Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
πως τα τελευταία περίπου 2 χρόνια, o απίστευτος D. Trump
έχει απασχολήσει την παγκόσμια οικονομία. Και τις αγορές.
Και χωρίς καμία αμφιβολία, ο εμπορικός πόλεμος που άνοιξε
πριν από αρκετούς μήνες, ήταν το αποκορύφωμα μια ακραίας και
αμφιλεγόμενης αμερικανικής πολιτικής. Όπως σχολίασαν πριν
από μερικές ημέρες οι New Times.
Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα των 891,3δις δολαρίων ανήλθε το
εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ το 2018, επειδή εισήγαγαν τεράστιο
όγκο προϊόντων, μεταξύ άλλων και κινεζικών. Κι αυτό αποτελεί
πλήγμα για τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος
είχε υποσχεθεί να μειώσει το έλλειμμα. Ωστόσο, οι λόγοι
αύξησης του ελλείμματος δεν υπόκεινται στον έλεγχό του. Κατ’
αρχάς, στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και στη
σχετική άνοδο του δολαρίου αποδίδεται η μειωμένη ζήτηση για
αμερικανικά αγαθά. Το διογκούμενο έλλειμμα, όμως, οφείλεται
και στη δέσμη φοροαπαλλαγών ύψους 1,5 τρισ. δολ. του Τραμπ,
οι οποίες κατά κύριο λόγο χρηματοδοτήθηκαν με κρατικό
δανεισμό. Εκτός αυτού, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο
σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος. Οι υψηλοί δασμοί
στα κινεζικά προϊόντα επιβράδυναν την κινεζική οικονομία,
παρεμποδίζοντας τις αμερικανικές εξαγωγές, οι οποίες
ελαττώθηκαν σχεδόν 50% τον Δεκέμβριο του 2018 σε σχέση με
τον ίδιο μήνα του 2017.
Εμπορικό
έλλειμμα είναι η διαφορά μεταξύ του πόσα πουλάει μία χώρα σε
εμπορικούς της εταίρους σε σχέση με το τι αγοράζει από
αυτούς. Ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίζεται πως η στρατηγική του θα
μειώσει τη διαφορά. Ωστόσο, το συνολικό έλλειμμα των ΗΠΑ ως
προς τον υπόλοιπο κόσμο το 2018 αυξήθηκε κατά 12,5% έναντι
του 2017, δηλαδή κατά 70 δισ. δολάρια, και ανήλθε συνολικά
στα 621 δισ. δολάρια, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου
την Τετάρτη. (Τα 621 δισ. δολάρια προκύπτουν, αφαιρώντας από
το σύνολο των 891 δισ. δολαρίων το πλεόνασμα στο ισοζύγιο
του κλάδου των υπηρεσιών. Τον Δεκέμβριο του 2018 το συνολικό
εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ (σε υπηρεσίες και προϊόντα)
αυξήθηκε κατά 19% από τον προηγούμενο μήνα και ανήλθε στα
59,8 δισ. δολάρια. Επίσης, η άνοδος της ισοτιμίας του
δολαρίου κατέστησε πιο φθηνά τα ξένα προϊόντα στους
Αμερικανούς καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα οι ξένοι καταναλωτές
δεν προτιμούσαν αμερικανικά αγαθά. Ως αποτέλεσμα, το 2018
μειώθηκαν οι αμερικανικές εξαγωγές και αυξήθηκαν κατακόρυφα
οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων. Το εμπορικό έλλειμμα όσον
αφορά τις συναλλαγές ΗΠΑ και Κίνας ανήλθε σε 419 δισ.
δολάρια το 2018.
Ο Ντόναλντ
Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από Κίνα, Ευρώπη,
Καναδά και Μεξικό, προκειμένου αποκαταστήσει την ισορροπία
στο διεθνές σύστημα εμπορικών συναλλαγών, διότι, όπως
ισχυρίζεται, άλλες χώρες ακολουθούν άδικες πολιτικές για να
αποκτήσουν ανταγωνιστικό προβάδισμα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα
για την Κίνα, η οποία, σύμφωνα με τον κ. Τραμπ και με πολλές
επιχειρηματικές ενώσεις, επηρεάζει το ισοζύγιο, παρέχοντας
κρατικές επιδοτήσεις, αποκλείοντας τον διεθνή ανταγωνισμό
και εφαρμόζοντας και άλλες τακτικές. Η ισοτιμία του
κινεζικού γουάν υποχώρησε ως προς το δολάριο το 2018 και
μετρίασε την επιβάρυνση που προκάλεσαν οι αμερικανικοί
δασμοί, καθιστώντας τα κινεζικά προϊόντα ακόμη πιο φτηνά. Η
αξία ενισχύθηκε ξανά μετά τη συνάντηση του Κινέζου προέδρου
Σι Τζινπίνγκ και του Αμερικανού ομολόγου του Ντόναλντ Τραμπ
στην Αργεντινή το φθινόπωρο του 2018, αποσκοπώντας να
οδηγηθούν σε συμφωνία, όπως επισημαίνει ο Μπραντ Σέτσερ,
ερευνητής του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
Ενας ακόμα
παράγοντας διόγκωσης του εμπορικού ελλείμματος είναι η ισχύς
της αμερικανικής οικονομίας και με την αρωγή των
φοροαπαλλαγών του 1,5 τρισ. δολ. του 2017. Προκειμένου να
καλυφθεί το κενό από τις φοροαπαλλαγές, η κυβέρνηση
υποχρεώθηκε να δανειστεί ακόμη και από ξένους επενδυτές. Οι
φοροαπαλλαγές διογκώνουν, επίσης, το έλλειμμα της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το οποίο και αυτό ο Ντόναλντ Τραμπ
υποσχέθηκε ότι θα μειώσει. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του
υπουργείου Οικονομικών, το ομοσπονδιακό έλλειμμα πλησιάζει
το 1 τρισ. δολάρια αυτό το δημοσιονομικό έτος. Tέλος, η
Ομοσπονδιακή Tράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και ορισμένοι
οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι ο κρατικός δανεισμός
αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς και μπορεί να πνίξει την
αμερικανική οικονομία.
|