μεταξύ των δύο πλευρών
του Ατλαντικού. Ακόμη
και όταν αναγνωρίζει τις
παράλληλες δημοκρατικές
επαναστάσεις που
συνέβησαν ταυτόχρονα και
στις δύο χώρες, η Γαλλία
θέλει να επισημαίνει ότι
οι συλλογικές
προτιμήσεις διέφεραν
πολύ μεταξύ τους. Η
Γαλλία και οι Ηνωμένες
Πολιτείες είχαν πάντα
διαφορετικές αντιλήψεις
για τα συστήματα
κοινωνικής πρόνοιας (ρόλος
του κράτους, εμπιστοσύνη
στους δημόσιους θεσμούς),
διαφορετική κατανόηση
ορισμένων βασικών
θεμελιωδών δικαιωμάτων (ελευθερία
λόγου, κοσμικότητα) και
ακόμη και διαφορετικές
αντιλήψεις για την
κατανάλωση και τον
ανταγωνισμό στην αγορά.
Η Γαλλία ήταν πάντα
μεταξύ των σκεπτικιστών
για τις διατλαντικές
διαπραγματεύσεις
ελεύθερου εμπορίου, από
τη Νέα Διατλαντική Αγορά
(New Transatlantic
Marketplace) της
δεκαετίας του '90 έως
την πρόσφατη Διατλαντική
Εταιρική Σχέση για το
Εμπόριο και τις
Επενδύσεις
(Transatlantic Trade and
Investment Partnership,
ΤΤΙΡ). Ο Macron θεωρεί
ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν έχουν την
ίδια αφοσίωση στην
ισότητα και την
κοινωνική δικαιοσύνη
όπως η Ευρώπη.
Οι Macron και Trump
μιλούν καθώς φεύγουν από
το μουσείο Les Invalides
στο Παρίσι, στις 13
Ιουλίου 2017. IAN
LANGSDON / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------
Ενστικτωδώς, οι Γάλλοι
είναι τόσο επικριτικοί
απέναντι στον Trump όσο
ο κάθε Ευρωπαίος που
βλέπει σε αυτόν, όπως το
έθεσε ο καθηγητής στο
Johns Hopkins, Hal
Brands, «ένα συνδυασμό
των χειρότερων του Μπους
και των χειρότερων του
Ομπάμα». Για τους
Γάλλους, όμως, ο Trump
δεν είναι
αποστασιοποιημένος στην
προσέγγισή του στις
διατλαντικές σχέσεις,
πέρα από την ωμή μορφή
της επικοινωνίας του.
Τόσο οι επικριτικές
παρατηρήσεις του όσο και
οι (σπανιότερες) θετικές
παρατηρήσεις του σχετικά
με τους Ευρωπαίους
συμμάχους βρίσκουν
αντηχήσεις στις
προηγούμενες προεδρίες
των ΗΠΑ. Οι Γάλλοι ακούν
την ηχώ του Μπους –υπό
τον οποίο η εξωτερική
πολιτική των Ηνωμένων
Πολιτειών καθορίστηκε
από μονομέρεια,
συντηρητισμό και
μιλιταρισμό- και την ηχώ
του Ομπάμα, υπό τον
οποίο η σωφροσύνη
αναπτύχθηκε μέχρι του
σημείου της απόσυρσης ή
της αδράνειας. Τόσο η
εποχή του Μπους όσο και
η εποχή του Ομπάμα
έφεραν στιγμές τριβής με
την Γαλλία -διαμάχες για
το Ιράκ και την Συρία
αντίστοιχα- γεγονός που
εξηγεί εν μέρει την
γαλλική έλλειψη
νοσταλγίας.
Στην πραγματικότητα, η
Γαλλία έχει επίγνωση του
γεγονότος ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες
επαναπροσδιόριζαν τα
δικά τους συμφέροντα
ασφαλείας εδώ και αρκετό
καιρό, με έναν τρόπο που
δεν ήταν απαραιτήτως
ευνοϊκός για τους
Ευρωπαίους. Αν και η
διπλωματία του Ομπάμα
επιδίωκε ορισμένους
παγκοσμιοποιημένους
στόχους (καταπολέμηση
της κλιματικής αλλαγής
και [καταπολέμηση] της
διάδοσης των πυρηνικών
όπλων), άσκησε επίσης
μια εξωτερική πολιτική
συγκράτησης, ενίοτε σε
αντίθεση με τα ευρωπαϊκά
συμφέροντα: Η «στροφή»
προς την Ασία θεωρήθηκε
ως μια στροφή μακριά από
την Ευρώπη και τη Μέση
Ανατολή˙ αυξήθηκε η
πίεση για τους
Ευρωπαίους να μοιραστούν
το βάρος της ασφάλειας˙
και ο Ομπάμα είχε μια
περιοριστική προσέγγιση
στην χρήση βίας, ακόμη
και όταν διακυβεύονταν
μεγάλα ευρωπαϊκά
συμφέροντα ασφάλειας («ηγεσία
εκ των μετόπισθεν» στην
Λιβύη, δευτερεύων ρόλος
στην διπλωματία του
Μινσκ σχετικά με την
Ουκρανία και άρνηση
χρήσης βίας για να
επιβληθεί η κόκκινη
γραμμή των χημικών όπλων
στη Συρία). Αν και η
σημερινή διοίκηση έχει
σκληρύνει την στάση της
απέναντι στην Ρωσία, ο
Trump σε σχεδόν όλα τα
μέτωπα έχει παρατείνει
και επεκτείνει αυτόν τον
επαναπροσδιορισμό των
συμφερόντων των ΗΠΑ,
συσκευάζοντάς τον σε μια
εθνικιστική,
προστατευτική, μονήρη
πολιτική τύπου «Πρώτα η
Αμερική». Τούτου
λεχθέντος, οι Γάλλοι
αισθάνονται ότι
μοιράζονται λίγα
ένστικτα με τον
Αμερικανό πρόεδρο.
Αφότου ο Τραμπ διέταξε
τον βομβαρδισμό μιας
αεροπορικής βάσης της
Συρίας τον Απρίλιο του
2017, οι Γάλλοι
διπλωμάτες χαιρέτισαν
την αντιληπτή αλλαγή
στρατηγικής και την
εμφανή αποφασιστικότητα
της νέας διοίκησης. Και
δεν δίστασαν να μπουν
στο ίδιο τρένο την
περασμένη εβδομάδα για
μια παρόμοια επιχείρηση.
Περισσότερο από τους
άλλους Ευρωπαίους, οι
Γάλλοι δίνουν στον Trump
το πλεονέκτημα της
αμφιβολίας. Θεωρούν ότι
μπορούν να
διαπραγματευτούν με
αυτόν τον πρόεδρο,
τουλάχιστον όσο και με
τους προκάτοχούς του.
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ
ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ ΩΣ «ΜΟΝΤΕΛΟ
ΣΥΜΜΑΧΟΥ»
Όχι μόνο οι Γάλλοι
αισθάνονται σίγουροι για
την κατανόηση του κόσμου
του Trump, αλλά και
έχουν ένα σχεδόν
πρωτοφανές και ασύγκριτο
επίπεδο πρόσβασης στην
Ουάσινγκτον. Σε μια
πλήρη ανατροπή της τύχης
από πριν από 15 χρόνια,
τώρα η Γαλλία
γιορτάζεται στην
Ουάσινγκτον ως
αξιόπιστος στρατιωτικός
σύμμαχος, ικανός και
πρόθυμος να παρέμβει για
να υπερασπιστεί τα
συμφέροντα της ασφάλειάς
της και εκείνα των
συμμάχων της. Αυτή η
αναμόρφωση της εικόνας
είναι το αποτέλεσμα μιας
μακράς προσπάθειας εκ
μέρους τριών Γάλλων
προέδρων για την
επιδιόρθωση των σχέσεων
με τον Αμερικανό σύμμαχό
τους. Μετά τις
υπερβολικούς
διαξιφισμούς για το Ιράκ,
ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ
χαμήλωσε την ρητορική
και συνεργάστηκε με την
διοίκηση Μπους,
αποφεύγοντας να
συμμετάσχει σε
επιχειρήματα του τύπου «σας
τα έλεγα εγώ». Ο
αντιληπτός ατλαντισμός
του Σαρκοζί, «ο
Αμερικανός»,
συμπληρώθηκε από την
επιστροφή της Γαλλίας
στις ολοκληρωμένες δομές
στρατιωτικής διοίκησης
του ΝΑΤΟ το 2009, μια
ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση
δεδομένης της κεντρικής
σημασίας της ειδικής
θέσης της Γαλλίας στο
ΝΑΤΟ για την πολιτική
ασφαλείας της. Με αυτή
την απόφαση, η Γαλλία
επιδιόρθωσε τις σχέσεις
της με τις Ηνωμένες
Πολιτείες,
ανακουφίζοντας τις
υποψίες για τα ευρωπαϊκά
αμυντικά σχέδιά της, και
ψηλώνοντας το προφίλ της
Γαλλίας στο Πεντάγωνο. Η
επιχείρηση του ΝΑΤΟ στην
Λιβύη το 2011, υπό την
ηγεσία της Γαλλίας και
του Ηνωμένου Βασιλείου,
να μοιράζονται την
διοίκηση με τις Ηνωμένες
Πολιτείες, παγίωσε τον
νέο σχηματισμό.
Ωστόσο, ήταν η απόφαση
της κυβέρνησης Hollande
να παρέμβει στο Μάλι
στις αρχές του 2013 που
πραγματικά ξύπνησε την
Ουάσιγκτον για την
παρούσα αξία του
παλαιότερου συμμάχου της.
Δέκα χρόνια μετά την
διαμάχη για το Ιράκ,
έδειξε ότι η Γαλλία ήταν
πρόθυμη να παρέμβει όταν
η σταθερότητα ενός
συμμάχου κινδύνευε και
όταν ένα τρομοκρατικό
δίκτυο ήταν πιθανό να
κερδίσει έδαφος. Πριν
και κατά την διάρκεια
της επέμβασης, η γαλλική
διπλωματία εξασφάλισε
ευρεία πολιτική στήριξη
για τον πόλεμο στην
Ουάσινγκτον. Μια
δεκαετής προσπάθεια
προσέγγισης του
Κογκρέσου, μέσω
εκπαιδευτικών ταξιδιών
στελεχών και της
δημιουργίας μιας «γαλλικής»
ομάδας στο Καπιτώλιο,
συνέβαλε στην εξασφάλιση
υλικοτεχνικής
υποστήριξης και
πληροφοριών από τις ΗΠΑ.
Όταν η Γαλλία επέκτεινε
την προσπάθειά της για
την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας στην
περιοχή του Σαχέλ,
επωφελήθηκε από την
ενεργό στήριξη και
συμμετοχή των ΗΠΑ.
Το 2014, η Γαλλία
εντάχθηκε στον
συνασπισμό υπό την
ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον
του ISIS στο Ιράκ και με
βάση τις πληροφορίες
περί μιας επικείμενης
απειλής, επέκτεινε τον
αγώνα στην Συρία τον
Σεπτέμβριο του 2015.
Μετά τις φρικτές
τρομοκρατικές επιθέσεις
στο Παρίσι αργότερα
εκείνο το έτος, οι
αμερικανο-γαλλικές
αμυντικές σχέσεις έκαναν
βήματα προς την
θεσμοθέτησή τους:
Δόθηκαν ειδικές οδηγίες
στους στρατιωτικούς
οργανισμούς πληροφοριών
των δύο χωρών για να
έχουν πρόσβαση στις
επιχειρησιακές
πληροφορίες ο ένας στου
άλλου για απειλές κοινής
εμπλοκής, και η Επιτροπή
Lafayette ιδρύθηκε για
να παρακολουθεί την
διαδικασία και να
αυξάνει την ευελιξία. Η
στρατιωτική συνεργασία
αυξήθηκε σε πολλούς
τομείς, γεγονός που
οδήγησε τον υπουργό
Άμυνας, Ashton Carter,
να πει τον Νοέμβριο του
2016 ότι «η στρατιωτική
συνεργασία μεταξύ των
Ηνωμένων Πολιτειών και
του παλαιότερου συμμάχου
μας, της Γαλλίας, δεν
ήταν ποτέ ισχυρότερη».
Σήμερα, οι δύο χώρες
είναι σχεδόν ταυτόσημες
στο μέτωπο της
αντιτρομοκρατίας. Οι
συναντήσεις στη μορφή
FiveEyes + France, για
το ISIS και την Βόρεια
Κορέα, είναι ολοένα και
συχνότερες,
αποδεικνύοντας την
σημασία, από την πλευρά
των ΗΠΑ, για κοινή χρήση
πληροφοριών με το Παρίσι.
Όλη αυτή η θεσμική
προσέγγιση έχει
δημιουργήσει ένα πολύ
φιλο-γαλλικό περιβάλλον
στο Πεντάγωνο, το οποίο
αντηχεί σε άλλους
κλάδους της αμερικανικής
κυβέρνησης. Σε μια εποχή
που στρατιωτικοί ειδικοί
των ΗΠΑ θρηνούν τον
συνεχιζόμενο αφοπλισμό
της Δυτικής Ευρώπης,
βλέπουν την Γαλλία να
διατηρεί το μερίδιό της
στις ευθύνες. Στην
διοίκηση Trump, η οποία
έχει προς τους
στρατηγούς μεγάλο
σεβασμό, καθώς και [τους
τοποθετεί] σε βασικές
πολιτικές θέσεις, οι
θετικές απόψεις των
στρατηγών για την Γαλλία
έχουν σημασία.
ΜΠΟΡΕΙ Η ΓΑΛΛΙΑ ΝΑ
ΕΜΠΝΕΥΣΕΙ ΜΙΑ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ-ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ;
Παρόλο που ο Macron
μπόρεσε να ακολουθήσει
μια διπλή ατζέντα
εγγύτητας προς τον Trump
και φιλοδοξίας για την
Ευρώπη, υπάρχουν όρια
στο τι μπορεί να κάνει.
Σε έναν κόσμο όπου ο
Trump επιβάλλει
ανταγωνισμό και διμερείς
διαπραγματεύσεις, και
όπου τα ευρωπαϊκά
κράτη-μέλη έχουν όλο και
πιο διαφορετικούς
στόχους και σχέδια -συγκρίνετε
την Γερμανία της Μέρκελ
με την Ουγγαρία του
Βίκτορ Όρμπαν- είναι
δύσκολο για την Γαλλία
να μιλά στην Ουάσινγκτον
εξ ονόματος ολόκληρης
της Ευρώπης. Είναι ακόμη
πιο δύσκολο για τον
Macron να συγκεντρώσει
τους Ευρωπαίους πίσω του
όταν ασχολείται με τις
Ηνωμένες Πολιτείες:
Μερικοί από τους
στενότερους συμμάχους
του για την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση, από τη
Μέρκελ μέχρι τον Ισπανό
πρωθυπουργό Mariano
Rajoy, είναι επίσης πολύ
επιφυλακτικοί για την
διασπαστική επιρροή τους
[δηλαδή των ΗΠΑ] στην
ευρωπαϊκή πολιτική. Με
το να προσπαθεί να
δημιουργήσει μια
κεντρική φιλοευρωπαϊκή
δύναμη σε όλη την ήπειρο
πριν από τις εκλογές για
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
το 2019, ο Macron
απειλεί τα καθιερωμένα
κόμματα ότι πρέπει να
συνεργαστούν μαζί του
για τη μεταρρύθμιση της
ΕΕ. Αν το κίνημα
παν-ευρωπαϊσμού του
Macron κρατήσει, δεν
είναι δύσκολο να
φανταστεί κανείς ότι οι
ομόλογοί του στις
πρωτεύουσες της ΕΕ θα
διστάζουν να του
εκχωρήσουν νομιμοποίηση
για να μιλά εξ ονόματος
της Ευρώπης, στην
Ουάσινγκτον ή αλλού.
Επιπλέον, όπως συχνά
παρατηρείται, κανείς δεν
είναι ποτέ πολύ μακριά
από την επόμενη
γαλλο-αμερικανική
διαμάχη. Τα κλασικά
στοιχεία δυσπιστίας
μεταξύ των δύο χωρών
μπορούν εύκολα να βρουν
πάλι το δρόμο τους
διαμέσω του Ατλαντικού.
Οι δύο χώρες
εξακολουθούν να θεωρούν
την εξέλιξη η μια της
άλλης ως προβληματική.
Το γαλλικό κοινό έχει
μια αβυσσαλέα [κακή]
άποψη για τον Trump και
κρίνουν τον ίδιο και την
διοίκησή του ως
χαοτικούς, αναξιόπιστους
και υπερβολικά
εγωιστικούς. Θα
εξακολουθήσουν να
υποστηρίζουν την
στρατηγική του Macron να
κρατά τους καλούς φίλους
κοντά και τους
προβληματικούς συμμάχους
ακόμα πιο κοντά, αλλά
πιθανότατα δεν αναμένουν
ότι θα ακολουθήσουν
τυφλά τις Ηνωμένες
Πολιτείες σε μια νέα
στρατιωτική αντιπαράθεση,
για παράδειγμα εναντίον
του Ιράν ή της Βόρειας
Κορέας, ειδικά αν
κατηγορούν την
Ουάσινγκτον ότι
παρέκαμψε την διπλωματία.
Από την αμερικανική
πλευρά, η l'amour de la
France [η αγάπη προς την
Γαλλία] έχει επίσης όρια.
Η εικόνα της Γαλλίας ως
μια κουρασμένη,
αμεταρρύθμιστη,
διαιρεμένη χώρα δεν έχει
ξεπεραστεί τελείως.
Πολλοί αντιλήφθηκαν τις
τρομοκρατικές επιθέσεις
του Νοεμβρίου του 2015
ως μια επίδειξη των
γαλλικών και των
ευρωπαϊκών ασθενειών,
δηλαδή την αδυναμία
ενσωμάτωσης ενός μεγάλου
μουσουλμανικού πληθυσμού
και την ευαισθησία στις
φυλετικές και
θρησκευτικές εντάσεις.
Και κάτω από την
ρητορική σχετικά με την
γαλλική γενναιότητα
αυτές τις μέρες, εάν οι
Γάλλοι αποτύχουν να
υποστηρίξουν μια νέα
στρατιωτική δράση των
ΗΠΑ, όπως το 2003, η
γαλλοφοβική ρητορική που
μας έδινε «παραδομένους
πιθήκους που τρώνε τυριά»
και «πατάτες ελευθερίας»
[στμ: freedom fries αντί
french fries όπως
λέγονται οι τηγανιτές
πατάτες στις ΗΠΑ]
σίγουρα θα
επανεμφανιστεί.
Ο Trump και ο Macron
εμφανίζονται σε μια
οθόνη στην Place de la
Concorde καθώς
παρακολουθούν την
παραδοσιακή στρατιωτική
παρέλαση της Ημέρας της
Βαστίλης στα Ηλύσια
Πεδία, στο Παρίσι της
Γαλλίας, στις 14 Ιουλίου
2017. KEVIN LAMARQUE /
REUTERS
----------------------------------------------------------------
Μακροπρόθεσμα, οι
αποκλίσεις μεταξύ
Γαλλίας και Αμερικής
φαίνονται διαχειρίσιμες.
Παρόλο τον πολιτικό
θόρυβο γύρω από την
Ρωσία στην Ουάσινγκτον,
η διατλαντική συνεργασία
είναι συμπαγής και
συνεπής στο θέμα αυτό,
και είναι απίθανο να
αντιμετωπίσει αναταραχή
στο σύντομο μέλλον. Όσον
αφορά το εμπόριο με την
Κίνα, η Γαλλία
πιθανότατα δεν θα
εμποδίσει μια πιο
αντιπαραθετική στάση εκ
μέρους των Ηνωμένων
Πολιτειών, καθώς οι ΗΠΑ
πιέζουν για πιο
αμοιβαίες σχέσεις και
για ενίσχυση των
κανονισμών για τις
κινεζικές επενδύσεις
στην Ευρώπη. Όσον αφορά
το κλίμα και άλλες
παγκόσμιες προκλήσεις, η
Γαλλία κάθεται άνετα
στην αντίθετη πλευρά της
αμερικανο-γαλλικής
οικουμενικότητας και δεν
αισθάνεται την ανάγκη να
επικυρωθεί από την
αμερικανική υποστήριξη.
Τα επόμενα χρόνια, ο
Macron αναμένεται να
συνεχίσει να πιέζει για
την παγκόσμια ατζέντα
του με πολύ δημόσιο
τρόπο, χωρίς να
επηρεάζεται από τον
ανταγωνισμό του Trump σε
αυτά τα ζητήματα.
Ωστόσο, η πιθανότητα
τριβής είναι υψηλότερη
σε βραχυπρόθεσμο χρονικό
διάστημα, καθώς η
μεταβλητότητα των
προσεχών μηνών θα είναι
σημαντική. Στην Συρία, η
Γαλλία και οι Ηνωμένες
Πολιτείες συμφωνούν στην
ανάγκη για τιμωρητικά
χτυπήματα εναντίον της
Συρίας για να
επαναβεβαιώσουν τον
κανόνα της μη διάδοσης,
αλλά ο στόχος του Trump
να αποσύρει τα
στρατεύματα από το πεδίο
μόλις νικήσει το ISIS
ανησυχεί το Παρίσι.
Δεδομένου ότι η
καταπολέμηση της
τρομοκρατίας είναι η
κορυφαία προτεραιότητα
ασφαλείας του Macron, η
εξασφάλιση μιας
δέσμευσης από τις
Ηνωμένες Πολιτείες για
την σταθεροποίηση των
περιοχών που
απελευθερώνονται από το
ISIS είναι ζωτικής
σημασίας αλλά είναι
απίθανη δεδομένης της
επανειλημμένα
διατυπωθείσας επιθυμίας
του Trump να
εγκαταλείψει σύντομα την
Συρία. Οι Ευρωπαίοι
αναρωτιούνται για τις
συνέπειες του παιχνιδιού
ισχύος που θα αφήσει
πίσω η Ουάσινγκτον, με
την Άγκυρα, τη Μόσχα, το
Ριάντ, την Τεχεράνη και
άλλους να συναγωνίζονται
στην πόρτα τους.
Σχετικά με το Ιράν, η
πολιτική της Γαλλίας
είναι εξαιρετικά σταθερή
τα τελευταία 15 χρόνια,
σε βαθμό που αυτό
οδήγησε σε τριβές με την
διοίκηση του Ομπάμα.
Ωστόσο, τώρα που η
πυρηνική συμφωνία είναι
στην θέση της, οι Γάλλοι
διαφωνούν με την
εκτίμηση του Trump ότι η
καταγγελία της για τις
πολλές ατέλειές της θα
μπορούσε να αποφέρει
οποιαδήποτε παραγωγικά
αποτελέσματα. Η
κατάσταση θα μπορούσε να
εκφυλιστεί γρήγορα, ήδη
από τις 12 Μαΐου, εάν ο
Trump αποφασίσει να
αποκαταστήσει τις
κυρώσεις,
συμπεριλαμβανομένων των
δευτερευουσών κυρώσεων
που επηρεάζουν άμεσα τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα στο
Ιράν και ουσιαστικά
καταργούν την συμφωνία
για όλους. Αφού
προσπάθησαν επί μήνες να
διαπραγματευτούν μια
συμπληρωματική συμφωνία
για να ευχαριστήσουν τον
Trump, οι Ευρωπαίοι θα
μπορούσαν να βρεθούν
στην δυσάρεστη θέση να
ζητήσουν από τους Ρώσους
και τους Ιρανούς να
αναγνωρίσουν ότι είναι
οι Αμερικανοί που έχουν
παραβιάσει την συμφωνία.
Η Βόρεια Κορέα είναι ένα
ερωτηματικό, καθώς
κανείς δεν ξέρει τι
είναι πρόθυμοι να
ανταλλάξουν ή να
συζητήσουν οι Αμερικανοί
στο πλαίσιο της
ενδεχόμενης διμερούς
συνόδου κορυφής. Μπορεί
κανείς να μαντέψει πώς
οι Γάλλοι, οι οποίοι
είναι σκληροπυρηνικοί
για τη μη διάδοση των
πυρηνικών όπλων, θα
αντιδρούσαν αν είχαν την
εντύπωση ότι η διοίκηση
του Trump υποβιβάζει τις
δυνατότητές της.
Για ποιο πράγμα είναι
καλός ένας φίλος; Κατά
την πορεία προς την
επίσημη επίσκεψη, οι
Γάλλοι διπλωμάτες ήταν
συνετοί στο να μειώσουν
τις προσδοκίες,
αποκαλώντας την απλώς «εορτασμό
μιας φιλίας». Το γεγονός
είναι ότι το καλύτερο
που μπορεί να ελπίζει ο
Macron είναι ότι ο Trump
θα επιτρέψει την
παράταση του ατελούς
status quo: Την συνέχιση
των κοινών προσπαθειών
για την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας στην Συρία,
μια έλλειψη απόφασης
σχετικά με την πυρηνική
συμφωνία του Ιράν, και
μια συμφωνία ότι
διαφωνούν ευγενικά στα
περισσότερα άλλα
ζητήματα. Αλλά οι
βραχυπρόθεσμοι
φυγόκεντροι άνεμοι είναι
τόσο ισχυροί ώστε οι δύο
ηγέτες ίσως να μην έχουν
την δυνατότητα μιας
φιλίας χωρίς κοινές
απόψεις για πολύ
περισσότερο χρόνο.
Η CELIA BELIN είναι
επισκέπτρια συνεργάτις
του Κέντρου για τις
Ηνωμένες Πολιτείες και
την Ευρώπη στο
Ινστιτούτο Brookings,
και μια εξωτερική
συνεργάτις στο Centre
Thucydide στο Παρίσι.
Αυτό το άρθρο βασίζεται
σε μια προσεχή έκθεση
του Brookings από την
συγγραφέα για τις
γαλλο-αμερικανικές
σχέσεις.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/71742/celia-belin/mporei-i-gallia-na-einai-i-nea-gefyra-tis-amerikis-stin-eyropi?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2018-04-19/can-france-be-americas-new-bridge-europe
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|