Ένα θα λέγαμε πως είναι το μεγάλο debate που υπάρχει, με
αφορμή και την πρόσφατη πτώση των αγορών. Αν το πολυετές
Bull Market έφθασε στο τέλος του ή απλά και μόνο η τελευταία
πτώση ήταν μια διόρθωση και τίποτα περισσότερο. Και φυσικά
αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί, με
τις απόψεις να είναι σχεδόν μοιρασμένες. Είναι
χαρακτηριστικό ότι όπως σχολίαζε το Reuters,
η ανοδική πορεία της Wall Street που έχει διαρκέσει
εννέα χρόνια ενδέχεται να βρίσκεται στο τέλος της,
προκαλώντας ανησυχία περί αντικατάστασής της από πτωτική
αγορά, καθώς οι μετοχές εταιρειών πολλών κλάδων έχουν
υποχωρήσει κατά 20% από το υψηλότερο επίπεδο όπου είχαν
βρεθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Αν μια παρατεταμένη πτώση των
μετοχών πλήξει την πραγματική οικονομία, μέσω της
επιδείνωσης του επιχειρηματικού κλίματος και του περιορισμού
εταιρικών δαπανών και επενδύσεων, τότε θα ενισχυθεί η απειλή
επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας ή ακόμη και ύφεσής
της. Το μεγάλο ερώτημα, ομολογουμένως, και η μεγάλη ανησυχία
είναι σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν κεντρικοί τραπεζίτες και
κυβερνήσεις να περιορίσουν την πτώση. Οι επενδυτές αρχίζουν
να συνειδητοποιούν πως ενδέχεται να βρίσκονται σε σημείο
καμπής. Σύμφωνα με έρευνα της Morgan Stanley μεταξύ
περισσότερων από 100 διαχειριστών χαρτοφυλακίου και
επικεφαλής επενδύσεων, έδειξε πως το 80% είναι απαισιόδοξο
για την πορεία των μετοχών και μόλις το υπόλοιπο 20%
αισιόδοξο. Σύμφωνα με την έρευνα, σήμερα υπάρχει αλλαγή στον
ψυχισμό που δεν υπήρχε τον προηγούμενο Φεβρουάριο, όταν η
ξαφνική άνοδος της μεταβλητότητας είχε προκαλέσει την
υποχώρηση της Wall Street κατά 12%. Τότε, πολλοί επενδυτές
είχαν αγοράσει μετοχές μετά την υποχώρησή τους. Σήμερα
τείνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να πωλούν με το πρώτο
σημάδι ανόδου των μετοχών.
Όπως είχε γράψει το Reuters, η BlackRock σημειώνει πως έχουν
ήδη αποσυνδεθεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, η πορεία των μετοχών
και ο ρυθμός αύξησης της κερδοφορίας και μάλιστα αυτό
συμβαίνει πριν από την αναμενόμενη επιβράδυνση της εταιρικής
κερδοφορίας το 2019. Ο χρηματιστηριακός δείκτης έχει
υποχωρήσει κατά σχεδόν 10% τον Οκτώβριο, ο οποίος
αποδεικνύεται ο χειρότερος μήνας μετά τον Φεβρουάριο του
2009. Είχε υποχωρήσει κατά 12% σε διάστημα μόλις δύο
εβδομάδων στα τέλη Ιανουαρίου και στις αρχές Φεβρουαρίου,
ωστόσο σήμερα η προοπτική για ανάκαμψη είναι πολύ
ασθενέστερη. Η ικανότητα της Fed να ελέγξει το μακροπρόθεσμο
κόστος δανεισμού είναι περιορισμένη. Εξαιρουμένων όλων των
υπολοίπων, ο καταιγισμός έκδοσης νέων κρατικών ομολόγων ώστε
να χρηματοδοτηθούν η μείωση της φορολογίας και η αύξηση των
στρατιωτικών δαπανών συνολικού ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων
θέτει φυσικό κατώτατο όριο στην απόδοση των αμερικανικών
ομολόγων. Τα δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας
που έλαβε ο Τραμπ μπορεί να ενισχύουν βραχυπρόθεσμα την
αμερικανική οικονομία, ωστόσο σύντομα θα ξεθωριάσουν.
Ο τρέχων ρυθμός ανάπτυξης του 3,5% πιθανότατα θα
επιβραδυνθεί στο 2% προς το τέλος του επόμενου έτους και
αυξάνονται οι πιθανότητες για ύφεση της οικονομίας το 2020.
Το περιθώριο για μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας πέρα από τις
ΗΠΑ επίσης περιορίζεται. Η κινεζική οικονομία επιβραδύνθηκε
στο 6,7% το τρίτο τρίμηνο του 2018, επίδοση που είναι η
χειρότερη τον 21ο αιώνα, με εξαίρεση το πρώτο τρίμηνο του
2009. Το Πεκίνο διαθέτει τα συναλλαγματικά αποθέματα ώστε να
ενισχύσει την οικονομία του, αυξάνει τη ρευστότητα στον
τραπεζικό κλάδο και έχει επιτρέψει στο γουάν να υποχωρήσει
κατά 10% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους. Ωστόσο,
η ένταση στο εμπόριο αρχίσει να πονάει. Παράλληλα πλήττει
και την Ευρωζώνη τη στιγμή που η ΕΚΤ ολοκληρώνει το
πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. |