Όπως έγραψε (σε άρθρο του στο www.ips-journal.eu) ο Alfie
Stirling (διευθυντής Οικονομικών Θεμάτων του Ινστιτούτου New
Economics Foundation), το καλοκαίρι συμπληρώνονται δέκα
χρόνια από την έναρξη της μεγαλύτερης κρίσης στη σύγχρονη
οικονομική ιστορία, με το παγκόσμιο ΑΕΠ να συρρικνώνεται για
πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτοτε, σχεδόν κάθε
μεγάλη οικονομία ανέκαμψε με τον πιο αργό ρυθμό που έχει
καταγραφεί από τότε που άρχισαν να συλλέγονται τα σχετικά με
αυτό το θέμα στοιχεία. Πέραν των αρχικών ερωτημάτων που
τέθηκαν και είχαν ώς έναν βαθμό επιστημονικό χαρακτήρα,
διατυπώνονται πλέον και άλλα που αφορούν την καθημερινή ζωή.
Αυτά έχουν να κάνουν με τη φύση του καπιταλισμού. Ο
καπιταλισμός επιβιώνει λόγω των δαπανών ή της «συνολικής
ζήτησης», όπως το θέτουν οι οικονομολόγοι. Οι δαπάνες και οι
επενδύσεις σε αγαθά και υπηρεσίες γίνονται φόροι, μισθοί και
κέρδη, προτού μετατραπούν και πάλι σε δαπάνες από
κυβερνήσεις, εταιρείες και οικογένειες. Πέραν τούτου, ο
καπιταλισμός χρειάζεται για να αυξάνονται οι δαπάνες από
τρίμηνο σε τρίμηνο και από χρονιά σε χρονιά. Οσο οι άνθρωποι
έχουν την πεποίθηση ότι οι δαπάνες θα αυξάνονται, τόσο πιο
πρόθυμοι είναι να δανειστούν και να επενδύσουν, μετακινώντας
χρήματα από το μέλλον στο παρόν και συμβάλλοντας ώστε οι
προσδοκίες να γίνουν πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον Alfie Stirling, ωστόσο, συμβαίνει και το
αντίστροφο. Οι ανησυχίες για το μέλλον επηρεάζουν τις
δαπάνες του σήμερα. Το μείζον ζήτημα από το 2008, όταν
εκδηλώθηκε η διεθνής κρίση, είναι ότι στις μεγαλύτερες
οικονομίες οι δαπάνες και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο
μέλλον διατηρούνται εν ζωή με τεχνητά μέσα. Τι σημαίνει αυτό;
Από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη έως την Ιαπωνία, οι κεντρικές
τράπεζες έχουν χρησιμοποιήσει διάφορα εργαλεία για να
διατηρήσουν ζωντανή την παγκόσμια οικονομία. Αυτά είναι τα
πολύ χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια, ώστε να παρακινηθούν
νοικοκυριά και επιχειρήσεις να ζητήσουν δάνεια. Τώρα, όμως,
για πρώτη φορά αυτά τα επιτόκια, ευρισκόμενα στο ναδίρ,
χάνουν πλέον τη δυναμική τους, γιατί φθάνουν σε τέτοια
επίπεδα, ώστε οι όποιες θετικές επιπτώσεις στις δαπάνες
είναι οριακές στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Ορισμένοι θεωρητικοί εστιάζουν την προσοχή τους στο ότι τα
χαμηλά επίπεδα δαπανών και εμπιστοσύνης δεν έχουν να κάνουν
μόνον με τα μεθεόρτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης,
αλλά με κάτι πολύ πιο βαθύ και δομικό: η τάση τής συνεχώς
μειούμενης ζήτησης δεν παρατηρείται μόνον από τη μία
δεκαετία στην άλλη αλλά και από τον έναν αιώνα καπιταλισμού
στον άλλον.
Στο Ινστιτούτο New Economics Foundation αναζητούμε την
απάντηση στο εξής ερώτημα: Μπορούμε να δημιουργήσουμε ζήτηση
για όσα πραγματικά οι άνθρωποι χρειάζονται; Οι οικονομολόγοι
και οι πολιτικοί αγνοούν σε μεγάλο βαθμό ότι, εκτός από τα
επίπεδα της συνολικής ζήτησης, υπάρχει και η κατεύθυνσή της.
Για παράδειγμα, πιθανώς οι δομικές αιτίες των ελαττωμένων
δαπανών να σχετίζονται με το πρόβλημα της γήρανσης του
πληθυσμού, στο οποίο ο καπιταλισμός αδυνατεί να δώσει λύση.
Συνεπώς, οι πολιτικοί πρέπει να στρέψουν την οικονομία προς
τη δημιουργία και την κατανάλωση υπηρεσιών, όπως η περίθαλψη,
η κινητικότητα και η κοινωνική πρόνοια με αποδέκτρια την
τρίτη ηλικία.
Αν η μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση της κοινωνίας μας
είναι ο αντίκτυπος της δράσης μας στον πλανήτη, τότε πρέπει
οι πολιτικοί να κάνουν πιο βιώσιμη την οικονομία. Αν ο
καπιταλισμός καταστρέφει εκ των ένδον τη ζήτηση, οι
πολιτικοί και πάλι πρέπει να κατανείμουν καλύτερα τα κέρδη
από την παραγωγική του διαδικασία. Για παράδειγμα, η
φορολόγηση πρέπει να γίνεται κλιμακωτά: όσοι έχουν χαμηλά
εισοδήματα θα πρέπει να επιστρέφουν στο κράτος μικρότερο
μερίδιο του μισθού τους απ’ ό,τι όσοι πληρώνονται
περισσότερο, ενώ θα πρέπει να αυξηθεί και η φορολόγηση του
πλούτου.
|