Μάλιστα
Με γνωστές τις κατά καιρούς αναφορές μας ίσως και στο
σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας, το δημογραφικό. Έχοντας
μάλιστα πει χαρακτηριστικά, πως χώρα – οικονομία χωρίς
πληθυσμό δύσκολα μπορεί να ελπίζει. Χαρακτηριστικά είναι τα
συμπεράσματα της παρακάτω έκθεσης. Ειδικότερα, οι
ηλικιωμένοι αυξάνονται, τα παιδιά μειώνονται, οι νέοι
μεταναστεύουν, με τρομακτικές συνέπειες σε όλα τα πεδία. Από
το 2011 οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις, που
μειώνονται επίσης σταθερά. Ο πληθυσμός όλο και γερνάει, μια
τάση η οποία δεν πρόκειται να αναστραφεί τις επόμενες
δεκαετίες.
Αυτά ήτανε τα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης έρευνας που
εκπόνησε ο καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,
Βύρων Κοτζαμάνης, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών
Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, και είχε παρουσιάσει προσφάτως
διαδικτυακά. «Μειώνεται ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας (20-65
ετών), και θα συνεχίσει να μειώνεται.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας. Ταυτόχρονα αυξάνεται
ο μέσος όρος ηλικίας του, δηλαδή το εργατικό δυναμικό και
συρρικνώνεται και γηράσκει. Τι σημαίνει αυτό; Οτι καθώς
εισερχόμαστε στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής
επανάστασης, αν δεν λάβουμε μέτρα, το όλο και διευρυνόμενο
τμήμα του εργατικού δυναμικού, ηλικίας άνω των 50-55 ετών,
θα έχει μειωμένες ψηφιακές δεξιότητες με αποτέλεσμα σοβαρά
προβλήματα στη μετάβασή μας στην ψηφιακή εποχή. Τα μέτρα
αυτά, προγράμματα ψηφιακής κατάρτισης των μεγαλύτερων σε
ηλικία εργαζομένων, θα πρέπει να ληφθούν τώρα, αλλιώς ένα
τμήμα των εργαζομένων, κυρίως σε τομείς καίριους για την
ανάπτυξη –εκπαίδευση, υγεία, δημόσια διοίκηση– θα
απαξιωθεί καθώς θα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις νέες
συνθήκες», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Ας δούμε τα σημαντικότερα σημεία της μελέτης αυτής, η οποία
αφορά όλη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα. Αν ο
πληθυσμός μας παρουσιάζεται σε βάθος δεκαετιών αυξημένος
(7,6 εκατ. το 1951, 10,7 το 2020) αυτό οφείλεται στην αύξηση
του αριθμού των μεγαλύτερων σε ηλικία, αφού οι κάτω των 14
ετών μειώνονται αδιάκοπα. Οι έως 14 ετών μειώθηκαν μεταξύ
1951 και 2020 κατά 630.000, ενώ οι άνω των 15 ετών αυξήθηκαν
κατά 3,72 εκατομμύρια. Σημαντικές οι αλλαγές που έχουν
συντελεστεί. Ζούμε κατά μέσον όρο περισσότερο, κυρίως στις
πόλεις (το 76% του πληθυσμού έναντι του 38% το 1951),
κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους,
συμβιώνουμε περισσότερο (οι ελεύθερες συμβιώσεις αποτελούν
το 20% των πρώτων γάμων), χωρίζουμε πιο εύκολα, όμως
διατηρούνται για τις γυναίκες οι ασυμβατότητες μεταξύ
εργασιακής και οικογενειακής ζωής. Μεταξύ των 1.000 κατοίκων
οι 85 είναι αλλοδαποί.
Η οικονομική κρίση και στη συνέχεια η πανδημία
ενίσχυσαν τις τάσεις μείωσης του πληθυσμού – από το 2010 ο
πληθυσμός μειώνεται (11,123 εκατ. το 2011, 10,718 εκατ. το
2020). Ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται συνεχώς (59,5 χιλ. το
1956, 125 χιλ. το 2019), καθώς όλο και περισσότεροι
εισέρχονται στην ομάδα άνω των 65 ετών. Παράλληλα, όλο και
λιγότερες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας εισέρχονται στην
ομάδα 20-49 ετών, γεννώντας σταθερά λίγα παιδιά (83,7 χιλ.
γεννήσεις το 2019, 67 χιλ. λιγότερες από εκείνες των αρχών
του 1950). Και η τάση γήρανσης του πληθυσμού δεν πρόκειται
να ανακοπεί.
Οι αλλοδαποί, μολονότι συμβάλλουν την τελευταία δεκαετία στη
γεννητικότητα με το 15% των γεννήσεων, δεν θα ανατρέψουν την
τάση αυτή, όπως δεν την ανέτρεψαν μέχρι σήμερα. Επομένως θα
έπρεπε να ληφθούν τόσο μέτρα για την ανακοπή των πτωτικών
τάσεων των γεννήσεων όσο και μέτρα προκειμένου «ο
πληθυσμός μας να γηράσκει σε καλή υγεία, παραμένοντας
οικονομικά και κοινωνικά δραστήριος και παραγωγικός. Η
υγιής γήρανση θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιο
αντίβαρο στη μη αναστρέψιμη μέχρι το 2050 δημογραφική
γήρανση», τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.
Κατά τις προβλέψεις, η Ελλάδα θα συνεχίσει να συρρικνώνεται
πληθυσμιακά τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Σύμφωνα με το
Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, το 2035,
με βάση το δυσμενές σενάριο και την υπόθεση ενός μηδενικού
μεταναστευτικού ισοζυγίου, ο πληθυσμός μας θα μειωθεί σε
9,4 εκατ. (28% οι άνω των 65 και 4,5% οι άνω των 85) και το
2050 σε 8,3 εκατ. (33% οι άνω των 65 και 6,6% οι άνω των
85). Ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας θα περιοριστεί σε 5,8
εκατ. το 2035 και 4,6 εκατ. το 2050. «Θα πρέπει να ληφθούν
μέτρα τώρα, προκειμένου να αποδώσουν σταδιακά και η τάση να
αναστραφεί σε 20 με 30 χρόνια», αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης.
Οι ηλικιωμένοι δεν είναι απλοί αποδέκτες υπηρεσιών και
κοινωνικό βάρος. «Η έλλειψη διορατικότητας και προοπτικής
θεώρησης συνέβαλαν στη δημιουργία προβλημάτων που θα
κληθούμε να επιλύσουμε σε ένα εγγύς μέλλον, το οποίο θα
σημαδευτεί από την αναπόφευκτη δημογραφική γήρανση»,
λέει ο κ. Κοτζαμάνης. «Το δημογραφικό ρολόι προχωράει
δείχνοντας τη συνεχή αύξηση της μέσης ηλικίας του πληθυσμού.
Ομως το κοινωνικό ρολόι έχει σταματήσει καθηλωμένο σε μια
γραμμική αντίληψη του εργασιακού βίου – εκπαίδευση, εργασία,
εκτός εργασίας. Θα πρέπει να καταργηθούν τα ηλικιακά σύνορα,
να δημιουργηθούν πραγματικά εναλλακτικές επιλογές ανάμεσα
στην εργασία, στον ελεύθερο χρόνο και στην εκπαίδευση
στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, να πέσουν
τα σινικά τείχη που διαχωρίζουν την ενεργή ζωή από τη μη
ενεργή, να αξιοποιηθεί το τεράστιο απόθεμα δυνάμεων και
πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως
τρίτης ή ακόμη και τέταρτης ηλικίας». Ομως για να γίνει
αυτό θα πρέπει να αναθεωρηθούν νοοτροπίες και να δομηθούν
νέες πολιτικές, «που δεν συζητιούνται στη χώρα μας μέχρι
στιγμής. Η αυξανόμενη δημογραφική γήρανση θα πρέπει να
συνοδεύεται από ένα ξανάνιωμα των ατόμων που εντάσσονται
στην τρίτη ή τέταρτη ηλικία, αλλιώς θα βρεθούμε μπροστά σε
πολύ μεγάλα προβλήματα», καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης. |
Μακάρι
Τώρα στον τουρισμό και αν και όλα είναι ρευστά. Με
ενδιαφέρον ακούμε πως αρχίζει να υπάρχει και πάλι αισιοδοξία
για την πορεία του. Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα έγραψε η
Καθημερινή. Ειδικότερα, έπειτα από μια συνεχή περίοδο
καθοδικών αναθεωρήσεων των εκτιμήσεων για τον ελληνικό
τουρισμό φέτος, τις οποίες επέβαλε η επιδείνωση της
επιδημιολογικής εικόνας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις αγορές
από τις οποίες έλκει επισκέπτες, οι πρώτες ενδείξεις πως το
χειρότερο σενάριο μπορεί να αποφευχθεί είναι γεγονός.
Κυβέρνηση και τουριστικοί φορείς, από τα μέσα Μαρτίου και
μετά, μελετώντας τα δεδομένα άρχισαν να εκτιμούν πως ο
στόχος της ανάκτησης του 40%-50% της δραστηριότητας του
2019, που αποτελούσε την κεντρική πρόβλεψη στην αρχή του
έτους, ενδέχεται να αποδειχθεί μη εφικτός. Ορισμένοι μάλιστα
επεξεργάζονταν και σενάρια κοντά στο 35%.
Ωστόσο, τις τελευταίες δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα, τα
δεδομένα που διαμορφώνονται οδηγούν αρκετούς στην εκτίμηση
πως ενδεχομένως από τα τέλη Μαΐου και μετά η δραστηριότητα
να βελτιωθεί σημαντικά, οδηγώντας τελικά τον τουρισμό σε
αρκετά υψηλότερα επίπεδα από το 40% του 2019. Σε κάθε
περίπτωση πάντως, η χρονιά, αν δεν υπάρξει κάποια δραματική
υποτροπή της πανδημίας, αναμένεται να είναι καλύτερη από την
περυσινή. Ισως όχι τόσο καλύτερη όσο πολλοί πίστεψαν το
προηγούμενο εξάμηνο, αλλά σίγουρα καλύτερη από το 2020. Αυτά
όμως εφόσον η COVID-19 δεν επανακάμψει, όπως συνέβη
τουλάχιστον δύο φορές το τελευταίο εννεάμηνο. |
Διεθνής οικονομία
Στα της διεθνής οικονομίας τώρα. θα λέγαμε ότι για οποίον
δεν την έχει διαβάσει την παρακάτω έκθεση αξίζει να το κάνει
…. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό πως ένας στους δύο ανθρώπους
παγκοσμίως είδε τα εισοδήματά του να μειώνονται λόγω της
πανδημίας του νέου κορωνοϊού, ενώ οι άνθρωποι σε χώρες
χαμηλού εισοδήματος επλήγησαν ιδιαίτερα από απώλειες θέσεων
εργασίας ή περικοπές των ωρών εργασίας τους, δείχνει έρευνα
τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Έρευνα του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Gallup που έχει έδρα
στις ΗΠΑ, η οποία διενεργήθηκε σε δείγμα 300.000 ανθρώπων σε
117 χώρες, έδειξε ότι οι μισοί από αυτούς που έχουν δουλειά
κέρδισαν λιγότερα χρήματα λόγω των διακοπών της εργασίας
τους που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19, δηλαδή 1,6
δισεκατομμύριο ενήλικες παγκοσμίως, σύμφωνα με την έρευνα.
"Παγκοσμίως τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται από ένα υψηλό 76%
στην Ταϊλάνδη ως ένα χαμηλό 10% στην Ελβετία", επισημαίνουν
οι ερευνητές σε ανακοίνωσή τους.
Στην Βολιβία, τη Μιανμάρ, την Κένυα, την Ουγκάντα, την
Ινδονησία, την Ονδούρα και τον Ισημερινό ποσοστό μεγαλύτερο
από το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έβγαλε λιγότερα
χρήματα απ'ό,τι πριν από την παγκόσμια υγειονομική κρίση.
Στις ΗΠΑ το ποσοστό ανέρχεται σε 34%.
Η κρίση του COVID-19 έχει πλήξει τους εργαζομένους σε όλον
τον κόσμο, ιδιαίτερα τις γυναίκες, οι οποίες
υπερεκπροσωπούνται σε χαμηλά αμειβόμενους επισφαλείς τομείς,
όπως το λιανεμπόριο, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες τροφίμων.
Έρευνα της διεθνούς οργάνωσης Oxfam που δόθηκε στη
δημοσιότητα την Πέμπτη έδειξε ότι η πανδημία στοίχισε στις
γυναίκες παγκοσμίως απώλεια εισοδήματος 800 δισεκατομμυρίων
δολαρίων.
Η έρευνα του Gallup έδειξε επίσης ότι περισσότεροι από τους
μισούς από αυτούς που ερωτήθηκαν δήλωσαν ότι σταμάτησαν
προσωρινά να εργάζονται στην δουλειά ή την επιχείρησή τους
--δηλαδή περίπου 1,7 δισεκατομμύριο ενήλικες παγκοσμίως.
Σε 57 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της Ζιμπάμπουε,
των Φιλιππίνων, της Κένυας, του Μπανγκλαντές και του Ελ
Σαλβαδόρ, ποσοστό μεγαλύτερο από το 65% αυτών που ερωτήθηκαν
στην έρευνα δήλωσε ότι σταμάτησε να εργάζεται για κάποιο
χρονικό διάστημα.
Οι χώρες στις οποίες οι άνθρωποι ήταν λιγότερο πιθανό να
πουν ότι σταμάτησαν να δουλεύουν ήταν κυρίως ανεπτυγμένες,
υψηλού εισοδήματος χώρες.
Λιγότεροι από ένας στους δέκα από αυτούς που είχαν δουλειά
στην Αυστρία, την Ελβετία και τη Γερμανία δήλωσαν ότι
σταμάτησαν να εργάζονται προσωρινά. Στις ΗΠΑ το ποσοστό
ανερχόταν σε 39%, σύμφωνα με την έρευνα.
Η δημοσκόπηση αυτή έδειξε επίσης ότι ένας στους τρεις
ερωτηθέντες έχασε τη δουλειά του ή την επιχείρησή του λόγω
της πανδημίας, δηλαδή λίγο πάνω από ένα δισεκατομμύριο
ανθρώπους παγκοσμίως.
Οι αριθμοί ποικίλλουν επίσης μεταξύ των κρατών, με χώρες
χαμηλότερου εισοδήματος όπως οι Φιλιππίνες, η Κένυα και η
Ζιμπάμπουε να δείχνουν ότι ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% των
ερωτηθέντων έχασε τη δουλειά του ή την επιχείρηση, σε
σύγκριση με ένα 3% στην Ελβετία και ένα 13% στις ΗΠΑ. |