Όπως πριν από
μερικές ημέρες έγραψε το Reuters,
σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο. Οι
αγορές ομολόγων βρίσκονται σε υπερένταση, διότι η παγκόσμια
οικονομία μπορεί να χάσει τον βηματισμό της. Πολλοί
οικονομολόγοι αρχίζουν να ανησυχούν για άλλο λόγο, επειδή το
οπλοστάσιο των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τη νομισματική
πολιτική τους έχει εξαντληθεί. Χρειάζεται νέα προσέγγιση των
πραγμάτων. Οι διαχειριστές κεφαλαίων προβλέπουν ότι μια
εξασθενημένη οικονομία θα συνοδευθεί από πιο χαλαρή
νομισματική πολιτική, και αυτό σημαίνει χαμηλότερα επιτόκια.
Οντως, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών είναι ανέτοιμοι
για μια σοβαρή ύφεση. Ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα
επιτόκια του δολαρίου του 2,4% δεν βρίσκονται σε τόσο υψηλά
επίπεδα ώστε να είναι δυνατή μια περικοπή τους που θα
ενισχύσει σημαντικά τις πιστώσεις, τη δημιουργία αποθεμάτων
και τις παραγωγικές επενδύσεις. Ακόμα χειρότερη είναι η
κατάσταση στη Βρετανία, όπου τα επιτόκια είναι 0,75%, και
στην Ευρωζώνη, με αρνητικά επιτόκια. Πολλοί οικονομολόγοι
θεωρούν πως η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι
αποτελεσματικό όπλο για να πολεμήσεις την ύφεση, αν και
λίγοι πολιτικοί συμμερίζονται τις απόψεις τους. Στην
πραγματικότητα, ενδεχομένως να χρειαστεί μία ακόμα παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση του μεγέθους του 2009, που να
τρομοκρατήσει τόσο τους πολιτικούς, ώστε να αποφασίσουν να
ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με αύξηση δαπανών.
Πιθανώς
μια πιο ξεκάθαρη λύση να έδινε η μοντέρνα νομισματική θεωρία,
η οποία εν πολλοίς βασίζεται στις πρωτότυπες ιδέες του
μεγάλου οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ο Ράνταλ Ρέι, από
τους κορυφαίους θιασώτες του κεϊνσιανισμού, εξηγεί ποια ιδέα
βρίσκεται στον πυρήνα του: «Υπάρχουν δύο τρόποι να
δημιουργήσεις υψηλή αναλογία ελλείμματος και χρέους ως προς
το ΑΕΠ: ο κακός και ο καλός». Ο καλός τρόπος είναι να
βοηθηθεί ολόκληρη η οικονομία να ανθήσει και ο κακός να μη
συνδράμεις παρά μόνον μια μικρή μειονότητα και συνήθως μια
ελίτ. Θα μπορούσε να γίνει μια παραλληλία με τη νομισματική
πολιτική, επειδή δεν είναι η ποσότητα των δανείων ή το
κόστος του δανεισμού, ανεξαρτήτως εάν είναι θετικό ή
αρνητικό, που καθιστά τη δημιουργία χρήματος καλή ή κακή για
την οικονομία. Η βασική μεταβλητή είναι τι μπορείς να κάνεις
με αυτά τα χρήματα.
Λόγου
χάριν, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών, για να
επηρεάσουν θετικά την οικονομία, πρέπει να αλλάξουν την
εστίασή τους. Να ανησυχούν λιγότερο για τα επιτόκια και να
παροτρύνουν τις τράπεζες να δίνουν δάνεια που να πιάνουν
τόπο, μιλώντας με οικονομικούς όρους. Θα μπορούσε κανείς να
παρομοιάσει τη νομισματική πολιτική με μια καλοσχεδιασμένη
βιομηχανική πολιτική ή με τις μεταρρυθμίσεις εκείνες στον
τομέα της απασχόλησης οι οποίες ευνοούν τη δημιουργία θέσεων
εργασίας. Αυτό που θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς
αποφυγήν είναι η μόχλευση. Το να επιβαρύνεις τους
ισολογισμούς των υφιστάμενων επιχειρήσεων μπορεί να ωφελήσει
τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, ειδικά όταν τα επιτόκια
είναι χαμηλότατα.
Η
φορολογία τώρα και οι δαπάνες μπορούν και αυτές να
αποδειχθούν βοηθητικές ή βλαβερές. Οπως διευκρινίζει η
μοντέρνα νομισματική θεωρία, το μέγεθος του δημοσιονομικού
ελλείμματος δεν μετράει αυτό καθαυτό, αλλά το ποιες
πολιτικές ακολουθεί η κυβέρνηση. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να
δημιουργήσει πιεστικές συνθήκες, ειδικά σε μια σοβαρή
επιβράδυνση. Ούτως ή άλλως, οι αρμόδιες αρχές της
νομισματικής πολιτικής δεν μπορούν να κινηθούν γρήγορα και
να ταχθούν υπέρ της χορήγησης παραγωγικών πιστώσεων, ενώ,
γενικά μιλώντας, οι πιστώσεις αυτές διοχετεύονται με βραδύ
ρυθμό στον μηχανισμό της οικονομίας. Αντιθέτως, μια
κυβέρνηση μπορεί άμεσα να δημιουργήσει χρήμα και να το
ξοδέψει και γρήγορα και αποτελεσματικά, αρκεί να βρεθεί στα
σωστά χέρια. Τέλος, η οικονομία μπορεί να ευνοηθεί και από
τη διαγραφή χρέους για τους φτωχότερους πολίτες. Τέτοιες
πρωτοβουλίες αναζωογονούν την κατανάλωση, τονώνουν την
οικονομική εμπιστοσύνη και περιστέλλουν την ανισότητα,
ειδικά στις ΗΠΑ.
|