«Τη δεκαετία του ’70 ο
κρατικός παρεμβατισμός
ήταν συνώνυμος της
βιομηχανικής παρακμής
και ουσιαστικά ταμπού
για μια γενιά Ευρωπαίων
πολιτικών εκτός Γαλλίας.
Ξαφνικά κάνει θραύση,
όμως υπάρχει κίνδυνος η
επάνοδος αυτή της
ισχυρής κρατικής
παρέμβασης να οδηγήσει
σε συγκρούσεις μεταξύ
κυβερνήσεων και της
Επιτροπής Ανταγωνισμού
της ΕΕ».
Όπως αναφέρει το
Bloomberg, σε εκδήλωση
που έγινε την Τρίτη στο
Βερολίνο, η Γερμανίδα
καγκελάριος Μέρκελ
περιέγραψε τον τρόπο με
τον οποίο η Ευρώπη
μπορεί να αντιπαρατεθεί
στην οικονομική ισχύ της
Κίνας, ενισχύοντας
τολμηρότερα τις
επιχειρήσεις της. Την
ίδια στιγμή, ξεσπούσε
ένας καυγάς. Ο Ολλανδός
υπουργός Οικονομικών
τηλεφώνησε στον Γάλλο
ομόλογό του για να τον
ενημερώσει σχετικά με
την απόφαση της
ολλανδικής κυβέρνησης να
αποκτήσει το 13% του
ομίλου Air France-KLM.
Οι Γάλλοι έγιναν έξαλλοι.
Η μετοχή της εταιρείας
έχασε το 12% της αξίας
της εν μέσω ανησυχιών
ότι ένας παρατεταμένος
πόλεμος μεταξύ Γαλλίας
και Ολλανδίας θα βλάψει
της προσπάθειες της
διεύθυνσης της εταιρείας
να αυξήσει την
κερδοφορία της. «Επικρατεί
κλίμα πανικού. Η λύση
που προτείνεται είναι να
γίνουμε Κινέζοι. Δε
νομίζω ότι αυτή είναι η
ενδεδειγμένη αντίδραση»,
δήλωσε ο Γκούντμαν Βόλφ,
εκ των διευθυντών του
Ινστιτούτου Bruegel. Η
Γερμανία ενορχηστρώνει
μια συγχώνευση για να
μην πέσει σε ξένα χέρια
η Deutsche Bank AG, η
Ιταλία θέλει να αυξήσει
το μερίδιο του κράτους
στην Telecom Italia και
στην Alitalia.
Οι Εργατικοί της
Βρετανίας απέσπασαν
λαϊκή υποστήριξη με τα
σχέδια τους για επανεθνικοποίηση
των σιδηροδρόμων και των
επιχειρήσεων ενέργειας
και ύδρευσης. Είναι
αλήθεια ότι οι
περιορισμοί των κρατικών
παρεμβάσεων είναι
χαραγμένοι στο DNA της
ΕΕ από το 1957, όταν η
Συνθήκη της Ρώμης έθεσε
όρια στο μέγεθος της
ενίσχυσης των
επιχειρήσεων από τις
κυβερνήσεις. Όμως το
καθεστώς αυτό δέχεται
πιέσεις τόσο από το
Βερολίνο, όσο και από το
Παρίσι. Η Μαργκρετ
Βεστάγκερ, Επίτροπος
Ανταγωνισμού της ΕΕ, έθεσε
βέτο στα σχέδια της
Siemens AG και της
Alstom SA, που είχαν
κυβερνητική στήριξη, να
σχηματίσουν έναν
ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό
γίγαντα. Η Μέρκελ και ο
Γάλλος πρόεδρος Μακρόν
υποστηρίζουν πως οι
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
πρέπει να ενισχυθούν για
να αντιμετωπίσουν
κινεζικούς γίγαντες όπως
η CRRC Corp. Η Βεστάγκερ
αντιτείνει ότι δεν
δημιουργούνται κορυφαίες
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
υπονομεύοντας τον
ανταγωνισμό, αλλά με την
εξάλειψη της συμπίεσης
των τιμών και της
βελτίωσης της ποιότητας
των προϊόντων και των
υπηρεσιών.
Το πολιτικό κλίμα δεν
είναι ευνοϊκό για την
Βεστάγκερ καθώς
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
προσπαθούν να ανασχέσουν
την άνοδο των
λαϊκιστικών κομμάτων και
ανησυχούν για την
κινεζική απειλή. Ίσως η
σημαντικότερη στροφή
έχει γίνει στο Ηνωμένο
Βασίλειο, που την
δεκαετία του 1980 και
την κυριαρχία της Θάτσερ
ήταν το υπόδειγμα των
ιδιωτικοποιήσεων.
Οι αυξήσεις των
εισιτηρίων και οι
μόνιμες καθυστερήσεις
των δρομολογίων των
τρένων, τα φοιτητικά
δάνεια και οι φόβοι για
το δημόσιο σύστημα
υγείας, ώθησαν Βρετανούς
ψηφοφόρους να
υποστηρίξουν το Εργατικό
Κόμμα στις εκλογές του
2017. «Η πολιτική
συναίνεση γύρω από την
ιδέα ότι ο ανταγωνισμός
είναι ωφέλιμος,
καταρρέει», ανέφερε χθες
σε εκδήλωση στο Παρίσι ο
Φρέντερικ Τζενι,
οικονομολόγος του ΟΟΣΑ.
Όπως είναι όμως φυσικό,
δεν συγκλίνουν όλα τα
συμφέροντα. Η ειρωνεία
με την Air France-KLM
είναι ότι η Γαλλία είναι
πρωτοπόρος της κρατικής
παρέμβασης. Όταν ο
Μακρόν ήταν υπουργός
Οικονομικών, αναστάτωσε
την Ιαπωνία αυξάνοντας
διακριτικά το μερίδιο
του κράτους στην
αυτοκινητοβιομηχανία
Renault, ενισχύοντας την
θέση της Γαλλίας στην
σύμπραξη με τη Nissan.
Τώρα φαίνεται πως η
κυβέρνησή του είναι αυτή
που αιφνιδιάστηκε.
Αξιωματούχος από το
περιβάλλον του υπουργού
Οικονομικών Μπρουνό Λε
Μέρ δήλωσε πως είναι
εξοργισμένος από την
αποτυχία της κρατικής
εταιρείας χαρτοφυλακίου
και των οικονομικών
στελεχών της Air
France-KLM να
αντιληφθούν την κίνηση
των Ολλανδών στο
χρηματιστήριο. Η
προοπτική μιας νέα
γενιάς πολιτικών που θα
παρεμβαίνουν στην
λειτουργία μεγάλων
επιχειρήσεων έχει ήδη
εγείρει ανησυχίες.
Ιταλός τραπεζίτης με
πελάτες επενδυτές από
τις ΗΠΑ και την Ασία
είπε ότι είναι
λογικότερο να
υποστηρίξει η ιταλική
κυβέρνηση τομείς όπως ο
κατασκευαστικός, παρά να
ρίξει χρήματα σε μια
ακόμη διάσωση της
Alitalia. Οι πελάτες του
αποτρέπονται να
επενδύσουν σε ιταλικές
επιχειρήσεις εξαιτίας
κυβερνητικών παρεμβάσεων.
«Αποτελεί επιλογή της
λαϊκιστικής κυβέρνησης
να κρατά επιχειρήσεις
ζωντανές με τεχνητό
τρόπο ώστε να ελέγχει
και να περιορίζει την
κοινωνική αναταραχή. Οι
φορολογούμενοι θα
καταβάλουν το τίμημα για
πολλά χρόνια», δήλωσε η
Σιλβια Κιουτσιοβίνο,
καθηγήτρια στο
πανεπιστήμιο Roma Tre.
|