Αν και κάποιοι θα πίστευαν πως είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Και μια τάση της εποχής, με τεράστιες επιπτώσεις και στην
οικονομία, αλλά και το δημογραφικό δένδρο των δυτικών
οικονομιών. Οι New York Times είχανε σχολιάσει προσφάτως πως
πρόκειται για τον οικονομικό γρίφο σχετικά με τους
τριαντάρηδες και τους τριανταπεντάρηδες στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Πώς, δηλαδή, κάποιος σε αυτή την ηλικιακή ομάδα,
ακόμη και με σταθερή δουλειά και προοπτικές ανόδου, για να
μην αναφέρουμε και τη δημιουργία οικογένειας, θα μπορούσε να
ζει στη Νέα Υόρκη, στο Λος Ατζελες, στη Βοστώνη, στο Σικάγο,
στο Σαν Φρανσίσκο ή στην Ουάσιγκτον;
Και όπως γράφουνε οι New
York Times, η απάντηση είναι η εξής: Πολλοί από τους
προαναφερθέντες υποστηρίζονται σε διαφορετικό βαθμό από τους
γονείς τους. Συγκρατηθείτε για λίγο και μην αγανακτείτε για
όσους γεννήθηκαν το 1981-1996 και δεν κατόρθωσαν να
αυτονομηθούν. Προσπαθήστε για μια στιγμή να μη σας
κατακλύσει το αίσθημα της πικρίας, και σκεφθείτε πόσο
ανελέητα είναι τα οικονομικά σας όταν αγωνίζεσθε να τα
φέρετε βόλτα σε αυτή τη χώρα σήμερα. Οι μισθοί είναι
στάσιμοι, ενώ το κόστος των ακινήτων, της περίθαλψης και της
φροντίδας για τα παιδιά έχει εξακοντιστεί. Οπως αναφέρεται
στα πορίσματα πρόσφατης οικονομικής ανάλυσης, «για τους
Αμερικανούς που είναι κάτω των 40 ετών ο 21ος αιώνας μοιάζει
με μια μακράς διαρκείας ύφεση».
Σύμφωνα με έκθεση του 2018 της εταιρείας χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών Country Financial, περισσότεροι από τους μισούς
Αμερικανούς (53%) ηλικίας 21-37 ετών έχουν δεχθεί κάποιο
είδος οικονομικής αρωγής από γονείς, κηδεμόνες ή συγγενείς
από τότε που έγιναν 21 ετών. Αυτό μπορεί να σημαίνει την
πληρωμή του κινητού τηλεφώνου (41%), τα ψώνια του σούπερ
μάρκετ και τους λογαριασμούς φυσικού αερίου (32%), το
ενοίκιο (40%) ή την ασφάλεια ζωής (32%). Σύμφωνα με την
Κίμπερλι Πάλμερ, ειδική σε θέματα προσωπικής οικονομικής
διαχείρισης στην εταιρεία NerdWallet, «πολλοί από τη γενιά
όσων γεννήθηκαν την περίοδο 1981-1996 εξακολουθούν να
λαμβάνουν βοήθεια από τους γονείς τους.
Πρόκειται για όσους αποπεράτωσαν τις σπουδές τους μέσα στην
ύφεση και μετά, και ενώ πλησίαζαν τα 30 τους, επιβαρύνθηκαν
με νέες δαπάνες, όπως η απόκτηση παιδιών, ο γάμος και η
αγορά σπιτιού».
Πέραν της οικονομικής στήριξης, πρέπει να αναφερθεί και η
παροχή δωρεάν υπηρεσιών. Η κ.Πάλμερ, 39 ετών, λέει πως το
ότι οι γονείς της προσέχουν τα παιδιά της 20-25 ώρες δωρεάν
τον μήνα, συνέβαλε στο να αποφασίσουν με τον σύντροφό της να
κάνουν και τρίτο παιδί. Εάν έπρεπε να πληρώνει μπέιμπι σίτερ,
θα σήμαινε δαπάνες 6.000 δολαρίων τον χρόνο.
Κατά μέσον όρο κάθε γονιός της ηλικιακής ομάδας των 21-37
ετών λαμβάνει σε οικονομική βοήθεια και δωρεάν παροχή
υπηρεσιών από τους δικούς του γονείς 11.011 δολάρια ετησίως,
σύμφωνα με την έρευνα του 2017, Ameritrade Millennial
Parents.
Συνολικά για τις ΗΠΑ το ποσόν ανέρχεται σε 253 δισ. δολάρια.
Η συνδρομή έχει ζωτική σημασία για πολλούς, σύμφωνα με την
έρευνα. Η 32χρονη Αϊμέι Χο είναι εκτελεστική διευθύντρια του
οργανισμού Resource Generation για την ευαισθητοποίηση
εύπορων ανθρώπων 18-25 ετών όσον αφορά την ανισότητα.
Επισημαίνει πως δεν θα μπορούσε να έχει σήμερα περιουσία
200.000 δολαρίων, εάν δεν της κάλυπταν τις πανεπιστημιακές
σπουδές οι γονείς της και δεν συνέχιζαν έκτοτε να τη βοηθούν.
Ωστόσο, όσοι τριαντάρηδες και τριανταπεντάρηδες δεν έχουν
γονεϊκή στήριξη βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, γιατί
παλεύουν να αποπληρώσουν φοιτητικά δάνεια, οι αποταμιεύσεις
τους δεν είναι επαρκείς και ορισμένες φορές πρέπει να
φροντίσουν και ένα συγγενικό τους πρόσωπο. Ο 34χρονος Ρότζερ
Κεσάδα είχε να αποπληρώνει φοιτητικό δάνειο 65.000 δολαρίων,
το οποίο σήμαινε δόση 400 δολαρίων τον μήνα μόνο για τους
τόκους. «Ηταν σαν ποινή φυλάκισης», εξομολογείται. «Δεν
μπορούσα να βασιστώ καθόλου στη μητέρα μου, αφού έφυγα από
το σπίτι μου. Είναι συνταξιούχος με ειδικές ανάγκες, τα
βγάζει μετά βίας πέρα και εξαρτάται από τα προνοιακά
επιδόματα. Αν μη τι άλλο, εγώ πρέπει να τη βοηθήσω».
|