Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι από τις πλέον ενδιαφέρουσες
κατηγορίες αγορές που υπάρχουν είναι οι αναδυόμενες.
Αναδυόμενες οι οποίες κατά καιρούς παρουσιάζουν εντυπωσιακές
διακυμάνσεις, οι οποίες δεν αφήνουν τους επενδυτές να
βαρεθούν. Όπως λοιπόν χαρακτηριστικά έγραψε το Reuters,
καθώς ενισχύεται το δολάριο και αυξάνονται οι αποδόσεις των
ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου, οι αναδυόμενες αγορές
κινδυνεύουν να βυθιστούν σε έναν αέναο κύκλο πτώσης των
νομισμάτων τους και διαρκούς μείωσης των συναλλαγματικών
τους διαθεσίμων.
Τα πράγματα έχουν ως εξής: η άνοδος του δολαρίου αυξάνει το
κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των αναδυόμενων αγορών,
προκαλώντας εκροές κεφαλαίων. Υπαγορεύει, έτσι, τις
παρεμβάσεις των κεντρικών τους τραπεζών, που πουλούν ομόλογα
του αμερικανικού Δημοσίου, εξωθώντας σε περαιτέρω άνοδο τις
αποδόσεις τους και το δολάριο. Οταν υποχωρεί το δολάριο,
συνήθως εφαρμόζεται χαλαρή νομισματική πολιτική παντού,
αυξάνονται οι διασυνοριακές κεφαλαιακές ροές, ενισχύεται η
ανάπτυξη και οι αναδυόμενες αγορές συγκεντρώνουν εμπορικά
πλεονάσματα που μεταφράζονται σε συναλλαγματικά διαθέσιμα.
Οταν, όμως, ενισχύεται το δολάριο, κινητοποιείται η
αντίστροφη διαδικασία και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα
μειώνονται. Σε μερικές αναδυόμενες αγορές, αυτή η διαδικασία
είναι σε πλήρη εξέλιξη. Σύμφωνα με το Διεθνές
Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF), μέσα στο 2018 λήγουν
ομόλογα των αναδυόμενων αγορών ύψους τουλάχιστον 900 δισ.
δολαρίων. Τα διαθέσιμα της Ινδονησίας μειώθηκαν κατά 7,1
δισ. δολάρια, στα 124,9 δισ. δολάρια, από τον Φεβρουάριο έως
τον Απρίλιο, επειδή η κεντρική τράπεζα προσπαθούσε να
στηρίξει τη ρουπία. Η ρουπία υποτιμήθηκε κατά 5% μέσα σε
αυτούς τους τρεις μήνες. Τα διαθέσιμα της Τουρκίας μειώθηκαν
σχεδόν κατά 3 δισ. δολάρια από τον Φεβρουάριο.
Αυτά τα ποσά είναι μικρά συγκριτικά με τα παγκόσμια
συναλλαγματικά διαθέσιμα, που υπερβαίνουν τα 11 τρισ.
δολάρια. Το IIF προβλέπει ότι οι κεντρικές τράπεζες των
αναδυόμενων αγορών θα συγκεντρώσουν πάνω από 220 δισ.
δολάρια φέτος. Το ποσό αυτό, όμως, θα είναι μικρότερο από το
αντίστοιχο του 2017. Στα τέλη του περασμένου έτους, τα
παγκόσμια συναλλαγματικά διαθέσιμα ανήλθαν σε 11,42 τρισ.
δολάρια, σύμφωνα με το ΔΝΤ, και το μεγαλύτερο μέρος τους
βρισκόταν στις κεντρικές τράπεζες των αναδυόμενων αγορών.
Πριν από μία δεκαετία ήσαν μόνον 6,7 τρισ. δολάρια, και στα
τέλη της χιλιετίας μόλις 1,78 τρισ. δολάρια. Η ανοδική τους
πορεία διακόπηκε, όμως, επανειλημμένως. Πλησίαζαν τα 12 τρισ.
δολάρια στις αρχές του 2014, προτού αρχίσει η άνοδος του
δολαρίου επί διόμισι χρόνια, με αποτέλεσμα την τελική του
ενίσχυση κατά 30%. Η Κίνα, που έχει συγκεντρώσει τον
μεγαλύτερο όγκο διαθεσίμων στον κόσμο, με πάνω από 3 τρισ.
δολάρια, κατέγραψε πτώση τους κατά ένα τρισ. δολάρια.
Το δολάριο σημείωσε πέρυσι τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση από το
2003 και τώρα ανακάμπτει. Εχει ενισχυθεί κατά σχεδόν 5% από
τα μέσα Απριλίου, και οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του
αμερικανικού Δημοσίου υπερβαίνουν το 3%. Δεδομένου ότι η Fed
είναι η μοναδική από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες που
αυξάνει τα επιτόκια, είναι πιθανόν να συνεχισθεί η άνοδος
του δολαρίου και των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων.
Επικρατεί η πεποίθηση ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα
αποτελούν το μαξιλάρι που δημιουργείται σε εποχές σχετικά
καλής οικονομικής κατάστασης, ώστε να μπορούν οι χώρες να
καταφύγουν σε αυτά στις κακές εποχές.
Σύμφωνα, όμως, με το IIF, οι κεντρικές τράπεζες των
αναδυόμενων αγορών είναι συνήθως απρόθυμες να επιστρατεύσουν
τα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα. Ισως, όμως, χρειαστεί να
το κάνουν. Μιλώντας στη Ζυρίχη την περασμένη εβδομάδα, ο
πρόεδρος της Federal Reserve Ζερόμ Πάουελ δήλωσε πως η Fed
δεν θα αναβάλει τις αυξήσεις των επιτοκίων για να βοηθήσει
τις αναδυόμενες αγορές.
Μόνον η Fed μπορεί να επιβραδύνει ή να αντιστρέψει την άνοδο
του δολαρίου και των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων,
ώστε να χαλαρώσει τις πιέσεις στα νομίσματα των αναδυόμενων
αγορών.
|