Με την Ιταλία να είναι πάντα ένα από τα θέματα που
απασχολούν και θα απασχολήσουν τις αγορές (αν και τα
πράγματα κατά την άποψη μας ως GFF, μπορεί να είναι πολύ πιο
διαχειρίσιμα από ότι φαίνεται), ο κ. Marcello Minenna (διευθυντής
του τμήματος ποσοτικής ανάλυσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
της Ιταλίας) έγραψε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη. Όπως είπε,
το δεύτερο τρίμηνο του 2018
το παγκόσμιο χρέος εκτινάχθηκε σε νέα υψηλά επίπεδα των 260
τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασε στο
320% – κι αυτό συνέβη πρώτη φορά στην ιστορία. Επί του
συνόλου, το 61% αφορά ιδιωτικό χρέος εκτός του
χρηματοπιστωτικού κλάδου και μόνον το 23% αφορά το τόσο
ενοχοποιημένο δημόσιο χρέος. Στις ΗΠΑ αναλογεί το 30% του
συνολικού δημόσιου χρέους όλων των χωρών. Ακολουθούν η
Ιαπωνία και η Κίνα και μετά, με αρκετή απόσταση, έπονται οι
μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Ιστορικά μιλώντας, το
χρέος μιας χώρας, τόσο εκείνο του δημόσιου τομέα όσο και του
ιδιωτικού, τείνει να συμβαδίζει με την επέκταση της
οικονομίας, εξαιρουμένης της περιπτώσεως των αιφνίδιων
πτωχεύσεων.
Σε κάθε
περίπτωση, το απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους μιας χώρας
δεν μπορεί να δώσει επαρκείς πληροφορίες για το εάν είναι
βιώσιμο ή όχι. Ούτε και είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς
με αληθοφάνεια ότι ένα χαμηλό χρέος δείχνει τη σταθερότητα
του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αντιθέτως, ένα πολύ μικρό
χρέος ή ακόμα και μηδενικό μπορεί να δείχνει την πλήρη
έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς τη χώρα, αποκλείοντας
τα ομόλογα της από τις διεθνείς αγορές.
Εάν
συνεκτιμήσουμε το συνολικό χρέος των χωρών –τόσο το δημόσιο
όσο και το ιδιωτικό– τα πράγματα αλλάζουν. Στην πρώτη θέση
εμφανίζεται το Λουξεμβούργο με συνολικό χρέος 434% του ΑΕΠ (χρέος
κυρίως των επιχειρήσεων) και στη δεύτερη η Ιαπωνία με 373% (χρέος
κυρίως του δημόσιου τομέα). Μεταξύ των οκτώ χωρών με το
υψηλότερο χρέος συγκαταλέγονται επίσης η Γαλλία, η Ισπανία
και η Βρετανία, ενώ στην ένατη θέση εμφανίζεται η Ιταλία. Το
χρέος της είναι ισορροπημένο στο 265% του ΑΕΠ λόγω του
χαμηλού δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ο οποίος
αντισταθμίζει τον αντίκτυπο του δημοσίου χρέους.
H
αξιολόγηση μιας οικονομίας από το ύψος του δημόσιου χρέους
της και μόνον μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Τα
κριτήρια που χρησιμοποιούν οι αγορές για να αξιολογήσουν τη
φερεγγυότητα του χρέους μιας χώρας είναι πολλαπλά: το
ποσοστό των ομολόγων που κρατούν οι ξένοι και οι εγχώριοι
επενδυτές, ποια ομόλογα υπάγονται στο εθνικό ή στο διεθνές
δίκαιο, η ανάπτυξη της οικονομίας, η οικονομική κατάσταση
των πολιτών, η αποτελεσματικότητα της εφορίας στην είσπραξη
των φόρων και η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής. Στην
περίπτωση της Ιαπωνίας, παραδείγματος χάριν, η κεντρική
τράπεζα, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εγχώριες τράπεζες
κατέχουν το 90% των ομολόγων. Είναι σχεδόν αδύνατον να
υπάρξει κρίση εμπιστοσύνης για τη φερεγγυότητα της ιαπωνικής
κυβέρνησης.
Στην
Ευρωζώνη τα κράτη-μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να
διαχειριστούν αυτόνομα τη νομισματική πολιτική τους. Οπότε
το δημόσιο χρέος τους είναι εμμέσως πλην σαφώς εκτεθειμένο
σε εξωτερικές πιέσεις, περιπλέκοντας τη διαχείρισή του.
Αναλυτικότερα, ξένοι επενδυτές κρατούν το 70% του δημόσιου
χρέους των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Οπότε τα ομόλογα αυτά
είναι πολύ πιο εκτεθειμένα και ευάλωτα στις δευτερογενείς
αγορές και στον κίνδυνο ενός γενικευμένου κλίματος πανικού,
με μαζικές ρευστοποιήσεις θέσεων.
Σε
παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, οι αγορές θεωρούν πως το εταιρικό
χρέος είναι πολύ πιο επίφοβο. Ενας υπερχρεωμένος ιδιωτικός
τομέας είναι ευάλωτος στην αύξηση των επιτοκίων, ιδιαίτερα
εάν έχει προηγηθεί μια μακρά περίοδος με ιστορικά χαμηλά
επιτόκια. Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκε ένας μεγάλος όγκος
ομολόγων όσο οι εταιρείες προχωρούσαν στην επαναγορά μετοχών
τους, περιορίζοντας την άντληση κεφαλαίων από τα
χρηματιστήρια. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην
επόμενη ύφεση, «παγώνοντας» τις επενδύσεις στην οικονομία
όσο ποτέ άλλοτε.
|