Όπως σχολιάζουν οι αρθρογράφοι της WSJ η Εθνική
Τράπεζα προχώρησε στην πώληση καλυμμένου
ομολόγου συνολικής αξίας 750 εκατ. Ευρώ, με την
εφημερίδα να τονίζει ότι για πρώτη φορά που μία
ελληνική τράπεζα «επιστρέφει» στις αγορές μετά
το 2014.
Οι αρθρογράφοι της WSJ αναφέρουν ότι τα
καλυμμένα ομόλογα εκδίδονται κυρίως από τράπεζες
και έχουν ως «στήριγμα» συγκεκριμένο όγκο
δανείων, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να
αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς όταν τα
αγοράζουν.
Το καλυμμένο ομόλογο της ΕΤΕ είναι τριετές, με
αξιολόγηση Β από τον οίκο Fitch, ενώ προσφέρθηκε
με κουπόνι 2,75%.
Οι αρθρογράφοι της WSJ γράφουν πως η επιτυχημένη
έκδοση αποτελεί ένα ακόμη παράγοντα στήριξης
στον ταλαιπωρημένο τραπεζικό κλάδο της Ελλάδας,
ο οποίος εξακολουθεί να πιέζεται καθώς στους
ισολογισμούς των τραπεζών υπάρχουν Μη
Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) συνολικού ύψους
100 δισ. ευρώ.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να
"εξομαλύνουν την χρηματοδότησή τους με την
τακτική πρόσβαση στις αγορές και να μειώσουν την
εξάρτηση τους από τον ELA" δήλωσε ο Giuseppe di
Mino, διευθύνων σύμβουλος του hedge fund Amber
Capital.
Ο κ. Di Mino εκτιμά ότι η Εθνική Τράπεζα είναι
σε πολύ καλύτερη θέση από τις τέσσερις μεγάλες
ελληνικές τράπεζες όσον αφορά την κεφαλαιακή της
επάρκεια και ρευστότητάς της.
Πάντως αναφέρει ότι προτιμά να επενδύσει στην
αγορά μετοχών της Εθνικής από την αγορά ομολόγων
της.
Παράλληλα, ανώτερο στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας
δήλωσε ότι η επιτυχία της έκδοσής αυτής θα
ανοίξει το δρόμο και για
τις άλλες τράπεζες να πράξουν το ίδιο.
"Η πρόσβαση στην αγορά μπορεί να αποκατασταθεί
σταδιακά", δήλωσε ο αξιωματούχος.
Σύμφωνα πάντα με τη WSJ, η Eurobank Ergasias
σχεδιάζει επίσης την έκδοση καλυμμένων ομολογιών
ύψους 500 εκατ. ευρώ πριν από το τέλος του 2017
σύμφωνα με τραπεζικές πηγές.
Η Τράπεζα Πειραιώς επίσης σχεδιάζει να εκδώσει
καλυμμένο ομόλογο ύψους 500 εκατ. Ευρώ τον
Οκτώβριο του 2017.
Αυτό θα υποστηριχθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και
την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και
Ανάπτυξης, τρεις θεσμούς που συνδέονται με την
Ευρωπαϊκή Ένωση και θέλουν να ενισχύσουν τη
δανειοδότηση των ελληνικών μικρομεσαίων
επιχειρήσεων.
Το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας βρέθηκε στα
όρια της κατάρρευσης το 2015, μετά από την
παρατεταμένη οικονομική κρίση, τις ταραχώδεις
διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της Ελλάδας,
που έφεραν την Ελλάδα στα πρόθυρα της
κατάρρευσης και της έξοδο από την ευρωζώνη.
Αυτός ο φόβος ώθησε τα ελληνικά νοικοκυριά και
επιχειρήσεις να αποσύρουν από τις τράπεζες
καταθέσεις 40 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του
2015 μέχρι τη στιγμή που οι ελληνικές αρχές
επέβαλαν κεφαλαιακούς ελέγχους το καλοκαίρι του
ίδιου έτους.
Οι ελληνικές τράπεζες στράφηκαν στην ΕΚΤ για
βοήθεια από τον ELA, αφού η ΕΚΤ δήλωσε ότι δεν
θα δέχεται πλέον τα ομόλογα της ελληνικής
κυβέρνησης ως εγγύηση δανεισμό.
Οι έλεγχοι κεφαλαίου παραμένουν σε ισχύ, αλλά οι
συνθήκες στον τραπεζικό τομέα παρουσιάζουν
σημεία βελτίωσης.
Ο ELA μειώθηκε στο ένα τρίτο εκεί όπου βρισκόταν
στο ύψος της κρίσης και υπάρχει μια μικρή, αλλά
σταδιακή, επιστροφή τραπεζικών καταθέσεων.
Οι τράπεζες πωλούν περιουσιακά στοιχεία και
θυγατρικές τους για να αυξήσουν τους δείκτες
κεφαλαιακής επάρκειας για να βελτιώσουν τη
ρευστότητα τους.
Η Εθνική Τράπεζα αναφέρει ότι αναμένεται να
αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει από την ELA
μέσα το 2018.
Επίσης οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει επίσης να
υποβληθούν σε stress tests νωρίτερα από τις
υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες για να διαπιστωθεί
εάν χρειάζονται νέα κεφάλαια πριν από το τέλος
του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας που
ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018.
Ο Mark Dowding, συνιδιοκτήτης της BlueBay Asset
Management, δήλωσε ότι δεν αγόρασε σήμερα
ομόλογα της Εθνικής Τράπεζας επειδή πιστεύει ότι
τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου προσφέρουν πιο
ελκυστικές αποδόσεις.
"Είμαστε ακόμα θετικοί στην Ελλάδα", δήλωσε,
προσθέτοντας ότι οι αποδόσεις του 6,5% των
ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι ελκυστικές σε
σύγκριση με τις χαμηλές αποδόσεις ομολόγων άλλων
χωρών της Ευρώπης".
Οι αποδόσεις του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης
έχουν υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, σε ένα
σημάδι ότι οι ανησυχίες των επενδυτών για τη
χώρα έχουν μειωθεί.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού χρέους ήταν στο
5,54% από 7,13% στην αρχή του 2017 και το υψηλό
των και ένα πρόσφατο υψηλό 18,73% τον Ιούλιο
του 2015 αναφέρει μα χαρακτηριστικό τρόπο
κλείνοντας το δημοσίευμα η WSJ.
Πηγή: Wall Street Journal
|