H
άποψη μας ως
GFF
είναι ότι ούτε η υπερβολική μείωση φόρων είναι το κλειδί για
υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και ότι η υπερβολική
φορολογία οδηγεί σε αντίθετα αποτέλεσμα τις εθνικές
οικονομίες, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα ακαδημαϊκό
θέμα, στο οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να δοθεί μια απάντηση.
Ο Αρθουρ Λάφερ ήταν το 1974 ένας νέος οικονομολόγος που
μόλις είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Τον
αναφέρουμε γιατί ήταν αυτός που έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα
τις προτάσεις του για τη φορολογική πολιτική των ΗΠΑ και την
έδωσε στον Ντικ Τσέινι και στον Ντόναλντ Ράμσφελντ, τους
βοηθούς τού τότε Αμερικανού πρόεδρου Τζέραλντ Φορντ.
Όπως έγραψαν οι
New York Times,
σε αυτήν τη χαρτοπετσέτα περιέγραφε πολύ συνοπτικά το
σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται το σχέδιο της υφιστάμενης
κυβέρνησης για τη φορολογική μεταρρύθμιση των ΗΠΑ: η αύξηση
των φόρων μειώνει τα έσοδα του κράτους, επειδή
αποδυναμώνεται η ανάπτυξη.
Τη δεκαετία του 1970, όμως, ήταν διαφορετικά τα πράγματα
στην αμερικανική οικονομία. Ο φορολογικός συντελεστής για τα
υψηλότερα εισοδήματα έφθανε το 70%. Επί τρεις δεκαετίες,
κάτι περισσότερο από το 10% του εθνικού εισοδήματος κατέληγε
στο 1% των πλουσιοτέρων της χώρας.
Πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούσαν με το επιχείρημα του κ.
Λάφερ ότι οι υψηλοί φόροι θα αποθαρρύνουν κάποια στιγμή τις
επενδύσεις, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Γιατί να
επενδύσει κανείς περισσότερα αν η κυβέρνηση κρατήσει για την
ίδια σχεδόν όλα τα οφέλη; Η φορολόγηση των πλουσίων για τη
χρηματοδότηση προγραμμάτων για τους φτωχούς θα προκαλούσε
επιβράδυνση της ανάπτυξης, μειώνοντας τα κίνητρα των
πλουσίων να αυξήσουν τα εισοδήματά τους.
«Το 1986 μειώσαμε τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή από το
50% στο 28% και τον συντελεστή φορολόγησης των επενδύσεων
από το 46% στο 34%», σχολιάζει ο Μπρους Μπάρτλετ,
οικονομικός σύμβουλος του Ρόναλντ Ρέιγκαν. «Είναι δύσκολο να
φανταστεί κανείς μεγαλύτερη δημιουργία κινήτρων, αλλά δεν
ενθυμούμαι να δόθηκε ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη».
Παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα του κ. Λάφερ ακόμα συζητείται
σε μια οικονομία που έχει αλλάξει πολύ από τη δεκαετία του
1970 και του 1980.
Σήμερα, το 1% του πληθυσμού απορροφά πάνω από το 20% του
εθνικού εισοδήματος, διπλάσιο ποσοστό από το 1974. Ο
ανώτατος φορολογικός συντελεστής βρίσκεται στο 39,6%, λίγο
παραπάνω από το ήμισυ που ίσχυε τότε.
Ποτέ άλλοτε δεν αλληλοεπηρεάζονταν περισσότερο η φορολόγηση
των υψηλότερων εισοδημάτων με την παραγωγικότητα της χώρας.
Αρχίζει να γίνεται ευρέως ξεκάθαρο ότι η μείωση των φόρων
για τους πλούσιους όχι μόνον δεν θα ενισχύσει την ανάπτυξη
αλλά μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη. Αυτό επισήμανε ο Γάλλος
οικονομολόγος Τομά Πικετί μαζί με συναδέλφους του στα
πανεπιστήμια Μπέρκλεϊ και Χάρβαρντ. Ανέλυσαν τις οικονομίες
του βιομηχανοποιημένου κόσμου από τη δεκαετία του 1970 μέχρι
τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης
και δεν διαπίστωσαν καμία σχέση ανάμεσα στη μείωση της
φορολογίας και στην ανάπτυξη.
Χώρες όπου μειώθηκαν οι φόροι, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ,
δεν παρουσίασαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης απ’ ό,τι χώρες
με αυστηρό φορολογικό καθεστώς, όπως η Δανία. Οι
οικονομολόγοι διαπίστωσαν, εντούτοις, αλληλεπίδραση ανάμεσα
στη μείωση των φόρων και στη διεύρυνση της εισοδηματικής
ανισότητας. Τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1% των κατοίκων
αυξήθηκαν πολύ περισσότερο στις χώρες όπου μειώθηκαν οι
ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές, όπως είναι οι ΗΠΑ, απ’
ό,τι στη Γαλλία ή τη Γερμανία, όπου δεν υπήρξε καμία μείωση.
Δηλαδή, οι χαμηλότεροι φόροι ενίσχυσαν περισσότερο τα
εισοδήματα των υψηλόβαθμων στελεχών και των πλουσίων αλλά
όχι με ευεργετικό τρόπο για όλη την οικονομία, δηλαδή με τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων. Αντ’ αυτού
δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για τη χειραγώγηση του
συστήματος, ώστε κάθε απόφαση που λαμβανόταν να καταλήγει σε
αύξηση των προγραμμάτων αποζημίωσης. Μάλιστα, ο κ. Πικετί
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ανώτατος συντελεστής στις ΗΠΑ
θα μπορούσε να ξεπεράσει το 80%, χωρίς καμία επίπτωση στην
ανάπτυξη της οικονομίας. |