|
|
|
Περίληψη:
Αν και η πολιτική του
πρώην υπουργού Άμυνας,
Ash Carter, για την
ενσωμάτωση των γυναικών
σε ρόλους μάχης είναι
σίγουρα ένα βήμα προς
την σωστή κατεύθυνση, η
επιβολή της ισότητας των
φύλων δεν αποτελεί την
μαγική λύση για τη
μείωση της σεξουαλικής
βίας, την αύξηση του
αριθμού των γυναικών
στρατιωτικών ηγετών ή
την ενίσχυση της
ικανότητας μάχης για τον
αμερικανικό στρατό.
|
|
|
|
|
|
-----------------
Το 2016, ο υπουργός
Άμυνας, Ash Carter,
ανακοίνωσε ότι όλοι οι
ρόλοι των υπηρεσιών
μάχης θα είναι ανοιχτοί
στις γυναίκες, χωρίς
εξαίρεση. Ήταν μια
αμφιλεγόμενη κίνηση και
έδωσε χώρο σε έντονα
διαφορετικές προβλέψεις
σχετικά με το αν η
αλλαγή πολιτικής ήταν
καλή για τον στρατό. Οι
αρνητές ισχυρίστηκαν ότι
η δυνατότητα να
πολεμήσουν οι γυναίκες
θα μείωνε τα πρότυπα της
φυσικής κατάστασης [των
στρατιωτών], θα διέλυε
την συντροφικότητα σε
έναν χώρο ιστορικά
κυριαρχούμενο από άνδρες
(σπάζοντας την «αδελφότητα»,
για να το πω έτσι) και
θα κατέστρεφε την
ικανότητα του στρατού να
στρατολογεί με το να
αφαιρέσει την σεβαστή
όλο άνδρες μονάδα μάχης,
ή, όπως το αποκαλεί ο
μελετητής Andrew Exum, «ένα
από τα τελευταία μέρη
όπου το πιο απειλούμενο
είδος, το άλφα αρσενικό,
μπορεί να αισθάνεται σαν
στο σπίτι του». Οι
υποστηρικτές, από την
άλλη πλευρά,
ισχυρίστηκαν ότι η
ένταξη των γυναικών σε
ρόλους μάχης θα ενίσχυε
τις στρατιωτικές
ικανότητες, κάνοντας τον
θεσμό πιο ισότιμο, το
οποίο θα μπορούσε, με
την σειρά του, να
συμβάλει στη μείωση των
προβλημάτων σεξουαλικής
παρενόχλησης και των
χαμηλών ποσοστών
στρατολόγησης και
διατήρησης των γυναικών.
Στρατιώτες του στρατού
των ΗΠΑ τρέχουν με πλήρη
πολεμική εξάρτυση στο
West Point, στη Νέα
Υόρκη, στις 13 Απριλίου
2018. MIKE SEGAR /
REUTERS
---------------------------------------------------------------------------
Μετά από δύο χρόνια,
είναι ακόμα πολύ νωρίς
για να βγάλουμε οριστικά
συμπεράσματα σχετικά με
το πρόγραμμα. Αλλά οι
συνάδελφοί μου, η
συνταγματάρχης ε.α.
Ellen Haring και η
Antonieta Rico του
Δικτύου Δράσης Γυναικών
εν Υπηρεσία (Service
Women’s Action Network),
και εγώ, έχουμε
πραγματοποιήσει
συνεντεύξεις με δεκάδες
γυναίκες που έχουν
υπηρετήσει σε ομάδες
συνδεδεμένες με μονάδες
πεζικού ή που έχουν
αποφοιτήσει από τάξεις
εκπαίδευσης πεζικού από
τότε που τέθηκε σε
εφαρμογή η πολιτική, και
διαπιστώσαμε ότι η
ενσωμάτωση των γυναικών
στο πεζικό [1] δεν είναι
πανάκεια για την επίλυση
των ευρύτερων ανισοτήτων
μεταξύ των φύλων και του
σεξισμού στο ιστορικά
ανδροκρατούμενο και
υπεραρσενικό θεσμό.
ΙΣΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ
Οι ανταγωνιστικές και
αντιφατικές προσδοκίες
από τις γυναίκες στην
μάχη επιβάρυναν την
πολιτική από την αρχή.
Οι υποστηρικτές
υποστήριξαν ότι το να
επιτραπεί στις γυναίκες
να παίρνουν ρόλους μάχης
θα τους προσέφερε
ευκαιρίες για να
αποδείξουν την ίση αξία
τους, την φυσική τους
κατάσταση και τις
επαγγελματικές
ικανότητές τους στους
άνδρες ομολόγους τους.
Κατά την εποχή της
ανακοίνωσης της
πολιτικής, η
γερουσιαστής Mazie K.
Hirono, Δημοκρατική,
μέλος της Επιτροπής
Ενόπλων Δυνάμεων, δήλωσε
ότι η κίνηση ήταν «ένα
μεγάλο βήμα προς την
ισότητα» [2]. Η αφαίρεση
της εξαίρεσης των
γυναικών από την μάχη,
έλεγε η λογική αυτή, θα
οδηγήσει σε μεγαλύτερη
προώθηση της
σταδιοδρομίας, καθώς θα
αποκτούσαν την
απαιτούμενη εμπειρία
μάχης για να
εξασφαλίσουν θέσεις ψηλά
στην ιεραρχία, όπως του
διοικητή του Σώματος των
Πεζοναυτών ή του Αρχηγού
του Γενικού Επιτελείου
(chairman of the Joint
Chiefs of Staff).
Επιπλέον, οι
υποστηρικτές της αλλαγής
πολιτικής υποστήριξαν
ότι οι γυναίκες θα
προσέφεραν ειδικά
χαρακτηριστικά ως
στρατιώτες πεζικού, τα
οποία θα ενίσχυαν την
ικανότητα του πεζικού.
Σύμφωνα με το Υπουργείο
Άμυνας των ΗΠΑ, οι
γυναίκες παρέχουν «μια
ικανότητα που, όταν
προστεθεί και
χρησιμοποιηθεί από μια
δύναμη μάχης, αυξάνει
σημαντικά τις
δυνατότητες μάχης αυτής
της δύναμης και έτσι
ενισχύει την πιθανότητα
επιτυχούς ολοκλήρωσης
της αποστολής». Όπως
καταδείχθηκε από της
γυναικείες Ομάδες
Εμπλοκής και Υποστήριξης
Κουλτούρας (Engagement
and Cultural Support
Teams), μονάδες που ήταν
προσαρτημένες στις
Ειδικές Δυνάμεις και τις
μονάδες πεζικού, οι
γυναίκες έχουν μοναδικές
δυνατότητες όταν είναι
να συλλέγουν πληροφορίες
και να διεξάγουν έρευνες
σε μέρη όπως το Ιράκ και
το Αφγανιστάν, όπου
υπάρχουν βαθιά επίπεδα
διαχωρισμού των φύλων.
Οι συνεντεύξεις μας
αποκάλυψαν ότι η
πολιτική έθεσε τις
γυναίκες μεταξύ δυο
ανεπιθύμητων επιλογών:
Ενώ προσπαθούσαν να
εδραιωθούν ως ίσες με
τους άνδρες, έπρεπε
επίσης να τονίζουν τα
μοναδικά προσόντα τους
ως γυναίκες. Εν ολίγοις,
έπρεπε να εμφανίζονται
τόσο ίσες όσο και
διαφορετικές, και για να
αναμιχθούν (με τους
άνδρες) όσο και για να
ξεχωρίζουν.
Για παράδειγμα, για να
θεωρηθούν ως ισότιμες,
οι γυναίκες στο πεζικό
[3] ένιωσαν πίεση όχι
μόνο να πληρούν αλλά και
να ξεπερνούν τις τυπικές
φυσικές απαιτήσεις -με
άλλα λόγια, έπρεπε να
θεωρηθούν εξαιρετικές
για να τις δουν ως ίσες
με τους άνδρες . Όπως
μια γυναίκα εξήγησε: «Πάντα
ένιωθα ότι έπρεπε να
κάνω κάτι περισσότερο ή
καλύτερα από ό, τι έκανε
ο τύπος (the guy), απλώς
για να του δείξω ότι
ήμουν, όχι ίση, αλλά όχι
χειρότερη από αυτόν».
Όπως άλλωστε και μια
γυναίκα εξέφρασε ομοίως
«Αν οι τύποι (the guys)
μετέφεραν δυο κομμάτια
ξύλο, εγώ μετέφερα τρία.
Εάν ξυπνούσαν στις επτά,
εγώ στις έξι και τριάντα.
Αν ήταν στο γυμναστήριο
για μια ώρα, ήμουν στο
γυμναστήριο για μια ώρα
και μισή. Πάντα έπρεπε
να κάνω περισσότερα».
Ακόμη και όταν οι
γυναίκες κατάφερναν να
ξεπεράσουν σε φυσική
δύναμη τους άνδρες, οι
άνδρες έτειναν να
υποβαθμίζουν τα
επιτεύγματα των γυναικών.
«Αν μπορώ να κάνω
περισσότερα pushups από
τους άνδρες, λένε: "Ω,
αυτό συμβαίνει επειδή
είσαι ελαφρύτερη". Αν
κάνω περισσότερα βαθιά
καθίσματα, λένε, "Οι
γυναίκες έχουν καλύτερο
σωματότυπο για να
κάθονται " ή "Έχεις
μικρότερο κορμό από μένα"».
Αν οι γυναίκες θεωρηθούν
«πολύ γυμνασμένες»,
αντιμετωπίζουν
αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένης της
κοινωνικής απομόνωσης ή
χαρακτηρίζονται ως
επιδεικτικές. «Οι άνδρες
δεν θέλουν να
ξεπερνιούνται οι
επιδόσεις τους από τις
γυναίκες, ειδικά σε έναν
τομέα που ήταν
περιορισμένος, που
έλεγαν για τόσο πολύ
καιρό ότι δεν μπορούμε
να το κάνουμε», εξήγησε
μια γυναίκα. «Έτσι, όταν
μια γυναίκα έρχεται και
μπορεί να το κάνει και
το κάνει καλύτερα από
αυτούς, [οι άνδρες] δεν
θέλουν να το δεχτούν».
Η κοινωνική πίεση ήταν
εξίσου δύσκολη για να
καθοδηγηθεί. Πολλές
γυναίκες μιλούσαν για το
ότι ήθελαν να είναι
σίγουρες ότι θεωρούνταν
«εντάξει και
διασκεδαστικές», αλλά
και «σκληρές και
επαγγελματίες». Έπρεπε
πάντοτε να περπατούν σε
μια λεπτή γραμμή ανάμεσα
στο να είναι «πολύ
μαλακές» ή να είναι «κάτι
σαν σκύλες». Αρκετές
γυναίκες εξέφρασαν
σοβαρές αμφιβολίες ως
προς το αν θα μπορούσαν
ποτέ να γίνουν αποδεκτές
ως ισότιμες από τους
άνδρες ομολόγους τους.
Μια γυναίκα μίλησε για
έναν άνδρα διοικητή του
στρατού που κατέστησε
σαφές ότι διαφωνεί με
την αλλαγή πολιτικής. «Είχε
εκείνες τις ριζωμένες
πεποιθήσεις ότι οι
γυναίκες δεν ανήκαν εκεί
έξω», είπε. «Δεν είχε
σημασία τι κάναμε, δεν
είχε σημασία τι αξία
προσθέσαμε. Ήμασταν
γυναίκες και εισβάλαμε
κατά κάποιο τρόπο στην
επικράτειά του».
Καθ’ όλη την διάρκεια
του χρόνου τους στο
πεζικό, οι γυναίκες
αισθάνθηκαν ότι
παρακολουθούνταν πιο
προσεκτικά από τους
άνδρες. Και αν έκαναν
ένα λάθος, η απόδοσή
τους εκλαμβανόταν ως μια
αντανάκλαση για όλες τις
γυναίκες. Μια γυναίκα
στρατιώτης μας είπε: «Ορίζεις
το πρότυπο για τις
γυναίκες. Όλοι οι άνδρες
με τους οποίους είσαι
στην ίδια κλάση αυτή την
στιγμή θα σε δουν, και η
πρώτη τους εντύπωση για
τις γυναίκες στο στρατό
πρόκειται να προέλθει
από εσένα». Εάν
αποτύχουν, «θα
αποτελέσουν την
ανεκδοτική απόδειξη ότι
οι γυναίκες δεν ανήκουν
εδώ».
ΤΟ «ΤΑΒΑΝΙ» ΤΩΝ
ΑΞΙΩΜΑΤΩΝ
Πέρα από τα διπλά «μέτρα
και σταθμά» που
εξακολουθούν να
αντιμετωπίζουν οι
γυναίκες στο πεζικό,
υπάρχουν αρκετά
διαρθρωτικά εμπόδια για
την ενσωμάτωση των
γυναικών στον στρατό που
διαιωνίζουν τις
ανισότητες μεταξύ των
φύλων στο εσωτερικό του
θεσμού. Για παράδειγμα,
το 2016, ο στρατός
σχεδίασε ένα πρόγραμμα
που ονομάζεται Leaders
First, στο οποίο οι
γυναίκες ανατέθηκαν στην
ταξιαρχία είτε στο Fort
Bragg είτε στο Fort Hood
για να δημιουργήσουν την
κρίσιμη μάζα γυναικών
ηγετών πεζικού που
χρειάζονταν πριν οι
καταταχθείσες γυναίκες
ενσωματωθούν πλήρως σε
ρόλους μάχης. Αυτή η
πολιτική κάνει δύο
λανθασμένες υποθέσεις:
Ότι η δημιουργία μιας
κρίσιμης μάζας γυναικών
θα παρέχει ένα πιο
ανοιχτό περιβάλλον για
το πρώτο σώμα γυναικών
που θα ενσωματωθεί
επιτυχώς, και ότι οι
αξιωματικοί του πεζικού
θα ήταν σε θέση να
ηγηθούν στο να
σιγουρέψουν την επιτυχή
ενσωμάτωση των
στρατολογημένων γυναικών.
Δυστυχώς, η ιδέα ότι μια
«κρίσιμη μάζα» γυναικών
ηγετών σε ένα χώρο
εργασίας μπορεί να
εμπνεύσει την αλλαγή
κουλτούρας είναι έντονα
αμφισβητήσιμη. Οι
περισσότερες διαθέσιμες
έρευνες δείχνουν ότι
καίριας σημασίας είναι η
ευρύτερη εκπαίδευση
ηγεσίας και η προσήλωση
στην ποικιλομορφία, παρά
η ένταξη «ενδεικτικών»
γυναικών. Επιπλέον, το
Leaders First φαίνεται
να βάζει το βάρος του να
ξεκινήσουν τις
προσπάθειες ενσωμάτωσης
των γυναικών στις
γυναίκες κατώτερες
αξιωματικούς του πεζικού
αντί στην ευρύτερη
ηγεσία. Επίσης,
αποτυγχάνει να
αναγνωρίσει την ανάγκη
τόσο για αλλαγές στις
ανώτατες βαθμίδες του
στρατού όσο και για
εκπαίδευση στην
κουλτούρα.
Τελικά, το Leaders First
συγκέντρωσε μεγαλύτερο
ενδιαφέρον από γυναίκες
αξιωματικούς από το
αναμενόμενο, γεγονός που
δημιούργησε διάφορα
προβλήματα. Οι γυναίκες
έπρεπε να ανταγωνίζονται
με τους άνδρες ομολόγους
τους για περιορισμένους
ρόλους ηγεσίας διμοιριών,
που είναι απαραίτητοι
για τους αξιωματικούς σε
αυτό το στάδιο της
σταδιοδρομίας τους. Οι
γυναίκες τώρα έχουν να
αντιμετωπίσουν μεγάλες
περιόδους αναμονής για
να αναλάβουν τέτοιες
θέσεις, και όταν το
κάνουν, κατηγορούνται
ότι απολαμβάνουν
προνομιακή μεταχείριση.
Όπως εξήγησε η Ellen
Haring στους Army Times
[4], η πολιτική του
Leaders First προκάλεσε
σύγχυση και ένταση και
έτσι «λειτούργησε σαν
εμπόδιο για τις γυναίκες
που θέλουν να εισέλθουν
στους μαχητικούς κλάδους
και προκαλεί δυσαρέσκεια
μεταξύ των ανδρών
στρατιωτών».
Ένα άλλο διαρθρωτικό
ζήτημα είναι ο τρόπος με
τον οποίο γίνεται ο
χειρισμός των
σεξουαλικών επιθέσεων
στον στρατό. Το
αναμενόμενο ήταν ότι το
να επιτρέπεται στις
γυναίκες να παίρνουν
ρόλους μάχης θα οδηγούσε
σε μείωση της
σεξουαλικής βίας. Η
λογική πίσω από αυτό το
σκεπτικό ήταν ότι μια μη
ισορροπημένη αναλογία
φύλων, με τους άντρες να
ξεπερνούν τις γυναίκες,
δημιουργεί μια
ανδροπρεπή κουλτούρα
(macho culture) που
θεωρεί, και ως εκ τούτου
αντιμετωπίζει, τις
γυναίκες ως κατώτερες.
Αυτός ο τρόπος σκέψης
στην συνέχεια οδηγεί σε
υψηλά επίπεδα
σεξουαλικής βίας. Όπως
σημείωσε ο πρώην αρχηγός
του Γενικού Επιτελείου,
στρατηγός Martin E.
Dempsey: «Όταν έχετε ένα
μέρος του πληθυσμού που
έχει οριστεί ως
πολεμιστές και ένα άλλο
μέρος που έχει οριστεί
ως κάτι άλλο, νομίζω ότι
η ανισότητα αρχίζει να
καθιερώνει μια ψυχολογία
που σε ορισμένες
περιπτώσεις οδηγεί σε
αυτό το περιβάλλον [της
σεξουαλικής παρενόχλησης
και σεξουαλικής επίθεσης].
Πρέπει να πιστεύω ότι
όσο περισσότερο μπορούμε
να αντιμετωπίζουμε τους
ανθρώπους ισότιμα, τόσο
πιο πιθανό είναι να
αντιμετωπίζονται και
μεταξύ τους ισότιμα».
Η Ταξίαρχος των Ηνωμένων
Πολιτειών Diana Holland,
η πρώτη γυναίκα
Διοικητής της
Στρατιωτικής Ακαδημίας
των ΗΠΑ στο West Point,
στη Νέα Υόρκη, στις 5
Ιανουαρίου 2016. MIKE
SEGAR / REUTERS
-----------------------------------------------------------------
Το ζήτημα δεν έγκειται
στην στρατολόγηση
περισσότερων γυναικών,
αλλά στην επιδιόρθωση
του χαλασμένου
μηχανισμού αναφορών.
Παρόλο που δεν είναι
δυνατόν να παρασχεθεί
μια ολοκληρωμένη εικόνα
της επιδημίας των
σεξουαλικών βιαιοτήτων
και επιθέσεων στον
αμερικανικό στρατό,
λίγες στατιστικές
σηματοδοτούν το μέγεθος
του προβλήματος: Μια
στις τέσσερις γυναίκες
υφίσταται παρενόχληση
στον αμερικανικό στρατό,
ενώ [υφίσταται το ίδιο
μόνο] ένας στους 15
άνδρες. Από εκείνους που
τους έχουν επιτεθεί, το
ένα τέταρτο των γυναικών
και το ένα τρίτο των
ανδρών, έχουν υποστεί
την επίθεση από κάποιον
στην αλυσίδα της
διοίκησής τους. Και όμως,
στο πλαίσιο του
συστήματος της
στρατιωτικής δικαιοσύνης,
αν οι επιβιώσαντες της
σεξουαλικής επίθεσης
θέλουν να ξεκινήσουν
επίσημη έρευνα για ένα
περιστατικό, οι
διοικητές πρέπει να
ενημερωθούν για την
καταγγελία και να
συμμετάσχουν στην έρευνα
-ακόμη και σε
περιπτώσεις όπου αυτοί ή
οι ομόλογοί τους έχουν
διαπράξει το αδίκημα.
Δεν προκαλεί έκπληξη
λοιπόν ότι τα στοιχεία
του Υπουργείου Άμυνας
δείχνουν πως τα ποσοστά
σεξουαλικής επίθεσης
είναι σε υψηλό επίπεδο,
ενώ τα ποσοστά καταδίκης
είναι σε χαμηλά επίπεδα.
Μόνο το 2,7% των
αναφορών σεξουαλικής
επίθεσης οδηγεί σε
καταδίκη. Επιπλέον, η
πλειονότητα των ανδρών
και γυναικών που
αναφέρουν επίθεση ή
παρενόχληση
αντιμετωπίζουν αρνητικά
αντίποινα: Το ένα τρίτο
των θυμάτων απολύεται
εντός επτά μηνών από την
υποβολή της έκθεσης. Η
γερουσιαστής της Νέας
Υόρκης, Kirsten
Gillibrand, έχει πιέσει
για το πέρασμα του νόμου
για την βελτίωση της
στρατιωτικής δικαιοσύνης,
ο οποίος θα «εξειδικεύσει
τον τρόπο με τον οποίο ο
στρατός διώκει σοβαρά
εγκλήματα όπως η
σεξουαλική επίθεση» με
το να κινηθεί προς την
κατεύθυνση του να
αποκτήσει ανεξάρτητους
στρατιωτικούς
εισαγγελείς που θα
χειρίζονται περιπτώσεις
σεξουαλικής επίθεσης,
αντί για κάποιον μέσα
στην υπάρχουσα αλυσίδα
διοίκησης.
Επιπλέον, υπάρχουν
απογοητευτικά σημάδια
ότι αυτή η πρώτη γενιά
γυναικών στην μάχη
αντιμετωπίζει το ίδιο
πρότυπο σεξουαλικής
επίθεσης και
παρενόχλησης όπως και οι
γυναίκες σε διάφορες
άλλες υπηρεσίες. Μέσα
στο πρώτο έτος της
ενσωμάτωσής τους, ένας
αριθμός λοχίων
εκπαίδευσης του
αμερικανικού στρατού στο
Fort Benning αποβλήθηκαν
αφότου μια γυναίκα
ασκούμενη έκανε
καταγγελίες εναντίον
τους για σεξουαλική
επίθεση. Καμία από τις
ερωτηθείσες δεν μίλησε
άμεσα για αυτούς τους
ισχυρισμούς, αλλά
αρκετές ανέφεραν μια
κουλτούρα που είναι
επιτρεπτική για
σεξουαλική επίθεση και
παρενόχληση. Οι γυναίκες
χαρακτήρισαν την
εκπαίδευση για
σεξουαλική επίθεση ως
αδύναμη και είπαν ότι
αντιμετωπίσθηκε ως
εκνευρισμός παρά ως μια
σημαντική πτυχή της
εκπαίδευσης ηγεσίας. Οι
γυναίκες περιέγραψαν
επίσης μια ατμόσφαιρα
που απαιτούσε από αυτές
να παρακολουθούν συνεχώς
την συμπεριφορά τους για
να εξασφαλίσουν ότι οι
άνδρες δεν παίρνουν «την
λάθος εντύπωση» και δεν
υποθέτουν ότι
καλωσόριζαν τα
σεξουαλικά βήματα ή ότι
τραβούσαν την προσοχή
στο σώμα τους. Μια
γυναίκα εξήγησε πώς,
κατά την διάρκεια της
εκπαίδευσης επί του
πεδίου, οι άνδρες συχνά
γυμνώνονταν μέχρι τα
εσώρουχά τους όταν
άλλαζαν ή καθάριζαν˙
ωστόσο, εκείνη
ανησυχούσε για τα σήματα
που μπορεί να έστελνε
εάν έκανε το ίδιο. «Δεν
θέλω να με κοιτάζουν ή
να κοιτάζουν τα πόδια
μου και να είναι σαν,
“Είναι εδώ για τους
λάθος λόγους. Προσπαθεί
να φανεί σέξι στο πεδίο.
Δεν επικεντρώνεται στην
εκπαίδευση”», είπε. «Το
να υπολογίζεις πώς να
κρατήσεις τον εαυτό σου
καθαρό και να αλλάζεις
τα ρούχα σου όσο πιο
διακριτικά γίνεται είναι
κάτι που δεν νομίζω ότι
οι άνδρες έχουν να το
αντιμετωπίσουν».
Εν ολίγοις, αν και η
πολιτική του Carter για
την ενσωμάτωση των
γυναικών σε ρόλους μάχης
είναι σίγουρα ένα βήμα
προς την σωστή
κατεύθυνση, η επιβολή
της ισότητας των φύλων
δεν αποτελεί την μαγική
λύση για τη μείωση της
σεξουαλικής βίας, την
αύξηση του αριθμού των
γυναικών στρατιωτικών
ηγετών ή την ενίσχυση
της ικανότητας μάχης για
τον αμερικανικό στρατό.
Το να αναμένεται ότι οι
γυναίκες θα είναι
ταυτόχρονα ίσες και
διαφορετικές, και η
άρνηση να γίνουν
θεσμικές αλλαγές για να
αναγνωριστεί ο ιστορικός
σεξισμός, οδηγεί μια
ελπιδοφόρα πολιτική προς
την αποτυχία. Αν ο
στρατός είναι ο
προσαρμόσιμος και
σύγχρονος θεσμός που [ο
ίδιος] θέλει να είναι,
δεν πρέπει μόνο να
στρατολογεί γυναίκες,
αλλά να τις ακούει και
στην συνέχεια να κάνει
τις απαραίτητες αλλαγές
που απαιτούνται ώστε η
πραγματική ισότητα να
επικρατήσει στον θεσμό.
Η MEGAN H. MACKENZIE
είναι ανώτερη λέκτορας
στις Κυβερνητικές και
Διεθνείς Σχέσεις στο
Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ
και η συγγραφέας του
βιβλίου με τίτλο Beyond
the Band of Brothers:
The U.S. Military and
the Myth that Women
Can't Fight.
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/71748/megan-h-mackenzie/to-na-epitrapei-stis-gynaikes-na-polemisoyn-diorthonei-tin-aniso?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2018-04-23/will-letting-women-fight-fix-gender-inequality
|
|
Greek Finance Forum |
|
Σχόλια Χρηστών |
|
|
|
|
|
|