Όπως έγραψαν οι New York Times, περισσότερο
δυσάρεστες παρά ευχάριστες είναι οι τελευταίες πολιτικές
ειδήσεις από τις ΗΠΑ. Όπως σχολίασαν, θα είναι δύσκολο να
στρέψει κανείς κάπου αλλού την προσοχή του κατά το επόμενο
διάστημα. Η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία γεννά ερωτήματα
και προκαλεί δυσφορία. Κατά κανόνα, οι ενδιάμεσες εκλογές
επιδρούν θετικά στις αγορές. Αυτό αληθεύει σχεδόν σε περίοδο
ενδιάμεσων εκλογών από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα στοιχεία
που έχουν συγκεντρωθεί έκτοτε δείχνουν πως δεν είχε καμία
σημασία ποιος ήταν κερδισμένος ή ηττημένος ή ποιο κόμμα
ήλεγχε τον Λευκό Οίκο ή το Κογκρέσο πριν ή μετά τις
ενδιάμεσες εκλογές. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, η περίοδος
αυτή υπήρξε εξαιρετική για τα χρηματιστήρια. Οι ενδιάμεσες
εκλογές γίνονται στο μέσον της θητείας του Αμερικανού
προέδρου.
Σύμφωνα
πάντα με τους New York Times, τις περισσότερες χρονιές των
ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, από το 1946 μέχρι το 2014, ο
δείκτης S&P 500 έχει σημειώσει κέρδη. Υπήρξαν χρονιές με
απώλειες αλλά είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Ειδικότερα, ο
S&P 500 έχει παρουσιάσει μέση άνοδο 18,4% το εννεάμηνο που
ξεκινάει στις 30 Σεπτεμβρίου –λίγο πριν από τις εκλογές που
πραγματοποιούνται Νοέμβριο– μέχρι τις 30 Ιουνίου του
επόμενου έτους, σύμφωνα με μελέτη της Ned Davis Research. Με
μια προσεκτικότερη μελέτη του χρονικού διαστήματος από τις
προεδρικές μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές, καταλήγει κανείς σε
ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Κάθε τετραετής προεδρική θητεία
χωρίζεται σε 16 τρίμηνα. Τυπικά, το καλύτερο τρίμηνο για
έναν Αμερικανό πρόεδρο είναι αυτό που διανύουμε σήμερα.
Γιατί
συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πρωταρχικός στόχος των πολιτικών
είναι να επανεκλεγούν. Είναι προτιμότερο να γίνονται οι πιο
επώδυνες πολιτικές κινήσεις στο πρώτο έτος της προεδρίας και
προς τις ενδιάμεσες εκλογές να τονώνεται σιγά σιγά η
οικονομία –και εμμέσως οι χρηματιστηριακές αγορές– για να
ενισχυθεί η δημοτικότητα του κόμματος που κυβερνά τη χώρα.
Στην περίπτωση της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, τίποτα από
τα παραπάνω δεν ισχύει.
Πρώτον, οι
περικοπές φόρων και κατ’ επέκταση η διεύρυνση του
δημοσιονομικού ελλείμματος έγιναν πολύ νωρίτερα. Είναι,
μάλιστα, πολύ πιθανό να μη βοηθήσουν καθόλου την επανεκλογή
του Ντόναλντ Τραμπ το 2020. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ
(Fed) αυξάνει σταδιακά το κόστος δανεισμού. Παρά την
ανεξαρτησία της Fed, ο Τραμπ έχει ασκήσει κριτική στις
κινήσεις της χωρίς να έχει καταφέρει τίποτα.
Δεύτερον,
τα χρηματιστήρια προεξοφλούν τις εξελίξεις στην οικονομία,
αντιδρώντας στη μεταβολή προσδοκιών. Επειδή η οικονομία και
τα εταιρικά κέρδη υπήρξαν ισχυρά όλα τα προηγούμενα έτη, οι
συγκρίσεις δεν θα είναι τόσο ευχάριστες το 2019 σε σχέση με
πριν. Είναι αρκετοί οι στρατηγικοί αναλυτές που πιθανολογούν
ύφεση μέχρι το 2020. Με την προοπτική μιας πιο μετριοπαθούς
ανάπτυξης μέσα στα επόμενα χρόνια, οι αναλυτές αναθεωρούν
προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την κερδοφορία των
εταιρειών της Wall Street.
Βέβαια, η
Fed μπορεί να μην προχωρήσει σε νέες αυξήσεις του βασικού
της επιτοκίου εάν επιδεινωθεί η κατάσταση της οικονομίας.
Και η κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει νέα μέτρα για τη στήριξη
της οικονομίας μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, όπως η
δρομολόγηση έργων υποδομής. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τα
αποτελέσματα των εκλογών.
Θα
επαναληφθεί φέτος αυτό που συνέβαινε στις χρηματιστηριακές
αγορές σε προηγούμενες ενδιάμεσες εκλογές με αξιοσημείωτη
συνέπεια; Εξίσου αξιοσημείωτη είναι, όμως, η ικανότητα του
Ντόναλντ Τραμπ να αιφνιδιάζει.
|