Όπως πριν
από μερικές ημέρες σχολίασε το
Reuters,
οι αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το
2008 και το 2011 πιθανώς να ήταν τα σοβαρότερα σφάλματα στη
σύγχρονη ιστορία των κεντρικών τραπεζών. Σήμερα, ενόψει
ανόδου της τιμής του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι
στη διεθνή αγορά, η ΕΚΤ δεν θα ήθελε να επαναλάβει το παλαιό
ατόπημα. Την περασμένη εβδομάδα, η τιμή του πετρελαίου τύπου
Brent στην αγορά του Λονδίνου είχε ανέλθει στα 82,55 δολάρια
το βαρέλι – έφθασε, δηλαδή, τα υψηλότερα επίπεδά της μέσα
στα τελευταία σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εάν, μάλιστα, συγκριθεί
με την ίδια περίοδο πέρυσι, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η τιμή
έχει εκτιναχθεί σε ποσοστό 40%. Κι αυτό, ως ένδειξη
πληθωριστικών πιέσεων, δεν μπορεί να το αγνοήσει η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα. Μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, ο Μάριο
Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, τόνισε ότι είναι σχετικά ζωηρή η
επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, εξέφρασε
την πεποίθηση πως η αύξηση στους μισθούς θα συνεχιστεί.
Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί
ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να αναθεωρήσει την υπόσχεσή της για
διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων έως και το καλοκαίρι του
2019 και να προβεί σε αύξηση των επιτοκίων νωρίτερα – θα
μπορούσε να τα αυξήσει μία ή και δύο φορές. Οχι τώρα, όμως.
Αν μη τι άλλο, εάν το πετρέλαιο ξεπερνούσε τα 100 δολάρια το
βαρέλι, θα δινόταν ένα κίνητρο στα στελέχη της κεντρικής
τράπεζας είτε να χαλαρώσουν περαιτέρω τη νομισματική
πολιτική είτε να καθυστερήσουν τη σκλήρυνσή της. Πρώτον, η
τωρινή άνοδος στις τιμές του «μαύρου χρυσού» σχετίζεται ως
επί το πλείστον με την περιστολή των προμηθειών και όχι με
την τόνωση της ζήτησης. Οι κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών
στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και μέλη του ΟΠΕΚ, Βενεζουέλα
και Ιράν, έχουν επιφέρει πλήγματα στην παραγωγή τους.
Παράλληλα, η πλεονασματική παραγωγή του ΟΠΕΚ και των εταίρων
του διατηρείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τη
Nomura.
Η
παγκόσμια οικονομία υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ αναπτύσσεται
δυναμικά, αλλά δεν παύει να υπάρχουν κίνδυνοι, όπως οι
εμπορικές διενέξεις και η αύξηση του κόστους δανεισμού από
την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Εάν, λοιπόν, υπάρξει
επιβράδυνση της ανάπτυξης, θα ανακοπεί η αύξηση της ζήτησης
για πετρέλαιο.
Δεύτερον,
ακολουθώντας τον κύκλο της ανόδου και της καθόδου της αγοράς,
οι τιμές του πετρελαίου τείνουν να αυξάνονται και να
υποχωρούν πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπαν λίγους μήνες
νωρίτερα αναλυτές και οικονομολόγοι.
Τρίτον,
οι ενδείξεις ότι η τιμή του «μαύρου χρυσού» μπορεί να
εκτιναχθεί ακόμα και πέραν των 100 δολαρίων το βαρέλι και να
παραμείνει για μεγάλο διάστημα, πιθανώς να ελαττώσει τα
εταιρικά κέρδη και να υποχρεώσει επιχειρήσεις να κάνουν
απολύσεις. Η άνοδος της ανεργίας θα προβληματίσει την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεδομένου ότι στην Ευρωζώνη
υπάρχει άνοδος του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς – μια
επιδείνωση των κοινωνικοικονομικών συνθηκών και της φτώχειας
θα ενισχύσει περαιτέρω τις ανωτέρω πολιτικές δυνάμεις.
Τον
Ιούλιο του 2008 το πετρέλαιο βρισκόταν στα 147 δολάρια το
βαρέλι. Η αύξηση των επιτοκίων τότε από την ΕΚΤ έγινε εν
μέσω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πριν από λίγους
μήνες είχε διασωθεί η Bear Sterns και λίγους μήνες αργότερα
θα διαλυόταν η Lehman. Το 2011 το πετρέλαιο ήταν και πάλι
πάνω από τα 100 δολάρια και η ΕΚΤ έκανε δύο αυξήσεις –
ακριβώς τότε που η Ευρωζώνη βρισκόταν στο μέσον της δικής
της κρίσης χρέους: Ιρλανδία και Ελλάδα είχαν υπαχθεί σε
προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ οι αποδόσεις
ιταλικών και ισπανικών ομολόγων είχαν εκτιναχθεί. |