Έστω και αν είναι μια αρκετά αισιόδοξη πρόβλεψη για τη χώρας
μας, ως GFF έχουμε γράψει πως θέλουμε να ελπίζουμε πως τα
ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης στα πλαίσια της κρίσης του
Covid-19, θα μπορούσανε να αποδειχθούνε μιας πρώτης τάξης
ευκαιρία για ένα πραγματικό restart της χώρας και της
ελληνικής οικονομίας. Επαναλαμβάνουμε πως ξέρουμε πως
ακούγεται σχετικά αισιόδοξο, ωστόσο δεν το αποκλείουμε.
Πέραν όμως του τι πιστεύουμε για τη χώρας μας, πάμε να δούμε
την άποψη που διατύπωσε συνολικά για την Ε.Ε. το Reuters.
Όπως έγραψε το διεθνές πρακτορείο,
συνήθως λέγονται πολλά για θυσίες που πρέπει να γίνουν
ύστερα από μία οικονομική κρίση.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ
Μακρόν απέκλεισε την επιβολή νέων φόρων, ώστε να
χρηματοδοτηθεί το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας, η οποία
πλήττεται από την πανδημία. Η υπόσχεση που έδωσε, έχει νόημα,
διότι θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στην πρώτη φάση
ανάκαμψης των δαπανών των καταναλωτών. Ωστόσο εξαρτάται από
την προθυμία των αρμοδίων αρχών της Ε.Ε. να διατηρήσουν
χαλαρούς τους δημοσιονομικούς κανόνες και από το πρόγραμμα
της ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα και να διατηρεί σε χαμηλά
επίπεδα το κόστος δανεισμού. Το τίμημα σε νέα κρούσματα και
θανάτους σήμερα είναι σαφώς χαμηλότερο για τον Εμανουέλ
Μακρόν, ώστε να έχει το περιθώριο να επιτρέπει στα
εστιατόρια να επαναλειτουργήσουν πλήρως και στους μαθητές να
επανέλθουν στο σχολείο. Ακόμα κι έτσι όμως, η οικονομική
ανάκαμψη είναι ευπαθής. Αναφερόμενος στη σημασία που έχει το
να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία, το πρώην στέλεχος
της τράπεζας Rothschild δήλωσε ότι δεν πρόκειται να
καταφύγει στην αύξηση των φόρων για να καλυφθεί το πακέτο
στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις επιπτώσεις του
ιού.
Όπως αναφέρει το Reuters, ο
Γάλλος πρόεδρος έκανε μνεία σε κρατική βοήθεια 500 δισ. ευρώ,
αν και τα τρία πέμπτα εξ αυτών υφίστανται υπό τη μορφή των
δανειακών εγγυήσεων και όχι των πραγματικών δαπανών. Η
οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά ένα δέκατο το
τρέχον έτος, ενώ οι αναλυτές της τράπεζας BNP Paribas
υπολογίζουν πως τα μέτρα ανακούφισης του Εμανουέλ Μακρόν θα
ισοδυναμούν με το σχεδόν 20% του ΑΕΠ της χώρας. Πρόκειται
για ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο 36% της Γερμανίας,
αλλά σαφώς μεγαλύτερο από το 13% της Ισπανίας. Το να δαπανά
απεριόριστα μία κυβέρνηση, χωρίς καμία δέσμευση να αυξήσει
τα έσοδά της, είναι σαν να βάζει απότομα ένα τέλος στη
γενικευμένη αντίληψη της μετά το 2008 περιόδου ότι οι
ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να βασίζονται στη λιτότητα για να
στηρίξουν τα δημοσιονομικά τους. Στην Ε.Ε., επιπλέον, θέτει
υπό μακροπρόθεσμη επανεξέταση τους κανόνες για τα όρια στα
δημοσιονομικά ελλείμματα και την υποχρέωση των κρατών να
περιορίσουν το δημόσιο χρέος τους έως του σημείου να φθάσει
το 60% του ΑΕΠ. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες
ήταν ήδη ξεπερασμένες πριν από την πανδημία, σήμερα
φαίνονται ακόμα πιο ασύμβατες. Το ποσοστό του δημοσίου
χρέους της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας αντιστοίχως
αναμένεται να ανέλθει στο 122%, το 115% και το 160% επί του
ΑΕΠ, όπως υπολογίζει η UBS. Ο Εμανουέλ Μακρόν ισχυρίζεται
πως η γενναιόδωρη κρατική βοήθεια αποδεικνύει τη ρώμη του
κοινωνικού μοντέλου της Γαλλίας. Ισως θα έπρεπε να προσθέσει
ότι φανερώνει πως ο κορωνοϊός έχει μεταβάλει τον τρόπο
σκέψης της Ε.Ε. για τον έλεγχο των προϋπολογισμών.
|