Η ασπίδα του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ δέχεται
ισχυρά πλήγματα, καθώς αυξάνεται ο πολιτικός κίνδυνος στην
Ευρωζώνη.
Όπως έγραψε προσφάτως το
Reuters,
oι
επενδυτές στοιχηματίζουν, παράλληλα, ότι η εποχή στήριξης
από την ευρωτράπεζα πλησιάζει στο τέλος της, όσο ενισχύονται
η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Αυτή η διαπίστωση καταγράφεται
στην αύξηση των αποδόσεων στις αγορές κρατικών ομολόγων της
Ευρωζώνης. Πρώτη φορά, έπειτα από τρία χρόνια, η διαφορά
αποδόσεων (spread) μεταξύ ιταλικών και γερμανικών ομολόγων
έφθασε τις 200 μονάδες βάσης. Αντιστοίχως, το spread μεταξύ
γαλλικών και γερμανικών ομολόγων διαμορφώθηκε στις 77
μονάδες βάσης αυτή την εβδομάδα, από τις 50 μονάδες βάσης
προ δύο εβδομάδων. Δίχως την ύπαρξη του προγράμματος αγοράς
κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, οι αποδόσεις των ομολόγων στην
Ευρωζώνη θα κυμαίνονταν σε υψηλότερα επίπεδα κατά 20 έως 50
μονάδες βάσης, σύμφωνα με υπολογισμούς της ευρωτράπεζας. Και
πάλι, όμως, οι αποδόσεις, δηλαδή το κόστος δανεισμού των
χωρών-μελών της Ευρωζώνης, θα ήταν χαμηλότερες κατά 75 με
100 μονάδες βάσης σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
«Αυτό το αναισθητικό, δηλαδή το πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης της ΕΚΤ, χάνει σιγά σιγά την επίδρασή του. Με αυτό
το αναισθητικό, οι επενδυτές αντιμετώπιζαν τα κρατικά
ομόλογα της Ευρωζώνης ως ομοιογενές σύνολο, χωρίς τα
μειονεκτήματα ή τα πλεονεκτήματα κάθε οικονομίας», σχολιάζει
ο Ρίτσαρντ ΜακΓκουάιρ, επικεφαλής στρατηγικής επιτοκίων στη
Rabobank. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ έχει
διατηρήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη και έχει
θωρακίσει τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη από αιφνίδια και
δυσάρεστα γεγονότα, όπως το Brexit.
Ετσι μπορεί κανείς να αιτιολογήσει το γεγονός ότι οι
αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων κινούνται σε χαμηλότερα
επίπεδα από αυτές των αμερικανικών. Οι αποδόσεις στα 10ετή
χρεόγραφα του ιταλικού Δημοσίου κινούνται στο 2,28%, δηλαδή
βρίσκονται χαμηλότερα κατά 8 μονάδες βάσης από τα αντίστοιχα
αμερικανικά. Ο στρατηγικός αναλυτής της Societe Generale
Κιάραν Ο’Χάγκαν εξηγεί ότι ένας τρόπος για να υπολογίσει
κανείς το πλεονέκτημα που προσδίδουν τα μέτρα ποσοτικής
χαλάρωσης θα ήταν να συγκρίνει τις αποδόσεις των ομολόγων
μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και των κρατών-μελών
της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Πολωνία. Υπολογίζει,
ειδικότερα, ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων
αποδίδει «όφελος» για τα ιταλικά και τα ισπανικά ομόλογα της
τάξεως των 40 μονάδων βάσης. Δηλαδή, αυτές οι χώρες
δανείζονται τόσο πολύ χαμηλά, λόγω των μέτρων της ΕΚΤ. «Αν
σταματήσει να ισχύει από αύριο αυτό το πρόγραμμα, θα υπάρξει
άνοδος 40 με 50 μονάδων βάσης στο κόστος δανεισμού αυτών των
χωρών».
Η ΕΚΤ, η οποία έχει θέσει σε εφαρμογή τα μέτρα ποσοτικής
χαλάρωσης από τον Μάρτιο του 2015, πρόκειται να περιορίσει
τις μηνιαίες αγορές κρατικών ομολόγων κατά 20 δισ. ευρώ, στα
60 δισ., από τον Απρίλιο. Το πρόγραμμα αγορών των κρατικών
ομολόγων αναμένεται να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα
τουλάχιστον έως τα τέλη του 2017. Ενας λόγος είναι ότι ο
ετήσιος πληθωρισμός έφθασε το 1,8% τον Ιανουάριο. Αν και η
ΕΚΤ έχει υποβαθμίσει τις πιθανότητες περαιτέρω αύξησης του
πληθωρισμού, οι επενδυτές αρχίζουν να το προεξοφλούν και να
διαβλέπουν τον περιορισμό των μέτρων στήριξης από την ΕΚΤ.
Αν και είναι νωρίς να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται να «εξαφανιστεί»
το όφελος από τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, οι αναλυτές θεωρούν
ότι η μείωση των μηνιαίων αγορών στα 60 δισ. ευρώ θα φέρει
στο φως τα αδύναμα σημεία των οικονομιών των κρατών-μελών.
Μερίδα οικονομικών αναλυτών έχει στραμμένη την προσοχή της
στην Πορτογαλία. Είναι μια από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης
με το υψηλότερο δημόσιο χρέος, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι
υποτονικοί. Ηδη οι αποδόσεις των 10ετών πορτογαλικών
ομολόγων είναι υψηλότερες κατά 40 μονάδες βάσης από τις
αρχές του 2017. |