Στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού έχουν περάσει
και οι τρεις εταιρείες –Wind, Vodafone και η
κινεζική PCCW- που αρχικώς είχαν εκδηλώσει το
ενδιαφέρον τους. Στο πλαίσιο αυτό είχαν
υπογράψει και δήλωση εμπιστευτικότητας, ώστε να
έχουν πρόσβαση στα οικονομικά μεγέθη της
εταιρείας και βάσει αυτών των στοιχείων να
αποφασίσουν αν θα υποβάλουν και σε τι ύψος
οικονομική προσφορά.
Πωλητής είναι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ
ή Cyta). Η ΑΤΗΚ πωλεί το σύνολο των μετοχών
(100%) ή και μικρότερο ποσοστό, ανάλογα με το
ενδιαφέρον του αγοραστή το οποίο βεβαίως θα
διευκρινιστεί.
Χρηματοοικονομικός σύμβουλος της ΑΤΗΚ είναι η
PricewaterhouseCoopers Business Solutions S.A.
H Cyta Hellas και κατ΄ επέκταση το κυπριακό
δημόσιο έχει επενδύσει στην Ελλάδα πάνω από 150
εκατ. ευρώ χωρίς όμως να υπάρχει
ανταποδοτικότητα αφού η Cyta Hellas δεν έχει
καταφέρει από το 2007 και μετά να εμφανίσει έστω
και μία κερδοφόρο χρήση. Για αυτό και
αποφασίστηκε να μπει πωλητήριο αφού οι Κύπριοι
ήθελαν να κάνουν stop- loss. To 2016 o κύκλος
εργασιών της Cyta Hellas διαμορφώθηκε στα 90,8
εκατ. ευρώ από 107,8 εκατ. ευρώ το 2015 και οι
ζημιές ανήλθαν στα 18,9 εκατ. ευρώ. Οι
συσσωρευμένες ζημίες έφτασαν τα 165 εκατ. ευρώ.
Ως εκ τούτου, οι προσδοκίες για ένα υψηλό τίμημα
είναι περιορισμένες. Η εξαγορά θα πρέπει να
περάσει από την κυπριακή Βουλή και εδώ είναι το
«κλειδί» για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού. Αν
οι πολιτικοί υποστηρίξουν ότι το τίμημα θα
πρέπει να έχει άμεση σχέση με τα κεφάλαια που
έχουν ξοδευτεί και με τον εσωτερικό δανεισμό της
μητρικής προς τη θυγατρική, τότε είναι πιθανό ο
διαγωνισμός να οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Από την άλλη πλευρά, το ιδιόκτητο δίκτυο οπτικών
ινών της εταιρείας μήκους 5.500 χιλιομέτρων, οι
ολοκληρωμένες 4-play υπηρεσίες κάτω από μια
ενιαία εμπορική μάρκα και οι συνδρομητές της
(306.800 πελάτες σταθερής τηλεφωνίας στο τέλος
του 2016, 8.257 πελάτες κινητής και 10.999
πελάτες της συνδρομητικής τηλεόρασης) αποτελούν
«φιλέτο» για τους τρεις ενδιαφερόμενους και
ιδίως για τους δύο παρόχους που
δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά ώστε να
ενισχύσουν τα μερίδια αγοράς τους. |